Σήμερα η ΕΚΤ, κατά κοινή εκτίμηση των οικονομικών αναλυτών, αλλά και σύμφωνα με τις πρόσφατες δηλώσεις των μελών του Συμβουλίου της, θα προχωρήσει σε νέα αύξηση των επιτοκίων για την Ευρωζώνη.
Η «στάση» αυτή μία ημέρα μετά την «παύση» -προσωρινά- της διαδρομής αύξησης των επιτοκίων από την Fed, μοιάζει να διαφοροποιεί την ΕΚΤ από την αμερικανική νομισματική πολιτική.
Αυτό δεν θα ήταν ακριβές να το υποστηρίξει κανείς, καθώς η ΕΚΤ αγωνίζεται να... προλάβει την Fed η οποία έχει ήδη ανεβάσει τα επιτόκια στο 5% - 5,25%, με την Ευρωζώνη να βρίσκεται σχεδόν δύο μονάδες πίσω.
Κυρίως όμως έχει να κάνει με την προσπάθεια της ΕΚΤ να στηρίξει την συναλλαγματική ισοτιμία του Ευρώ που έχει χάσει σε δύο περίπου χρόνια το 18% - 20% της «αξίας» του σε πραγματική αγοραστική δύναμη.
Πέραν όμως αυτού οι κινήσεις των δύο κεντρικών τραπεζών έχουν να κάνουν με ένα διαφορετικό πραγματικό «πεδίο» μέσα στο οποίο συσχετίζονται τόσο όσο αφορά τους στόχους όσο και τα αποτελέσματα της πολιτικής τους.
Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην Ευρωζώνη, στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει εισαγάγει -και επιχειρεί να εφαρμόσει - εδώ και δύο χρόνια μια «νέα» στρατηγική στο πλαίσιο του αποκαλούμενης «Νέας Συναίνεσης της Ουάσιγκτον», η εφαρμογή της οποίας στην οικονομική πολιτική είναι η προώθηση του περιβόητου νόμου για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού υπό το ακρωνύμιο IRA.
Η στρατηγική αυτή δεν στερείται οικονομικής «θεωρητικής θεμελίωσης» και έχει τη λογική της στην βάση μιας παραλλαγής της οικονομικής παρέμβασης από την πλευρά της προσφοράς.
Θα αφήσουμε εδώ την κα Γέλεν να περιγράψει το δια ταύτα αυτής της στρατηγικής: «Η οικονομική στρατηγική της κυβέρνησης Μπάιντεν αγκαλιάζει, αντί να απορρίπτει, τη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα μέσω ενός συνδυασμού βελτιωμένων κινήτρων που βασίζονται στην αγορά και άμεσων δαπανών που βασίζονται σε εμπειρικά αποδεδειγμένες στρατηγικές. Για παράδειγμα, ένα πακέτο κινήτρων και εκπτώσεων για καθαρή ενέργεια, ηλεκτρικά οχήματα και απαλλαγή από τον άνθρακα θα δώσει κίνητρα στις εταιρείες να πραγματοποιήσουν αυτές τις κρίσιμες επενδύσεις». Κατά την Goldman Sachs η «στρατηγική» αυτή θα δώσει στις ΗΠΑ το πλεονέκτημα ενός κύματος επενδύσεων της τάξης των 2 τρισ. δολάρια μέσα στην δεκαετία.
Σύμφωνα με την θέση της κας Γέλεν που είναι και ο εισηγητής του οικονομικού σκέλους της «Νέας Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» με την τη φορολόγηση των εταιρειών τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και μέσω διεθνών συμφωνιών επιχειρείται να σταματήσει η φορο-αποφυγή και άλλες τεχνικές εταιρικής φορο-αποφυγής, που είχε αφήσει ελεύθερα η κυβέρνηση Τραμπ και με τα έσοδα αυτά θα χρηματοδοτηθεί εν μέρει ο IRA...
Στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
Αυτό που δεν λέει η κα Γέλεν, αλλά είναι «κοινό μυστικό», είναι ότι η χρηματοδοτική αυτή εκστρατεία στήριξης των επενδύσεων μέσω του IRA, στοχεύει να εξισορροπήσει τις μη αξιολογημένες προς το παρόν συνέπειες της ασφυκτικής πίεσης που έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται – προκειμένου να απομακρυνθεί η απειλή μιας νέας κρίσης χρέους – μέσω της «νομισματικής ποσοτικής σύσφιξης» από την πλευρά της Fed, όσο αυτή προσπαθεί να ξαναβάλει το... θηρίο του πληθωρισμού πίσω στο κλουβί. Και εδώ τα μεγέθη μετριούνται με τρισ. δολάρια αλλά με... αρνητικό πρόσημο.
Με απλά λόγια, είναι μια γιγάντια επιχείρηση στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής, για να δώσει τον χρόνο και τον χώρο στην Fed να προσπαθήσει να αποκτήσει και πάλι τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής.
Δηλαδή να υπερασπισθεί τον ρόλο και την ισχύ, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο του δολαρίου...
Με αυτά τα «δεδομένα» κατά συνέπεια, θα ήταν ανεπαρκές να επιχειρεί να «μαντέψει» κανείς την πολιτική και τις κινήσεις της FED όσον αφορά τα επιτόκια χωρίς να «βλέπει» συνολικά το... γήπεδο, στο οποίο παίζεται αυτό το παιχνίδι σε συνεργασία με την κυβέρνηση και τις βασικές στρατηγικές στο πεδίο αυτό.
Αν αυτή είναι μία σωστή προσέγγιση, τότε θα ήταν πολύ ορθό να θέσει κανείς δύο κρίσιμα ερωτήματα.
Το ένα είναι αν η «Νέα Συναίνεση της Ουάσιγκτον» είναι επαρκής στρατηγική και αν μπορεί να πετύχει τον στόχο της, από τον οποίο θα εξαρτηθεί και η αποτελεσματικότητα της Fed, τόσο έναντι του πληθωρισμού όσο και σε υποστήριξη του δολαρίου.
Το δεύτερο ερώτημα είναι το ποιες είναι οι στρατηγικές επιλογές της Ευρωζώνης απέναντι στις διεθνείς συνέπειες της εφαρμογής αυτής της στρατηγικής στις ΗΠΑ, ειδικά στην Ευρώπη. Και βέβαια αν υπάρχει κάποια συζήτηση στην Ευρωζώνη που να ασχολείται με το θέμα αυτό, από το οποίο θα εξαρτηθεί προφανώς και η τύχη του Ευρώ.
Για το πρώτο ερώτημα η συζήτηση στις ΗΠΑ έχει αρχίσει. Και ήδη υπάρχουν υπολογιστικά «δεδομένα» που επιτρέπουν κάποιες αρχικές προβλέψεις, αλλά αυτά θα μπορούσαμε να τα δούμε σε επόμενα σημειώματα στο Οικονογράφημα.
Για το δεύτερο ερώτημα, το Οικονογράφημα όσο και αν... έψαξε, δεν κατάφερε να βρει παρά κάποια ελάχιστα σημαντικά ψήγματα συζητήσεων μεταξύ στελεχών “Think Tank” στην Φρανκφούρτη και στο Παρίσι.
Όχι στις Βρυξέλλες...
Γ. Αγγέλης
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΟΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.