Με υψηλότερες πληρότητες κινήθηκαν τα ελληνικά ξενοδοχεία το πρώτο οκτάμηνο του έτους, επιβεβαιώνοντας τις προσδοκίες για μια νέα χρονιά ρεκόρ στον τουρισμό. Την ίδια στιγμή βέβαια, ο κλάδος φαίνεται να επιβαρύνεται δυσανάλογα σε σχέση με τον ανταγωνισμό, λόγω φορολογίας ενώ αγκάθι στην περαιτέρω εξέλιξή του παραμένει και η δυσκολία ανεύρεσης προσωπικού.
Ισχυρές επιδόσεις το δεκάμηνο του 2024
Ενδεικτική της πορείας του κλάδου το 2024 αποτελεί η πληρότητα των καταλυμάτων η οποία, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) διαμορφώθηκε σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με πέρυσι, το διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου - Οκτωβρίου. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσαν οι δύο πιο ισχυροί μήνες της σεζόν, Ιούλιος και Αύγουστος, όπου οι πληρότητες παρέμειναν σχεδόν στα ίδια επίπεδα – σταθερά στο 83% τον Ιούλιο και στο 88% από 86% τον Αύγουστο - εμφανίζοντας σημάδια κορεσμού.
Η όποια στασιμότητα όμως καλύφθηκε από την σημαντική άνοδο που παρατηρήθηκε στα άκρα της σεζόν, γεγονός που αναμενόταν βάσει της ανόδου της επιβατικής κίνησης από αέρος. Για παράδειγμα, τον Σεπτέμβριο, η πληρότητα ανήλθε στο 84% έναντι 79% του 2023 ενώ τον Οκτώβριο το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώθηκε στο 64% από 55% πέρυσι. Αντίστοιχα το τρίμηνο Μαρτίου – Μαΐου παρατηρήθηκε ενίσχυση των πληροτήτων, με τον Απρίλιο να κυμαίνεται στο 50% αντί 44% του 2023.
Ανοδικά και η μέση τιμή
Πέρα από την αύξηση των πληροτήτων, ανοδικά κινήθηκε και η μέση τιμή δωματίου καθ ’όλη την διάρκεια του πρώτου δεκαμήνου, φτάνοντας φυσικά στο peak της τον Αύγουστο. Τον πιο δυνατό μήνα της σεζόν η μέση τιμή δωματίου ανήλθε στα 187 ευρώ, έναντι 153 ευρώ το 2023, καταγράφοντας αύξηση 22%.Σε επίπεδο διάμεσης τιμής, τον Αύγουστο αυτή ανήλθε στα 164,7 ευρώ, σημαντικά αυξημένη κατά 46% από τα 112,5 ευρώ του 2023.
Αντίστοιχα, κατά την διάρκεια του α’ τριμήνου του έτους, καταγράφηκαν εκτιμήσεις για αύξηση της τιμής πώλησης δωματίου κατά 10%, ενώ τον Ιούλιο, η διάμεσος τιμή από τα 115,3 ευρώ ανήλθε στα 138,2 και τον Σεπτέμβριο έφτασε τα 130 ευρώ από 100 ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2023.
Πολλαπλασιάζονται τα πεντάστερα
Στην προαναφερθείσα καλή πορεία συνέβαλε και το γεγονός ότι τα ξενοδοχεία στις υψηλότερες κατηγορίες αυξάνονται, με το 24% του ξενοδοχειακού δυναμικού της Ελλάδας να φέρει πλέον 4 και 5 αστέρια. Ειδικά στα πεντάστερα μάλιστα, η αύξηση που καταγράφεται από την προπανδημική εποχή μέχρι σήμερα φτάνει το 30%.
Παρά την αύξηση βέβαια, το 79% των ξενοδοχείων είναι δυναμικότητας έως 50 δωματίων, με την επικεφαλής του ΙΤΕΠ, Κωνσταντίνα Σβύνου να επισημαίνει ότι οι μικρές ξενοδοχειακές μονάδες συνθέτουν ακόμα και σήμερα τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
Βαρίδι η φορολογία και οι ελλείψεις προσωπικού
Σε αυτό το περιβάλλον βέβαια και παρά τις ανοδικές επιδόσεις, τα ξενοδοχεία δηλώνουν συγκρατημένα αισιόδοξα, καθώς, όπως εξηγούν, επιβαρύνονται δυσανάλογα σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.
Για την ακρίβεια, όπως επισημάνθηκε σε ανάλυση του ΙΤΕΠ, μια διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο της Ελλάδας επιβαρύνεται με 16,5 ευρώ, λόγω της επιβολής του τέλους ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση και του τέλους διαμονής παρεπιδημούντων, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτό το ποσό ο ΦΠΑ.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μόνο στο Παρίσι καταγράφεται υψηλότερο το σχετικό ποσό, που διαμορφώνεται σε 22,76 ευρώ ανά διανυκτέρευση.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ), ο συντελεστής του ΦΠΑ στη διαμονή, ο οποίος διαμορφώνεται στο 13% στην Ελλάδα, είναι ο υψηλότερος στην Ευρώπη, με τη Γαλλία να ακολουθεί στο 10% και την Ελβετία να έχει τον χαμηλότερο, στο 3,7%.
Βάσει δε των όσων ανέφερε η διευθύντρια του ΞΕΕ Αγνή Χριστίδου, κατά τη διάρκεια της 12ης Γενικής Συνέλευσης του Επιμελητηρίου, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης Xenia, ο ξενοδοχειακός είναι ο κλάδος με τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
«Διαπιστώνουμε την ευκολία στο να είναι το ξενοδοχείο το μόνιμο υποζύγιο βαρών που δεν του αναλογούν» σημείωσε από πλευράς του ο Πρόεδρος του ΞΕΕ, Αλέξανδρος Βασιλικός σημειώνοντας ότι η υπερφορολόγηση του ελληνικού ξενοδοχειακού κλάδου «ροκανίζει την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος.
Πέρα από αυτό βέβαια, μείζον ζήτημα για τους ξενοδόχους αποτελεί και η έλλειψη προσωπικού σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η Κωνσταντίνα Σβύνου, πρόεδρος του ΙΤΕΠ. Βάσει αυτών, το α’ τρίμηνο του 2024, το 34% των ξενοδόχων δήλωσε ότι δεν μπορούσε να καλύψει τις θέσεις εργασίας στην επιχείρησή του. Το. πρόβλημα είναι εντονότερο δε στην Κεντρική Ελλάδα (εξαιρουμένης της Αττικής), όπου το ποσοστό των κενών θέσεων διαμορφωνόταν στο 47,7%. Αντίστοιχα υψηλό είναι το ποσοστό βέβαια και στα νησιά του Βορείου Αιγαίου (45,4%), στην Πελοπόννησο (34,8%) και στην περιφέρεια Μακεδονίας - Θράκης (34%).