Το τέλος του 2021 θα βρει τον πλανήτη και την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια νέα φάση που θα είναι σε πολλά πράγματα εντελώς καινούρια και σε άλλα θα κουβαλά παλιές αμαρτίες. Μια σημαντική «αποκαθήλωση» που θα συμβεί σχετικά άμεσα είναι αυτή της Άνγκελα Μέρκελ. Η Άνγκελα Δωροθέα Κάσνερ Μέρκελ, ανεξάρτητα από τη γνώμη που μπορεί να έχει κανείς για την πολιτική της και τις αποφάσεις της, σφράγισε την πολιτική σκηνή της Γερμανίας και της Ευρώπης για 20 συναπτά έτη. Από το 2000 ως το 2018 ως η ηγέτιδα του CDU και από το 2005 ως η Καγκελάριος της Γερμανίας. Πρακτικά, φεύγει από την Καγκελαρία έχοντας διαχειριστεί δύο τεράστιες κρίσεις για το οικοδόμημα της ευρωζώνης: Την οικονομική κρίση του 2009 και την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού το 2020-2021.
Με την ανακοίνωση για αποχώρηση της Μέρκελ από την πολιτική σκηνή της Γερμανίας, χάνεται και η de facto ηγετική προσωπικότητα της Ε.Ε. και το ερώτημα είναι ποιος θα έρθει στη θέση της ή αν θα περάσουμε σε ένα καθεστώς πολιτικής ρευστότητας, το οποίο θα έχει πολλές στροφές και διακυμάνσεις. Το σίγουρο είναι ότι στα δεκαπέντε χρόνια που η Μέρκελ είναι κυρίαρχη στα ευρωπαϊκά πράγματα το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, οι συντηρητικοί και οι αρχές του CDU έχουν γίνει πολύ ισχυρές σε όλα τα επίπεδα. Στο ευρωκοινοβούλιο, στην Κομισιόν, στις σημαντικές οικονομίες της Ευρώπης, ενώ οι ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας έχουν υποχωρήσει αισθητά.
Μπορούν οι Πράσινοι να πάρουν την Καγκελαρία;
Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις βλέπουμε ότι αυτή τη στιγμή ηγούνται πολιτικά οι Πράσινοι, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ νωρίτερα στην πολιτική ζωή της Γερμανίας. Μάλιστα τα δημοσκοπικά ποσοστά των Πρασίνων ξεπερνούν τα ατομικά ποσοστά του CDU ακόμα και σε παραδοσιακά «κάστρα» του CDU.
Η δημοσκοπική άνοδος των Πρασίνων ξεκίνησε όταν εξέλεξαν τη νέα υποψήφια για την Καγκελαρία, την οποία είναι συνηγέτιδα των Πρασίνων με τον Ρόμπερτ Χάμπεκ. Το ερώτημα που ταλανίζει εδώ και μήνες τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ είναι αν το σενάριο της διακυβέρνησης της πιο σημαντικής οικονομίας της Ευρώπης και 4ης στον κόσμο, μπορεί να γίνει από μια κυβέρνηση συμμαχίας, στην οποία θα ηγούνται οι Πράσινοι.
Η Μπέρμποκ έχει δηλώσει αρκετές φορές ότι οι Πράσινοι μπορούν να διατηρήσουν αυτήν τη δημοσκοπική ορμή μέχρι την ημέρα των εκλογών τον Σεπτέμβριο, καθώς δεν είναι εφήμερη η δημοτικότητά τους αλλά χτίζεται χρόνια και συμπίπτει με τη μεγάλη αλλαγή σε ευρωπαϊκό επίπεδο που ακούει στο όνομα European Green Deal. Πράγματι, οι Πράσινοι στη Γερμανία έχουν συνεπή παρουσία εδώ και χρόνια στα δημόσια πράγματα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και όντως η ευρωπαϊκή και παγκόσμια συγκυρία φαινομενικά τους ευνοεί.
