Χωρίς να έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς τα ευρωπαϊκά κονδύλια και οι υποδομές για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, οδεύει η ΕΕ προς τους στόχους για την κλιματική ουδετερότητα το 2050. Από το 2014-2027 διατέθηκαν 32 δισ. ευρώ για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή αλλά, σύμφωνα με σχετική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, αν και τα περισσότερα έργα που υλοποιήθηκαν ενίσχυαν την ικανότητα προσαρμογής, περί το 40 % είχαν ελάχιστη αν όχι καμία επιρροή.
Βασικός παράγοντας αδυναμίας στοχευμένων επενδύσεων και αξιολόγησης της προόδου που καταγράφεται είναι οι ετερόκλητες ή συχνά ελλιπείς στρατηγικές που χρησιμοποιούν τα ευρωπαϊκά κράτη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την μέτρηση των αποτελεσμάτων. Όπως σημειώνει το ΕΕΣ, ενώ το πλαίσιο της ΕΕ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι άρτιο, οι πολιτικές προσαρμογής συναντούν προβλήματα όταν εφαρμόζονται στην πράξη.
Ωστόσο, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, οι οικονομικές επιπτώσεις τείνουν να καταστούν δυσθεώρητες. Την τελευταία δε δεκαετία, οι οικονομικές απώλειες λόγω ακραίων κλιματικών φαινομένων στην ΕΕ ανέρχονταν κατά μέσο όρο ετησίως στα 26 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ποσό δυσανάλογο σε σχέση με τα κεφάλαια που επενδύονται για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
«Η αδράνεια έχει και αυτή το τίμημά της: η έκθεση της ενωσιακής οικονομίας, ως έχει σήμερα, στο φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5 έως 3 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα –μια συντηρητική μάλιστα εκτίμηση– θα σήμαινε ετήσιες οικονομικές απώλειες μεταξύ 42 και 175 δισ. ευρώ», αναφέρει το ΕΕΣ.
Τι δείχνουν τα στοιχεία
Για τη σύνταξη της έκθεσης, το κλιμάκιο ελέγχου του ΕΕΣ εξέτασε τις πολιτικές προσαρμογής της Γαλλίας, της Εσθονίας, της Αυστρίας και της Πολωνίας. Παρά το γεγονός ότι τις έκρινε σε γενικές γραμμές συνεπείς με τη σχετική ενωσιακή στρατηγική, δεν λείπουν οι περιπτώσεις παρωχημένων επιστημονικών δεδομένων, όπως και οι υποεκτιμήσεις ή παραλείψεις του κόστους των μέτρων προσαρμογής. Η μεταφορά των ενωσιακών και των εθνικών πολιτικών προσαρμογής στους τοπικούς κανόνες είναι δύσκολη διαδικασία. Παρόλο που η ΕΕ θεωρεί ότι «το τοπικό επίπεδο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της προσαρμογής», από έρευνα που πραγματοποίησε το κλιμάκιο του ΕΕΣ σε 400 δήμους των ελεχθέντων κρατών μελών διαπίστωσε ότι, σε μεγάλο βαθμό, όσοι απάντησαν στην έρευνα δεν γνώριζαν τις στρατηγικές και τα σχέδια προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, ούτε χρησιμοποιούσαν τα εργαλεία προσαρμογής που τους παρείχε η ΕΕ (πλατφόρμα Climate-ADAPT, Copernicus και Σύμφωνο των Δημάρχων της ΕΕ).
