Παρά τις γεωπολιτικές εντάσεις, η Κίνα επιθυμεί να συνεργαστεί στενότερα με τη Γερμανία, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η Handelsblatt, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων μεταξύ Γερμανίας και Κίνας στο Βερολίνο χθες.
Οι δύο χώρες θα πρέπει να φέρουν τις σχέσεις «σε ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο», δήλωσε ο επικεφαλής της κινεζικής κυβέρνησης Λι Τσιανγκ. Η Γερμανία και η Κίνα θα μπορούσαν να διαδραματίσουν «ρόλο σταθεροποιητή» της παγκόσμιας οικονομίας, συμπλήρωσε ο ίδιος. Από την πλευρά του, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς (SPD) τόνισε ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει «κανένα ενδιαφέρον για μια οικονομική αποσύνδεση από την Κίνα».
Ωστόσο, σε αντίθεση με τις τελευταίες διαβουλεύσεις του 2018, αυτή τη φορά δεν υπήρξε κοινή δήλωση από τις δύο χώρες. Σε αντίθεση επίσης, με το παρελθόν, αυτή τη φορά δεν υπήρξαν οικονομικές συμφωνίες δισεκατομμυρίων, αλλά υπογράφηκαν μόνο γενικά «μνημόνια κατανόησης» μεταξύ του Πεκίνου και της Airbus, της Mercedes, της Volkswagen, της BMW και της Siemens. Και αυτό γιατί η γερμανική κυβέρνηση ήθελε να αποφύγει την εντύπωση ότι απλώς συνεχίζει όπως πριν (δηλαδή πριν το πόλεμο στην Ουκρανία, την ένταση στην Ταιβάν κλπ.) τις σχέσεις της με την Κίνα -, σύμφωνα με την Handelsblatt.
Πάντως, ο Λι ανέφερε σε δήλωση τύπου ότι έχουν συναφθεί περισσότερες από δέκα συμφωνίες συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών συμφωνιών, για παράδειγμα για την προστασία του κλίματος. Αλλά δεν αυξάνονται μόνο οι πολιτικοί κίνδυνοι, η Κίνα γίνεται επίσης όλο και περισσότερο οικονομικός κίνδυνος. Οι γερμανικές εταιρείες στη Λαϊκή Δημοκρατία αξιολογούν σήμερα την εύθραυστη οικονομική κατάσταση της χώρας ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Ταυτόχρονα, οι εταιρείες εκτίθενται όλο και περισσότερο στην κινεζική βιομηχανική κατασκοπεία, σύμφωνα με όσα προειδοποιεί η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος σε νέα έκθεσή της. Λόγω αυτής της επιθετικής προσέγγισης, η Επιτροπή της ΕΕ τάσσεται επίσης υπέρ μίας μεγαλύτερης απόσταση από την Κίνα σε μια νέα στρατηγική για την «οικονομική ασφάλεια».
Την άνοιξη, επίσης, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε απορρίψει μια αίτηση της Vοlkswagen για κρατικές εγγυήσεις για επενδύσεις στην Κίνα, επικαλούμενη την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην επαρχία Σιντζιάνγκ. Λίγους μήνες αργότερα, η γερμανική κυβέρνηση επέβαλε ανώτατα όρια στις κρατικές εγγυήσεις για επενδύσεις στην Κίνα.
Υπενθυμίζεται, επίσης, πως στη σύνοδο κορυφής τους τον Μάιο, οι χώρες της G7 συμφώνησαν να αυστηροποιήσουν τους ελέγχους στις ξένες επενδύσεις των εγχώριων εταιρειών στην Κίνα. Στο μέλλον, οι εταιρείες θα πρέπει να είναι σε θέση να αναφέρουν τις επενδύσεις στην Κίνα στην κυβέρνηση - και να απαγορεύονται από τους πολιτικούς εάν οι κυβερνήσεις βλέπουν ότι θίγονται τα δικά τους συμφέροντα ασφαλείας. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Χάμπεκ (Πράσινοι) έχει ήδη ταχθεί υπέρ ενός τέτοιου «ελέγχου» των ξένων επενδύσεων.