Για παράδειγμα, χθες, μια συμμαχία κοινωνικών κινημάτων και πολιτών με την καθοδήγηση των Πράσινων πέτυχε να απορριφθεί και να μπει στη διαδικασία επικαιροποίησης ο περιβαλλοντικός νόμος της Γερμανίας. Η αναθεώρηση του νόμου που ψηφίστηκε το 2019 και αποτέλεσε τη βάση για τις αποφάσεις σε επίπεδο Ε.Ε. για τη μείωση των περιβαλλοντικών ρύπων και την εξάρτηση από τον άνθρακα, μπορεί να θεωρηθεί ως σημαντική νίκη των Πρασίνων πάνω στο μοντέλο της Μέρκελ για το περιβάλλον και προωθητικότερο βήμα σε σχέση με το σκεπτικό του European Green Deal. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή είναι ότι και στελέχη που υπερψήφισαν τον αρχικό νόμο και ανήκουν στο CDU, όπως ο υπουργός οικονομικών Πέτερ Αλτμάιερ, δηλώνουν ενθουσιασμένοι με τις αλλαγές που προτείνονται και δήλωσαν ότι θα προχωρήσουν σε προτάσεις την επόμενη εβδομάδα.
Από την άλλη δεν αρκεί μόνο η επιμονή και η νίκη σε ένα θέμα για να φέρει μια πολιτική αλλαγή τέτοιου βεληνεκούς. Οι Πράσινοι απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν οι επιλογές τους μια mainstream πολιτική ατζέντα που ταιριάζει να ενοποιήσει τα γερμανικά συμφέροντα και να τα εναρμονίσει με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.
Για παράδειγμα, στο προεκλογικό μανιφέστο των Πράσινων κύριο ρόλο παίζει η αποπυρηνικοποίηση της Γερμανίας. Κι αν για το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας μπορεί να υπάρξει μεγάλη συμφωνία, εφόσον από το 2010 η τάση είναι η συνεχής μείωσή του και η αντικατάσταση από ΑΠΕ, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα πυρηνικά όπλα. Το αίτημα αποπυρηνικοποιησης μεταφράζεται συνεκδοχικά σε μια σύγκρουση με τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν εγκαταστήσει πυρηνικά όπλα στη Γερμανία από τα μέσα του Ψυχρού Πολέμου ανεπίσημα και επίσημα από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Μάλιστα το δόγμα ασφάλειας της χώρας είναι δομημένο έτσι γύρω από τη συγκεκριμένη συμφωνία που έχει γίνει στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Η Γερμανία διατηρεί και εκσυγχρονίζει τα πυρηνικά όπλα (άγνωστος αριθμός, εκτιμώνται γύρω στα 20) αυτά και μάλιστα η τελευταία υπερψήφιση της παρουσίας τους έγινε το 2020 από τη γερμανική Βουλή.
Το δεύτερο θέμα που έχουν οι Πράσινοι αφορά τις υποχρεώσεις της Γερμανίας απέναντι στο ΝΑΤΟ. Οι Πράσινοι έχουν δηλώσει πολλές φορές ότι είναι κατά των εθνικών στόχων σε τέτοια ζητήματα και επιθυμούν η ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και η σύνδεση με το ΝΑΤΟ να συζητιούνται και να επιμερίζονται μόνο σε κοινοτικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο από τους επικριτές των Πρασίνων, θεωρείται ως υποχώρηση του στρατιωτικού ρόλου της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε.
Ένα τρίτο «αγκάθι» της πολιτικής των Πρασίνων είναι η πολιτική της Γερμανίας απέναντι στο προσφυγικό και τη μετανάστευση. Οι Πράσινοι θεωρούν ότι οι πλούσιες χώρες όπως η Γερμανία που έχουν συμβάλει στην κλιματική αλλαγή οφείλουν να αποζημιώσουν τις φτωχότερες χώρες που υποφέρουν από τις συνέπειές της, συμπεριλαμβανομένης της χαλάρωσης των μέτρων της εξωτερικής μετανάστευσης. Εννοείται ότι στο πλαίσιο αυτό, οι Πράσινοι διαφωνούν με τη Συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας για το προσφυγικό, κάτι που η Γερμανία θεωρεί σημαντικό δικό της επίτευγμα και υπερασπίζεται μάλιστα την ανανέωση και διεύρυνση της υπάρχουσας συμφωνίας.
