Αφού ξεκαθαρίσαμε ότι η Ελλάδα θα στήριζε ένα τέτοιο αίτημα από ένα κράτος-μέλος που θα μπορούσε να το βάλει με αξιόπιστα επιχειρήματα στο τραπέζι, ας επιχειρήσουμε να δώσουμε στο θέμα την πραγματική του (επί της παρούσης) διάσταση. Και να απαντήσουμε στο απλό ερώτημα: Θα συνέφερε την Ελλάδα μία παράταση σήμερα;
Τα δεδομένα έχουν ως εξής. Στους κόλπους της ΕΕ η οικονομία της Ελλάδας διανύει περίοδο πρωτοφανώς λαμπρή. Στην πρόσφατη επίσκεψή μου στις Βρυξέλλες, ομολογώ ότι ενίοτε δεν πίστευα όσα θετικά άκουγα σε μέρη από τα οποία σε πρόσφατες εποχές έβγαινες και αισθανόσουν από αδικημένος έως ντροπιασμένος. Οι τρέχουσες επιδόσεις της χώρας αποτελούν case study τόσο ισχυρό, ώστε πολλοί να την φέρουν ως παράδειγμα σε κοινά Γάλλων ή Γερμανών (για την ακρίβεια… συχνά αποφεύγουν να το κάνουν για λόγους τακτ, γνωρίζοντας ότι όλα ξεκίνησαν από τα δανεικά που οι εταίροι μας εγγυήθηκαν και τα «απεχθή μνημόνια» που ημιεφαρμόσαμε). Σε όρους Ταμείου Ανάκαμψης, σήμερα τα κράτη μέλη έχουν εκταμιεύσει -όχι και διαθέσει κατ’ ανάγκη- 221 δισεκατομμύρια ευρώ, το 30% των συνολικών κονδυλίων. Η επίδοση της Ελλάδας ξεπερνά το 40%. Το επίσημο scoreboard των κρατών μελών θα ανακοινωθεί στις 18 Φεβρουαρίου. Θα ήταν συνεπώς από οξύμωρο έως περίεργο η Ελλάδα να πρωταγωνιστούσε σε μία συζήτηση περί παράτασης η οποία μάλιστα απαιτεί ομοφωνία των 27 για να εγκριθεί.
Υπάρχει και ένα δεύτερο δεδομένο. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδίασε τη λειτουργία του Ταμείου ως μέσο αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας και με κριτήριο τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων κρίσιμων αναπτυξιακών έργων πέρα από τον κυβερνητικό κύκλο κάθε χώρας ή τις επιθυμίες του κάθε νέου υπουργού ή γραμματέα. Το Ταμείο δεν αποτελεί εργαλείο επιδοτήσεων και δεν μπορεί να στηρίξει έργα χαμηλής ωρίμανσης. Αντιστοίχως, συνεπώς, τα έργα των εθνικών πλάνων ανάκαμψης (πρέπει να) είναι προσαρμοσμένα στα χαρακτηριστικά του. Για να μην πολυλογούμε, ούτε η ίδια η Επιτροπή δε θα στήριζε σήμερα μία πρόταση παράτασης.
Τι θα συνέφερε την Ελλάδα;
Με την στρεβλή παραδοσιακή πολιτική προσέγγιση, κάποιος θα έλεγε ότι μια παράταση τώρα θα συνέφερε τη χώρα. Προσωπικά, θεωρώ ότι αυτό θα έδειχνε αδυναμία σε μία περίοδο που οι μισές Βρυξέλλες έχουν ισχυρά επιχειρήματα να θεωρούν την ελληνική οικονομία bullish και τις -τουλάχιστον βραχυπρόθεσμες- προοπτικές της εξαιρετικές. Οφείλουμε, λοιπόν, να παραμείνουμε στις υψηλές θέσεις του scoreboard με το εθνικό πλάνο που καταθέσαμε και πρόσφατα ανανεώσαμε.
Και να διακινδυνεύσουμε να χαθούν κονδύλια; εύλογα θα ρωτούσε κανείς. Προσωπική μου άποψη είναι ότι δε θα χαθούν.
Αν στο τέλος του 2025 ή στις αρχές του 2026, η Ελλάδα χρειάζεται παρατάσεις για να ολοκληρώσει συγκεκριμένα έργα (π.χ. οδικούς άξονες, σιδηροδρομικές υποδομές), ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ούτε και το Συμβούλιο πρόκειται να αντιδράσουν ιδιαίτερα. Η Επιτροπή αξιολογώ μάλιστα ότι θα αντιδράσει θετικά εξαρχής καθώς θα κρίνεται η επιτυχία του δικού της project. Αν όμως από τώρα η Ελλάδα πρωταγωνιστήσει σε συζητήσεις παράτασης, αυτό θα γίνει στο πλαίσιο συμμαχίας με κράτη-μέλη που περισσότερο θέλουν να καταρτίσουν σχεδόν εξαρχής τα αποτυχημένα εθνικά πλάνα τους κυρίως για πολιτικούς λόγους. Στην παρούσα φάση, η χώρα δεν έχει λόγο να το πράξει ειδικά στο προσκήνιο. Έχει κάθε λόγο να πιέσει κάθε είδους μικρά και μεγαλύτερα -καλώς ή κακώς εννοούμενα- εσωτερικά συμφέροντα να ολοκληρωθεί το τρέχον εθνικό της πλάνο.
Και τέλος, δύο αντιδημοφιλείς «Βρυξελλιώτικες» παρατηρήσεις, με εύλογη όμως βάση. Όποια εθνικά αιτήματα για αλλαγές στο Ταμείο Ανάκαμψης δεν μπορεί παρά να εντάσσονται στην ευρύτερη συζήτηση για το νέο κοινοτικό προϋπολογισμό και επομένως να ξεκινήσουν την επόμενη χρονιά. Και όποια έργα «δυσφορούν» στη λίστα των εθνικών πλάνων ανάκαμψης, μπορούν να περάσουν στα ΕΣΠΑ. Εντάξει, structural funds είναι ο όρος, όχι ΕΣΠΑ, αλλά βοηθά στην εσωτερική μας κατανόηση.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.