Στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο κόστος στέγασης βάσει στοιχείων της Eurostat (για το 2021), που επικαλείται σε σχετική του έρευνα το Πανελλαδικό Δίκτυο E-Real Estates. Η αύξηση των ενοικίων συσσωρευτικά από το 2018 έως και σήμερα κυμαίνεται από 37,2% έως και 42,1% αν πρόκειται για κατοικίες κατάλληλες για οικογένεια. Υψηλότερες αυξήσεις των ζητούμενων μισθωμάτων καταγράφονται κυρίως σε ακίνητα μικρότερης επιφάνεια.
Το κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτιναχθεί σε τέτοια επίπεδα που αγγίζει το 60%-70% ενός μέσου μηνιαίου μισθού, ενός αν πρόκειται για κατοικία κατάλληλη για οικογένεια, το σύνολο ενός «καλού» μισθού. Πλέον, μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας αναγκάζεται να κάνει περικοπές ακόμη και σε βασικές ανάγκες του. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 76,9% των ενοικιαστών, εφόσον πληρώσουν τα έξοδα του σπιτιού, κάνει περικοπές ή λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τρίτους.
Στην Ελλάδα το υψηλότερο ποσοστό υπερφόρτωσης του κόστους στέγασης (2021)
Όπως σημειώνει ο κ. Μπάκας, πρόεδρος του δικτύου, με τις τιμές των κατοικιών και τα ενοίκια να αυξάνονται, το κόστος της στέγασης μπορεί να είναι επιβάρυνση. Αυτό μπορεί να μετρηθεί με το ποσοστό υπερφόρτωσης του κόστους στέγασης, το οποίο δείχνει το μερίδιο του πληθυσμού που ζει σε ένα νοικοκυριό όπου το συνολικό κόστος στέγασης αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Στην ΕΕ το 2021, το 8,1% του πληθυσμού ζούσε σε ένα τέτοιο νοικοκυριό.
Τα υψηλότερα ποσοστά υπερφόρτωσης κόστους στέγασης παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα (28,8%), τη Δανία (15,5%), την Ολλανδία (12,5%), τη Βουλγαρία (11,6%) και τη Γερμανία (10,7%).
Στην 23η θέση οι ενοικιαστές στην Ελλάδα σε κατοικία με μειωμένη τιμή ενοικίου ή δωρεάν στο σύνολο των 27 χωρών της Ευρώπης
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στη χώρα μας μόλις το 5,6% των ενοικιαστών διαμένουν σε κατοικία που το κόστος μίσθωσης είναι μειωμένο σε σχέση με την ελεύθερη αγορά ενοικίων ή διαμένουν δωρεάν. Η Ελλάδα από την 21η θέση το 2020, έπεσε δυο θέσεις στη κατάταξη του πίνακα για το έτος 2021. Στη 1η θέση με το υψηλότερο ποσοστό των ενοικιαστών που καταβάλλουν μειωμένο ενοίκιο ή/και διαμένουν δωρεάν είναι η Γαλλία με 21%, ενώ τη πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν, η Σλοβενία με 19,8%, η Ιρλανδία με 17,2%, η Κύπρος με 16,4% και η Φιλανδία με 14,8%.
Στην 4η θέση η Ελλάδα με το ποσοστό του πληθυσμού που δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά να διατηρήσει το σπίτι του επαρκώς ζεστό
Σύμφωνα με την έρευνα, η Ελλάδα κατατάσσεται 4η (από την 6η θέση το 2019) στο πίνακα των χωρών της Ευρώπης όπου το 17,5% του συνόλου του πληθυσμού το 2021 δεν μπορούσε να διατηρήσει το σπίτι του επαρκώς ζεστό, όταν το αντίστοιχο τέτοιο μέσο ποσοστό πληθυσμού στην Ευρώπη δεν ξεπερνούσε το 6,9% . Στη 1η θέση βρίσκεται η Βουλγαρία με το ανάλογο ποσοστό να αγγίζει το 23,7%, ενώ ακολουθούν η Λιθουανία με 22,5%% και η Κύπρος με 19,4%. «Αξίζει να επισημάνουμε ότι η Ελλάδα, αποτελεί τη μόνη χώρα από τις πέντε πρώτες χώρες του πίνακα που καταγράφει αύξηση το 2021 στα ποσοστά της, σε αντίθεση με την Βουλγαρία, Λιθουανία και τη Κύπρο. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι ληξιπρόθεσμοι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος άνω των 45 ημερών έχουν αυξηθεί σε ποσοστό 45% από 20% στην προ κρίσης περίοδο, που σημαίνει ότι σχεδόν ένας στους δύο καταναλωτές δυσκολεύεται ή αδυνατεί να πληρώσει τον λογαριασμό ρεύματος ακόμη και μετά την επιδότηση. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές καταναλωτών προς τους παρόχους με βάση τους υπολογισμούς της ΡΑΕ ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ», σημειώνει ο κ. Μπάκας.
Σύμφωνα με την σχετική ανάλυση, ο πληθωρισμός, η αύξηση του κόστους κατασκευής που πιέζει αυξητικά τις τιμές πώλησης, η αύξηση των επιτοκίων στεγαστικών δανείων, η ραγδαία αύξηση των ενοικίων, το κόστος ενέργειας, η αύξηση των τιμών στα βασικά αγαθά, συρρικνώνει τα διαθέσιμα εισοδήματα των εν δυνάμει αγοραστών που θα στόχευσαν στη κάλυψη της στεγαστικής τους ανάγκης μέσω αγοράς κατοικίας, ενώ παράλληλα, επηρεάζουν άμεσα το κόστος διαβίωσης.
«Οι οικονομικές προκλήσεις στη παγκόσμια κοινότητα καθώς και στη χώρα μας βρίσκονται προ των πυλών και απαιτούνται άμεσα διευρυμένες πολιτικές στέγασης, πολιτικές με στόχο την αναχαίτιση του κόστους την επόμενη ημέρα και τη προσβασιμότητα σε αγορά κατοικίας, αλλά, παράλληλα και πολιτικές με υλοποίηση 2-3 ετών, που θα στοχεύουν στην εξάλειψη ιδίων δεδομένων στο μέλλον, καθώς και μέτρα που θα «προστατεύουν» την ιδιοκτησία υπό συνθήκες μη υγιούς οικονομικού περιβάλλοντος.
Η παροχή της στέγης αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας και υπάγεται στον τομέα της κρατικής κοινωνικής πολιτικής», καταλήγει το στέλεχος της κτηματαγοράς.