Συνεπώς, οι Πράσινοι έχουν περισσότερα προβλήματα να λύσουν απέναντι στο εκλογικό κοινό που θα ψηφίσει για την Καγκελαρία, παρά τη θετική δημοσκοπική τους εκτίναξη. Πάντως αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, πράγμα που αυτή τη στιγμή φαίνεται μακρινό, τότε σίγουρα θα μιλάμε για τεράστιο πολιτικό σεισμό με ευρωπαϊκό και παγκόσμιο αντίκτυπο.
Η Γερμανία αντιμέτωπη με ένα πολυκομματικό μέλλον – Η Ευρώπη σε κρίση διακυβέρνησης
Στην πραγματικότητα, αυτή την περίοδο, βιώνουμε το τέλος του μεταπολεμικού συμβολαίου για τη Γερμανία όπου τα δύο μεγάλα κόμματα CDU και SPD εναλλάσσονταν στην εξουσία. Η μεγάλη συμμαχία που κέρδισε τις εκλογές τα τελευταία χρόνια μεταξύ CDU και CSU φαίνεται να παρουσιάζει μια μεγάλη «κόπωση» μετά από πολλά χρόνια διακυβέρνησης και επιπλέον, η πολιτική επιλογή του CDU για μετά τη Μέρκελ, ο Πρόεδρος του CDU Άρμιν Λάστσετ, διαβάστηκε από την εκλογική βάση ως μια συντηρητική επιλογή χωρίς δυναμική εξουσίας, ενώ ήταν προφανής η προτίμηση του εκλογικού κοινού προς τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας Μάρκους Σόντερ.
Το SPD ακολουθεί εδώ και χρόνια μια καθοδική πορεία, η οποία αυτή την περίοδο επισφραγίστηκε από την επιλογή του Όλαφ Σόλτς για την υποψηφιότητα της Καγκελαρίας, του ανθρώπου που υπηρετεί αυτή τη στιγμή ως αντι-καγκελάριος. Ο Σολτς μάλιστα, έχει αναλάβει αυτή την περίοδο τον πολιτικό ρόλο να μειώσει το ανοδικό ρεύμα των Πράσινων εστιάζοντας στην απειρία της Μπέρμποκ. Σε πρόσφατες δηλώσεις του είπε ότι «η Γερμανία είναι μια από τις μεγαλύτερες και πιο πετυχημένες βιομηχανικές χώρες του κόσμου. Πρέπει να διοικείται από κάποιον που έχει εμπειρία στη διακυβέρνηση, όχι μόνο από κάποιον που θέλει μόνο να κυβερνήσει, αλλά από κάποιον που όντως μπορεί να το κάνει». Οι δηλώσεις αυτές δεν πέρασαν απαρατήρητες και σίγουρα δεν αποτρέπουν το κοινό του SPD που λοξοκοιτάζει θετικά προς την Μπέρμποκ.
Πάντως η ρευστότητα αυτή τη στιγμή δεν είναι «γερμανικό προνόμιο». Αντανακλά μια νέα εποχή αυξανόμενης παγκόσμιας γεωπολιτικής αστάθειας και οικονομικής αβεβαιότητας και το γεγονός ότι δεν μπορεί κανείς να προβλέψει την εικόνα της Γερμανίας τον Σεπτέμβριο είναι ενδεικτικό ότι η αβεβαιότητα έχει φτάσει στην κορυφή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Το σίγουρο είναι ότι η μετάβαση σε ένα σύστημα πολυκομματικού συνασπισμού, που δεν θα έχει μια ξεκάθαρη ιστορική ηγεσία, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, θα σημάνει μεγαλύτερες προκλήσεις για τη Γερμανία και την Ευρώπη, αλλά μπορεί να σημάνει και μια εκ νέου «εισβολή» των διαθέσεων των ψηφοφόρων στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Φωτογραφία: @Associated Press