Το θέμα των επενδυτικών περιορισμών λέγεται, σύμφωνα με την Ηandelsblatt, ότι τέθηκε με ανησυχία και από την κινεζική πλευρά στις διακυβερνητικές διαβουλεύσεις. Το ίδιο ισχύει και για τους αναμενόμενους περιορισμούς στη χρήση κινεζικής τεχνολογίας στο γρήγορο δίκτυο κινητής τηλεφωνίας 5G.
Η μεγάλη εικόνα των σχέσεων Γερμανίας -Κίνας: Τι λέει το Ινστιτούτο της γερμανικής Οικονομίας (IW)
Σε δηλώσεις του, επ' αφορμή των γερμανο-κινεζικών διαβουλεύσεων στο Βερολίνο χθες και προχθές, ο οικονομολόγος του Ινστιτούτου της γερμανικής Οικονομίας (IW), Γιούργκεν Μάτες, αποσαφηνίζει γιατί η Κίνα γίνεται ολοένα και λιγότερο αξιόπιστος εταίρος για τη Γερμανία λόγω της στάσης της Κίνας στο ζήτημα της Ουκρανίας αλλά και της Ταϊβάν.
Επίσης, επισημαίνει το γεγονός ότι η γερμανική ρητορική περί μείωσης της οικονομικής εξάρτησης του Βερολίνου από το Πεκίνο δεν συμβαδίζει με την οικονομική πρακτική του Βερολίνου, καθώς ανακοινώνεται νέες γερμανικές επενδύσεις στο Πεκίνο, ενώ αυξάνονται οι κινεζικές εισαγωγές στο Βερολίνο.
Ο Γερμανός οικονομολόγος προτείνει πως η μείωση της εξάρτησης πρέπει να αφορά κρίσιμες πρώτες ύλες, ενώ υποστηρίζει την προστασία κρίσιμων γερμανικών υποδομών.
Πιο αναλυτικά, ο Μάτες επισημαίνει τα εξής τρία σημεία:
1. Η Κίνα γίνεται ολοένα και λιγότερο αξιόπιστος εταίρος για τη Γερμανία
Ήταν ήδη αποδεκτό μεταξύ των εμπειρογνωμόνων και των υπευθύνων χάραξης εμπορικής πολιτικής που ασχολούνταν με την Κίνα πριν από την κορονο -κρίση ότι η προσέγγιση «αλλαγή μέσω του εμπορίου» για την αντιμετώπιση του Πεκίνου είχε αποτύχει, σημειώνει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Αλλά μόνο μετά τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία το ευρύ κοινό, αλλά και οι γερμανικές εταιρείες, κατανόησαν αυτή την αλλαγή στον τρόπο σκέψης.
Η εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο έδειξε σε όλους πόσο εκτεταμένες μπορεί να είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας οικονομικής εξάρτησης σε περίπτωση σύγκρουσης.
Μια γεωπολιτική σύγκρουση με την Κίνα με αμοιβαίες κυρώσεις θα είχε πιθανότατα τουλάχιστον εξίσου σοβαρές επιπτώσεις. Το γεγονός ότι το Πεκίνο πήρε το μέρος του Ρώσου επιτιθέμενου και επίσης οι στρατιωτικές απειλητικές χειρονομίες προς την Ταϊβάν δείχνουν ότι η Κίνα είναι όλο και λιγότερο αξιόπιστος εταίρος και γίνεται όλο και περισσότερο ο αντίπαλος του συστήματος της Δύσης, σύμφωνα με τον Γιούργκεν Μάτες (IW).
2. Δεν συμβαδίζει η γερμανική ρητορική περί λιγότερης εξάρτησης από την Κίνα με την αύξηση των επενδύσεων και των εισαγωγών
Από τη μία πλευρά, όλοι μιλούν σήμερα για τη διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού τους, αλλά κυρίως οι μεγάλες εταιρείες ανακοινώνουν ταυτόχρονα νέες μεγάλες επενδύσεις στην Κίνα, τονίζει ο οικονομολόγος του Ινστιτούτου της γερμανικής Οικονομίας (IW).
