Με επενδύσεις για την ενίσχυση της προβλεπτικής της ικανότητας θωρακίζεται σταδιακά η Ελλάδα έναντι της κλιματικής αλλαγής, η οποία έχει μεταξύ άλλων θέσει και τον φιλόδοξο στόχο να αναπτύξει επιστημονικά μοντέλα πρόβλεψης κλιματικών φαινομένων, τα οποία θα είναι πολύ πιο προηγμένα από αυτά που υπάρχουν μέχρι σήμερα σε άλλα κράτη.
Με τον τρόπο αναμένεται να βελτιωθούν ο χρόνος και ο τρόπος ανταπόκρισης στα ακραία καιρικά φαινόμενα, τα οποία θα μπορούν πλέον να προβλέπονται με μεγαλύτερη ακρίβεια και λεπτομερή τοπικό προσδιορισμό. Βασικός πυλώνας της συγκεκριμένης πολιτικής είναι το έργο για την «ανάπτυξη ψηφιακής Εθνικής Βάσης Κλιματικών δεδομένων και προσομοιώσεων σε υψηλή υποκλιμάκωση για τις προστατευόμενες περιοχές της Ελλάδας», το οποίο αποτελεί συνεργασία του Κέντρου Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Κατά την παρουσίαση του έργου την Πέμπτη στην Ακαδημία Αθηνών, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης επεσήμανε ότι η παγκόσμια κλιματική πολιτική είναι για την ώρα αναποτελεσματική και δεν προβλέπεται στα επόμενα χρόνια να αυξηθεί σημαντικά η αποτελεσματικότητά της, και ως εκ τούτου χρειάζεται να προετοιμαστούμε και να αντιμετωπίσουμε μία σειρά από αλλαγές και καταστροφές οι οποίες με μαθηματική βεβαιότητα θα συμβαίνουν όλο και χειρότερα τα επόμενα 30-40 χρόνια.
«Για το ποια θα είναι η έκβαση (οικονομική, κοινωνική και πολιτική )αυτών των καταστροφών, η Βαλένθια στέλνει ένα πρώτο μήνυμα. Δημοσιονομικά, η Ευρώπη, ο πλανήτης δεν είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την κλιματική κρίση», σημείωσε ο υπουργός και πρόσθεσε ότι η Ευρώπη έχει θέσει εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους και έχει αναλάβει το μερίδιο που της αναλογεί με την ελπίδα ότι θα κινητοποιήσει και τον υπόλοιπο πλανήτη. «Η ελπίδα αυτή ως τώρα δεν έχει αποδώσει τους καρπούς που η Ευρώπη περίμενε και οι πιθανότητες σήμερα και για κάποια χρόνια να επιταχυνθεί η κλιματική πολιτική είναι πολύ μικρές, συνεπώς καλείται να πληρώσει ταυτόχρονα και το κόστος της πράσινης μετάβασης και το κόστος της προσαρμογής στο καινούριο κλίμα. Δημοσιονομικά αυτό δεν είναι εφικτό», τόνισε ο υπουργός. Αναλύοντας περαιτέρω, σημείωσε ότι δύο πράγματα είναι απαραίτητα να γίνουν για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις. Το πρώτο είναι οι ευρωπαϊκές πολιτικές να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα και το δεύτερο να προετοιμαστούμε για την κλιματική κρίση με μεγαλύτερη προσοχή και αποτελεσματικότητα.
«Τα στατιστικά του παλαιού κλίματος δεν είναι πλέον χρήσιμα για να σχεδιάσουμε τις πολιτικές για το καινούριο κλίμα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη νομοθεσία όταν δεν ξέρουμε την πραγματική περιοδικότητα ενός φαινομένου», εξήγησε ο κ. Σκυλακάκης. Κατά συνέπεια, απαιτείται το καλύτερο κλιματικό μοντέλο που μπορεί να προσφέρει σήμερα η επιστήμη και αυτό γιατί η Ελλάδα λόγω του ανάγλυφού της παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη δυσκολία πρόβλεψης. Ωστόσο, η κλιματική πρόβλεψη είναι αυτή η οποία θα υποδείξει τις επενδύσεις που πρέπει να γίνουν στην ανθεκτικότητα.
«Η πρόβλεψη της περιοχής και του ύψους μπορεί να είναι η διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο σε ένα μεγάλο φαινόμενο», υπογράμμισε ο υπουργός ενώ ανέφερε ότι η ακρίβεια της πρόβλεψης μπορεί να συντελέσει και στη μείωση των εσφαλμένων κινητοποιήσεων. «Ο τρόπος για να είμαστε πιο αποτελεσματικοί είναι να χρησιμοποιούμε τα χρήματά μας με βάση τα πραγματικά φαινόμενα που περιμένουμε με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια από ό,τι στην προηγούμενη φάση, επιτρέπει να κάνουμε καλύτερες επενδύσεις για την κλιματική ανθεκτικότητα», σημείωσε ο υπουργός.