Πάνω από τα μισά έργα που ελέγχθηκαν πρότειναν αποτελεσματικές λύσεις για την αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής, ενώ δεν ήταν λίγες και οι ορθές πρακτικές που εντοπίστηκαν. Το κλιμάκιο συνάντησε επίσης περιπτώσεις αλληλοσυγκρουόμενων προτεραιοτήτων, με τους στόχους της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή να πρέπει να συνυπάρχουν με άλλους, όπως η ανταγωνιστικότητα ή η περιφερειακή ανάπτυξη. Εντόπισε, για παράδειγμα, έργα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες αυξημένης άρδευσης και που κινδύνευαν να μεγεθύνουν τη συνολική κατανάλωση νερού, ή ένα έργο αντιπλημμυρικής προστασίας στην ίδια ζώνη κινδύνου όπου εκδίδονταν ακόμη άδειες για την κατασκευή νέων κατοικιών. Βρήκε ακόμη και δύο έργα που μπορεί να οδηγήσουν σε στρεβλή προσαρμογή, δηλαδή σε αύξηση της ευπάθειας ή της έκθεσης στην κλιματική αλλαγή, αντί για τη μείωσή της. Ως παραδείγματα στρεβλής προσαρμογής μπορούν να αναφερθούν η προώθηση της άρδευσης υδροβόρων καλλιεργειών αντί της στροφής σε άλλες, που δεν απαιτούν τόσο νερό, ή οι επενδύσεις σε κανόνια τεχνητού χιονιού που εγγυώνται την εξοικονόμηση ενέργειας αντί της έμφασης σε τουριστικές δραστηριότητες που δεν έχουν συγκεκριμένο εποχικό χαρακτήρα. Επιπλέον, ορισμένα έργα, όπως η αναπλήρωση της άμμου σε παραλίες, δεν προσφέρουν παρά μια βραχυπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα της προσαρμογής.
Ως προς τη χρηματοδότηση, επισημαίνεται ότι η προσαρμογή είναι οριζόντιο ζήτημα και τα σχετικά ενωσιακά κονδύλια προέρχονται από διάφορες χρηματοδοτικές πηγές, όπως η γεωργία, η συνοχή και η έρευνα. Δυσχεραίνεται έτσι η παρακολούθησή της. Οι αναφορές σχετικά με την προσαρμογή πρέπει να βελτιωθούν: σύμφωνα με το κλιμάκιο ελέγχου, τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιτρέπουν την αξιολόγηση της προόδου που σημειώνουν τα κράτη μέλη ως προς την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, καθώς οι αναφορές είναι κατά κόρον περιγραφικές, χωρίς να περιέχουν ποσοτικοποιήσιμα δεδομένα.
«Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το πλαίσιο προσαρμογής σε επίπεδο ΕΕ ήταν ορθό, αλλά ότι υπήρχαν αδυναμίες και κενά κατά την εφαρμογή του στην πράξη. Οι εκθέσεις δεν περιλαμβάνουν κοινούς δείκτες για τη μέτρηση της προόδου προς την επίτευξη ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή έως το 2050, επομένως προσδίδουν ελάχιστη αξία όσον αφορά την παρακολούθηση της προόδου και τη στήριξη των μελλοντικών αποφάσεων πολιτικής. Υπάρχουν προκλήσεις όσον αφορά την παρακολούθηση της χρηματοδότησης που σχετίζεται με την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, γεγονός που δυσχεραίνει την αξιολόγηση του αντικτύπου της. Από τα 36 έργα του δείγματός μας, 19 συνέβαλαν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των κλιματικών κινδύνων, 13 είχαν μικρό ή μηδενικό αντίκτυπο στην προσαρμοστική ικανότητα και δύο ενδέχεται να οδηγήσουν σε στρεβλή προσαρμογή. Λόγω αυτών των αδυναμιών, υπάρχει κίνδυνος η πολιτική και η δράση της ΕΕ για την προσαρμογή να μη συμβαδίζουν με την κλιματική αλλαγή. Αυτό θα επηρέαζε αρνητικά την ικανότητα της ΕΕ να επιτύχει ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή έως το 2050», αναφέρει το ΕΕΣ.
Οι προτάσεις του ΕΕΣ για την ενωσιακή χρηματοδότηση για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή
Για την εξασφάλιση της μελλοντικής βιωσιμότητας της ενωσιακής χρηματοδότησης για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, το ΕΕΣ προτείνει η Επιτροπή α) να παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τις δράσεις που σχετίζονται με την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και να υποδεικνύει στα κράτη μέλη παραδείγματα έργων που οδηγούν σε στρεβλή προσαρμογή, β) να ενισχύει την προώθηση μακροπρόθεσμων λύσεων για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή για όλα τα ενωσιακώς χρηματοδοτούμενα έργα και να αξιολογεί την ανάγκη για προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που αναφέρονται σε μελλοντικές κλιματικές συνθήκες, γ) να προτείνει κατευθυντήριες γραμμές για την εξασφάλιση της ανθεκτικότητας των γεωργικών επενδύσεων στην κλιματική αλλαγή και να εξετάσει νέες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τα μέτρα στον τομέα της δασοκομίας, ώστε να αποτρέπεται η χρηματοδότηση δασών μονοκαλλιέργειας.