Στις εμπορικές στατιστικές φαίνεται ότι οι εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν κατά 1/3 πέρυσι. Η ρητορική της διαφοροποίησης και οι πράξεις δεν φαίνεται ακόμη να συμβαδίζουν. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα να θέλει μια εταιρεία να γίνει λιγότερο εξαρτημένη από την Κίνα και άλλο πράγμα να μπορεί να το κάνει. Εάν μια εταιρεία προμηθεύεται ένα σημαντικό προϊόν από την Κίνα και δεν υπάρχουν εναλλακτικοί προμηθευτές ή μόνο σημαντικά ακριβότεροι, μπορεί να είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγεί από αυτή την εξάρτηση. Ειδικά αν βρίσκεται μία επιχείρηση σε ένα ισχυρό ανταγωνιστικό περιβάλλον και δεν μπορεί να μετακυλήσει το υψηλότερο κόστος στους πελάτες.
Πάντως, ο οικονομολόγος του IW τονίζει πως η αλληλεξάρτηση της γερμανικής οικονομίας με την κινεζική οικονομία δεν είναι συνολικά τόσο μεγάλη όσο πολλοί μπορεί να νομίζουν. Του λόγου το αληθές:
- Μόνο το 3% περίπου των γερμανικών θέσεων εργασίας εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από τις εξαγωγές προς την Κίνα.
- Η προστιθέμενη αξία που εισάγεται από την Κίνα εκτιμάται επίσης ότι αντιπροσωπεύει μόνο περίπου το 3% της συνολικής εγχώριας και ξένης προστιθέμενης αξίας της γερμανικής τελικής κατανάλωσης.
Είναι αλήθεια ότι η Κίνα είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, αλλά η χώρα έχει επίσης πολλούς άλλους - και προοπαντός τη δική της οικονομία, η οποία είναι επίσης σημαντικός προμηθευτής και πελάτης.
Η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική για μεμονωμένες επιχειρήσεις: Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, για παράδειγμα, πραγματοποιούν μεγάλο μέρος του κύκλου εργασιών τους στην Κίνα. Ωστόσο, αυτό αφορά όλο και περισσότερο αγαθά που παράγονται στην Κίνα για την κινεζική αγορά ή για εξαγωγή από την Κίνα κινεζικές και όχι γερμανικές θέσεις εργασίας. Τα συμφέροντα των γερμανικών επιχειρήσεων και της Γερμανίας ως επιχειρηματικού τόπου μπορεί να αποκλίνουν εδώ.
Η Κίνα κατέχει πολύ υψηλό μερίδιο σε μεμονωμένα εισαγόμενα προϊόντα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η γερμανική οικονομία είναι ευάλωτη σε όλους αυτούς τους τομείς.
Η Κίνα, όμως, κατέχει δεσπόζουσα θέση σε σημαντικές πρώτες ύλες. Αυτό είναι επικίνδυνο, για παράδειγμα στην περίπτωση του μαγνησίου και των σπάνιων γαιών, τα οποία χρειαζόμαστε για την ενεργειακή μετάβαση.
Για άλλα προϊόντα, ωστόσο, μπορεί να είναι μη προβληματικό, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του μεγάλου κινεζικού μεριδίου στις εισαγωγές ηλεκτρικών κουβερτών.
Εάν διακοπούν οι εισαγωγές τους, αυτό ελάχιστα θα έβλαπτε τη γερμανική οικονομία.
Για ορισμένες πρώτες ύλες και ορισμένα ενδιάμεσα προϊόντα, από την άλλη πλευρά, μια εμπορική σύγκρουση με την Κίνα θα μπορούσε ενδεχομένως να παραλύσει ολόκληρες βιομηχανίες, τονίζει ο Μάτες.
