Ο Μίλαν Κούντερα αρεσκόταν να παραφράζει τη μαρξιστική ρήση ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», λέγοντας ότι «η αισιοδοξία είναι το όπιο του λαού». Αν μη τι άλλο, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει αυτή την περίοδο την κυβέρνηση για έλλειψη αισιοδοξίας, ιδίως σε ό,τι αφορά την επόμενη μέρα μετά τη λήξη του προγράμματος, με τον κ. Τσίπρα να οραματίζεται «καθαρή έξοδο» από το Μνημόνιο.
Πού και πού, όμως, η πραγματικότητα αποτελεί αντίβαρο στην αισιοδοξία. Εν προκειμένω, πέραν του κ. Τσίπρα, και στις Βρυξέλλες μελετούν τα σενάρια της επόμενης μέρας, με τη βασική ιδέα να έχει ήδη πέσει επί τάπητος και να χαρακτηρίζεται ως μια «υβριδική» έξοδος από το Μνημόνιο. Μέχρι πρότινος, τα σενάρια ήταν τρία: η απόλυτα καθαρή έξοδος από το Μνημόνιο, ένα τέταρτο πρόγραμμα που θα έχει τη μορφή του σημερινού ή ένα νέου τύπου πρόγραμμα, το οποίο θα είναι σε προαιρετική βάση και θα θυμίζει, λίγο έως πολύ, την περίπτωση αυτού που είχε προσφερθεί στην κυβέρνηση Σαμαρά το 2014. Για πολιτικούς λόγους, είτε των Ευρωπαίων είτε της ελληνικής κυβέρνησης, κανένα από τα παραπάνω σενάρια δεν ήταν άκρως ελκυστικά. Υπό αυτό το πρίσμα, εξετάζεται αυτή η λεγόμενη «υβριδική» έξοδος από το Μνημόνιο, όπου η Ελλάδα θα έχει πρόσβαση στις χρηματαγορές, αλλά τα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα είναι συνδεδεμένα με την υλοποίηση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων. Έτσι, θα υπάρχει και το λεγόμενο conditionality, έστω και σε πιο χαλαρό βαθμό σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και αυστηρός έλεγχος επί των ελληνικών πραγμάτων, στο πλαίσιο της post-programme αξιολόγησης.
Ένα τέτοιο σενάριο είναι, αν μη τι άλλο, πολιτικά βολικό για την κυβέρνηση, μιας και η ρητορική της περί εξόδου από το Μνημόνιο θα μπορεί να σταθεί, τουλάχιστον σε επίπεδο αφηγήματος, από τη στιγμή που θα απουσιάζει το μνημονιακό πλαίσιο όπως το γνωρίζουμε και η ανταλλαγή χρηματοδότησης με μεταρρυθμίσεις από την πλευρά μας. Και, φυσικά, από τις αρχές του 2018 και, εφόσον έχει ολοκληρωθεί ομαλά και η τρίτη αξιολόγηση, όπως όλοι σχεδόν προεξοφλούν, τότε θα ξεκινήσει και η συζήτηση για τον χρόνο των πολιτικών εξελίξεων, με την κυβέρνηση να «ορίζει» σε έναν βαθμό τη μοίρα της, με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν σημαντικά πολιτικά ορόσημα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν από μόνα τους σε πολιτικές εξελίξεις.
Όλα αυτά, όμως, σε επίπεδο αφηγήματος και μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού. Γιατί, στην πράξη ο επικεφαλής του γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Παναγιώτης Λιαργκόβας έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τη συνέχεια, κατά τη συζήτηση του προσχεδίου του προϋπολογισμού. «Στο επόμενο διάστημα, θα ήταν κρίσιμο να ενταχθεί στην γενικότερη συζήτηση η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και οριστική διευθέτηση του Χρέους. Η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα. Η κυβέρνηση αλλά και ευρύτερα το πολιτικό σύστημα, θα πρέπει να χαρτογραφήσουν τις πραγματικές διαστάσεις της εξόδου στις αγοράς ώστε, να μην δημιουργούνται προσδοκίες για το τέλος κάθε πολιτικής προσαρμογής», υπογράμμισε με νόημα ο κ. Λιαργκόβας. Άλλωστε, το κόστος δανεισμού είναι κάτι που αποτελεί ευρύτερα στοιχείο προβληματισμού, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη επίσης να εκτιμά πως προσπάθεια πλήρους εξόδου στις αγορές με επιτόκια της τάξης του 5% θα είναι σαν να πυροβολεί κανείς τα πόδια του.
Ο κ. Λιαργκόβας, όμως, έθεσε ένα ακόμα αναγκαίο προαπαιτούμενο-αυτό της ταχύτερης προώθησης ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων-και ο νοών νοείτω: «Απαιτείται ήδη και θα απαιτηθεί περισσότερο τους επόμενους μήνες ισχυρή πολιτική βούληση για να ξεπεραστούν οι αντιστάσεις στην προσαρμογή, μερικές από τις οποίες είναι κατανοητές, όμως, άλλες αλλαγές προσκρούουν σε αντιδράσεις οργανωμένων ομάδων πίεσης και υπακούν σε παλαιοκομματικές λογικές. Για παράδειγμα, όπως οι αντιστάσεις κατά των αξιολογήσεων στο δημόσιο, η απόπειρα παρεμπόδισης πρωτοποριακών εφαρμογών στις μεταφορές και οι πολυεπίπεδες τριβές στα βάθη του κρατικού μηχανισμού για τις αποκρατικοποιήσεις. Έτσι δεν θα σπαταληθούν οι πολύχρονες θυσίες των Ελλήνων πολιτών και θα επιτευχθούν συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης και δημοσιονομικής σταθερότητας που όλοι θέλουμε», τόνισε ο επικεφαλής του γραφείου προϋπολογισμού χαρακτηριστικά.