Για δεύτερη φορά κατά τη διάρκεια της θητείας του που ξεκίνησε στις αρχές του 2017 θα βρίσκεται από σήμερα ως και την Παρασκευή στην Αθήνα ο Γερμανός Πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ μετά της συζύγου του, με την εμπέδωση της αρμονικής ελληνογερμανικής συνεργασίας, αλλά και το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων θα βρίσκονται στο προσκήνιο.
Ο κ. Στάινμαϊερ είναι πλέον καλός γνώστης των ελληνικών δεδομένων, μιας και έχει επισκεφθεί τη χώρα μας τόσο ως υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας σε μια δύσκολη συγκυρία όσο και ως Ομοσπονδιακός Πρόεδρος, λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Η έλευσή του, συνεπώς, είναι ένα μήνυμα ότι οι σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας, παρά το ότι πέρασαν σημαντική κρίση κατά τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Με αυτό το δεδομένο, ο κ. Στάινμαϊερ θα δει την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία, ήτοι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη. Στο πλαίσιο του ταξιδιού του, επίσης, θα επισκεφθεί το στρατόπεδο συγκέντρωσης επί Κατοχής στο Χαϊδάρι, θα αναγορευτεί επίτιμος Διδάκτορας της Νομικής Σχολής Αθηνών, ενώ, ακόμα, θα ταξιδέψει με τον κ. Παυλόπουλο στην Καλαμάτα, όπου θα αναγορευτεί επίτιμος δημότης, ενώ θα επισκεφθεί και τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης και θα συναντήσει νέους που δραστηριοποιούνται στον χώρο των start-ups.
Η επίσκεψη του Ομοσπονδιακού Προέδρου στην Αθήνα, πάντως, συμπίπτει και με τη συζήτηση που θα γίνει στη Βουλή αναφορικά με τις πολεμικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο. Hεν λόγω συζήτηση προγραμματίζεται να γίνει στην Ολομέλεια μάλλον τον Νοέμβριο, επί τη βάσει της έκθεσης που είχε συντάξει διακομματική επιτροπή και είχε παρουσιαστεί σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής το 2016. Η εν λόγω έκθεση στηριζόταν, με τη σειρά της, σε έκθεση ομάδας εργασίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και σε άλλη έκθεση ομάδας εργασίας από το ΓΛΚ, με το ύψος των προς διεκδίκηση αποζημιώσεων να προσδιορίζεται περί τα 270 δις ευρώ (269.547.995.854 ευρώ το ακριβές ποσό), ενώ σε λίγο πάνω από 10 δις ευρώ προσδιορίζοταν το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο. Συνυπολογιζομένων των τόκων, μπορεί να γίνει λόγος και για ποσό άνω των 300 δις ευρώ.
Βεβαίως, στο πόρισμα της διακομματικής επιτροπής που έμεινε μέχρι αυτή την περίοδο στα συρτάρια της Βουλής για προφανείς λόγους διπλωματικών ισορροπιών, γίνεται λόγος για διεκδίκηση δια της διπλωματικής οδού, πριν την επιλογή μιας δικαστικής προσφυγής. Παράλληλα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλος έχει χαρακτηρίσει τις αποζημιώσεις «νομικά ενεργές, δικαστικά επιδιώξιμες και όχι παραγεγραμμένες». Βεβαίως, η ελληνική πλευρά είναι σαφές ότι έχει αφήσει στην άκρη το ζήτημα. Στο ζήτημα είχε αναφερθεί και ο κ. Τσίπρας προ μηνός από την Κάνδανο των Χανίων, παραπέμποντας στη συζήτηση στη Βουλή ως αφετηρία για τις περαιτέρω ελληνικές κινήσεις.
Το ερώτημα, βέβαια, παραμένει ποιες είναι αυτές οι κινήσεις και μέχρι πού μπορεί η ελληνική πλευρά να φτάσει. Διότι, η γερμανική πλευρά θεωρεί την εν λόγω συζήτηση, αλλά και τις διεκδικήσεις, περαιωμένες εδώ και δεκαετίες και δεν μπαίνει, ούτε δημοσίως ούτε ιδιωτικώς, σε διαπραγμάτευση επί του ζητήματος. Με αυτό το δεδομένο, είναι σαφές ότι, αν η ελληνική πλευρά πραγματικά επιδιώκει να ανοίξει τη συζήτηση, τότε θα πρέπει να ζητήσει από τη Γερμανία την εκκίνηση διαπραγματεύσεων για τις πολεμικές επανορθώσεις. Πηγές από το Βερολίνο, βέβαια, εκτιμούν ότι και μια τέτοια κίνηση θα συναντήσει τη γερμανική άρνηση. Και τότε, εφόσον έχουμε φτάσει ως εκεί, η ελληνική πλευρά θα έχει μια τελευταία επιλογή, δεδομένου ότι η οδός της διπλωματίας θα έχει αποτύχει: την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Είναι σαφές, όμως, ότι, σε αυτό το ενδεχόμενο, οι ελληνογερμανικές σχέσεις θα ξαναμπούν επί μακρόν «στον πάγο».