Για να διαπιστώσει κανείς πόσο ευάλωτη είναι η γερμανική οικονομία, θα έπρεπε να αναλύσει χιλιάδες στοιχεία στις εμπορικές στατιστικές: Σε ποιες εισαγωγές η Κίνα έχει υψηλό μερίδιο, πόσο σημαντικά είναι αυτά τα προϊόντα για τη γερμανική οικονομία και πόσο δύσκολο είναι να αντικατασταθούν σε περίπτωση έλλειψης παραδόσεων; Υπάρχουν άλλοι πιθανοί προμηθευτές ή, στην περίπτωση των χημικών πρώτων υλών, μπορεί ένας παραγωγός στη Γερμανία απλώς να αναλάβει την παραγωγή;
3. Στόχος η μείωση των κρίσιμων εξαρτήσεων σε πρώτες ύλες και η προστασία των κρίσιμων υποδομών
Ο στόχος, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Γιούργκες Μάτες (ΙW) δεν είναι να αποσυνδεθεί η γερμανική οικονομία από την κινεζική οικονομία, αλλά να «μειώσει τους κινδύνους» (σ.σ. να ασκήσει την πολιτική του “Derisking”), δηλαδή να μειώσει συγκεκριμένα οι πραγματικά κρίσιμες εξαρτήσεις, ώστε να προετοιμαστεί για μια πιθανή εμπορική σύγκρουση.
Μια λεπτομερής ανάλυση των εξαρτήσεων από τις εισαγωγές είναι το πρώτο, επειγόντως αναγκαίο βήμα.
Κατ' αρχήν, η απορρόφηση κινδύνου είναι καθήκον των επιχειρήσεων. Αλλά αν, μετά από μια πιο λεπτομερή ανάλυση, διαπιστώσει κανείς ότι οι εταιρείες δεν ενεργούν επαρκώς από αυτή την άποψη, θα πρέπει να κληθεί και η πολιτική. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να εισαγάγει υποχρεώσεις διαφάνειας για τις υψηλές μονομερείς εξαρτήσεις.
Με την υψηλή εξάρτηση της Κίνας από τις πρώτες ύλες, το κράτος είναι επίσης απαραίτητο για τις συνεργασίες πρώτων υλών με άλλες χώρες. Ωστόσο, πρέπει να είναι ξεκάθαρο το εξής: Η σημαντική μείωση των εξαρτήσεων από ορισμένες πρώτες ύλες με την οικοδόμηση εναλλακτικών αλυσίδων εφοδιασμού θα πάρει πολλά χρόνια. Θα είναι ένας μακρύς δρόμος. Αλλά γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι τόσο σημαντικό να κάνουμε τα πρώτα βήματα τώρα και στη συνέχεια να προχωρήσουμε γρήγορα.
Παράλληλα, ο Μάτες επισημαίνει πως η γερμανική κυβέρνηση ήταν επί μακρόν πολύ διστακτική στο ζήτημα της προστασίας των κρίσιμων υποδομών της χώρας όπως φαίνεται, για παράδειγμα, από τη συζήτηση σχετικά με τη συμμετοχή της κινεζικής κρατικής εταιρείας Cosco σε έναν τερματικό σταθμό στο λιμάνι του Αμβούργου, ο οποίος τώρα φαίνεται να ολοκληρώνεται. Όσον αφορά στη λέξη-κλειδί «κρίσιμες υποδομές», ωστόσο, ακόμη πιο σημαντικός είναι ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει η κινεζική εταιρεία Huawei στο τηλεπικοινωνιακό μας δίκτυο 5G. Η ΕΕ ασκεί όλο και μεγαλύτερη πίεση στη Γερμανία για να εγκαταλείψει επιτέλους την πολύ διστακτική της στάση.
Εάν δεν μπορεί να αποκλειστεί τεχνικά ότι το κινεζικό κράτος θα αποκτήσει έμμεσα επιρροή στις κρίσιμες υποδομές της γερμανικής οικονομίας και θα έχει ευκαιρίες για σαμποτάζ ή κατασκοπεία εκεί σε περίπτωση σύγκρουσης, τότε τέτοιες επενδύσεις πρέπει να αποτρέπονται.