«Είναι η πρώτη φορά που η Πολιτεία αποφασίζει να επενδύσει χρήματα στην προβλεπτική της ικανότητα», είπε ο κ. Σκυλακάκης και εκτίμησε ότι τα στοιχεία που θα προκύψουν από την υλοποίηση του συγκεκριμένου έργου θα χρησιμεύσουν για την απόκτηση στατιστικών στοιχείων (μέσα στα επόμενα 50 χρόνια) ενώ επεσήμανε ότι ένας συνδυασμός κλιματικών μοντέλων και στατιστικών στοιχείων θα αποτελούσε το ιδανικό εργαλείο.
Τα δεδομένα και οι τάσεις – Η πρακτική χρήση του έργου
Η κλιματική αλλαγή μεταβάλλει τα δεδομένα και ανατρέπει τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία. Για παράδειγμα, κατά την παρουσίαση της ψηφιακής Εθνικής Βάσης Κλιματικών Δεδομένων Υψηλής Ανάλυσης αναφέρθηκε ότι το παραλιακό μέτωπο της Αθήνας δεν είναι πια απρόσβλητο όσον αφορά στις πολύ υψηλές θερμοκρασίες ενώ σε ό,τι αφορά στις βροχοπτώσεις, προβλέπεται να μειωθούν κυρίως στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο, ωστόσο η ένταση των ακραίων βροχοπτώσεων και φαινομένων γενικότερα, θα αυξηθεί.
Οι τάσεις θέρμανσης, τόσο των επιφανειακών υδάτων όσο και της ατμόσφαιρας πάνω από την ξηρά, τις τελευταίες δεκαετίες στη Μεσόγειο, σε σχέση με τη προβιομηχανική περίοδο, συνεχίζουν να είναι αυξητικές. Παράλληλα, οι τάσεις θέρμανσης αναμένεται να είναι ακόμη υψηλότερες στο ηπειρωτικό τμήμα της Ελλάδας κατά τους θερινούς μήνες.
Όπως επισημάνθηκε, σε τοπική κλίμακα, οι κλιματικοί δείκτες και τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν είναι δυνατόν να προσομοιωθούν, με ακρίβεια, από τα παγκόσμια κλιματικά μοντέλα, κυρίως λόγω της αδυναμίας περιγραφής της τοπογραφίας και των δυναμικών και μικροφυσικών διεργασιών των νεφών. Και μάλιστα, ακόμη και σε ανάλυση πλέγματος της τάξης 10×10 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που χρησιμοποιείται συνήθως για την πρόγνωση του καιρού, τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν προσομοιώνονται ικανοποιητικά. Οι διαθέσιμες παγκόσμιες κλιματικές προγνώσεις είναι στην κλίμακα περίπου των 100×100 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ως εκ τούτου, η υποκλιμάκωση αυτών, κάτι που επιχειρείται μέσω του συγκεκριμένου έργου, καθίσταται αναγκαία, προκειμένου να προσαρμοστούν τα αποτελέσματα των παγκόσμιων κλιματικών μοντέλων στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας, η οποία διαθέτει εξαιρετικά πολύπλοκο ανάγλυφο.
Παράλληλα, δεδομένου ότι στα αστικά κέντρα παρατηρούνται ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες και ότι το πεδίο του ανέμου επηρεάζεται, σε μεγάλο βαθμό, από την τοπογραφία και την αστική δόμηση των πόλεων (αυξάνοντας έτσι την πολυπλοκότητα της τοπογραφίας), οι προβλέψεις των μοντέλων δεν είναι τόσο ακριβείς. Ως εκ τούτου, η υλοποίηση του έργου αποσκοπεί στη μείωση αυτών των αβεβαιοτήτων. Και αυτό, διότι τα αποτελέσματα της υποκλιμάκωσης προσδιορίζουν, με μεγαλύτερη ακρίβεια, τις περιοχές που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ακραίων φαινομένων, όπως επίσης και την ακριβέστερη αποτύπωση του πεδίου του ανέμου σε τοπικό επίπεδο.
Όπως επισημάνθηκε κατά την παρουσίαση του έργου, στόχος είναι να αναπτυχθεί ένα αντικειμενικό επιστημονικό εργαλείο προτεραιοποίησης των πολιτικών και έργων υποδομής που πρέπει να γίνουν για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Τα ευρήματα θα είναι πολύ χρήσιμα σε μία σειρά από πολιτικές, που στόχος είναι να γίνουν επιστημονικά αποτελεσματικές και κατά συνέπεια δημοσιονομικά και οικονομικά αποτελεσματικές. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η πολεοδομική πολιτική, η πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά και αύξησης της ανθεκτικότητας στον αστικό ιστό, η αντιπλημμυρική πολιτική, η αντιμετώπιση, η πρόβλεψη και η υλοποίηση έργων για τη λειψυδρία. Παράλληλα, σε δεύτερο χρόνο, τα ευρήματα θα χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη πολιτικών συναφών με πολεοδομικά ζητήματα, ενέργεια και ύδατα.