Ο πληθυσμός της Ελλάδας στην μεταπολεμική περίοδο έχει αυξηθεί σημαντικά και παράλληλα έχει γεράσει ταχύτατα.
Στην ίδια αυτή περίοδο ο πληθυσμός μας έχει περιορίσει τη γονιμότητα του και έχει αυξήσει κατά 15 έτη περίπου τον μέσο προσδόκιμο χρόνο ζωής του, εξ ου και η προοδευτική του γήρανση.
Είναι γεγονός πως ο ελληνικός πληθυσμός με το πέρασμα του χρόνου έχασε τη νεανική του δομή και απέκτησε τα χαρακτηριστικά ενός γερασμένου πληθυσμού. Μάλιστα η Δυτική Ελλάδα και η Ανατολική Μακεδονία διεκδικούν τα σκήπτρα των πιο γερασμένων περιοχών της χώρας, ενώ το ποσοστό των Ελλήνων που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα των 65+ (21,5%) είναι από τα υψηλοτέρα στην ΕΕ.
Η μείωση του μόνιμου πληθυσμού μέχρι το 2050 δεν αναμένεται να ανακοπεί, καθώς η πορεία της είναι μη αναστρέψιμη. Ειδικότερα μέχρι το 2035 ο πληθυσμός μας θα κυμανθεί από 10,4 έως 9,5 εκατ. έναντι 10,9 εκατ. το 2015, μειωμένος δηλάδή μέχρι και 1,4 εκατ. κατοίκους σε απόλυτες τιμές (12,4% σε σχέση με το 2015).
Το ισοζύγιο γεννήσεων -θανάτων προβλέπεται αρνητικό για την επόμενη 30ετία, καθώς ο πληθυσμός των άνω των 65 ετών θα αυξάνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα την αύξηση των θανάτων. Αντιθέτως, ο αριθμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (25 40 ετών) θα μειώνεται, με αποτέλεσμα την περιορισμένο αριθμό των γεννήσεων ακόμη και στην περίπτωση που η γονιμότητά τους αυξηθεί στο μέλλον.
Το 2035 το ποσοστό των Ελλήνων άνω των 65 ετών στον συνολικό πληθυσμό αναμένεται να φτάσει στο 27,9% (από 20,9% το 2015), ενώ οι άνω των 85 ετών από 2,8% του γενικού πληθυσμού που αντιστοιχούσαν το 2015 θα διπλασιαστούν σχεδόν και θα φτάσουν στο 4,5%.
Αντίθεται τα ποσοστά των νέων (από 14 έως και 18 ετών) θα περιοριστούν στο 11,0% - 12,4% για τους πρώτους και στο 14,2%- 15,8% για τους δεύτερους αντίστοιχα.
Είκοσι χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 2050 το ποσοστό των άνω των 65 ετών αναμένεται να κυμανθεί από 33,1% έως 30,3% και των άνω των 85 ετών από 4,9% έως και 6,5%.
Η γυναίκα και η οικογένεια
«Για την κυβέρνηση, η επίλυση του δημογραφικού περνά μέσα από ενιαίες, μακροπρόθεσμες πολιτικές, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις ακαδημαϊκές αναλύσεις, αλλά δεν εξαντλούνται σε αυτές. Από την πρώτη μέρα διακυβέρνησης, άλλωστε, κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία ενός επιτελικού φορέα σε κεντρικό επίπεδο, επιφορτισμένου με τον ρόλο της χάραξης, του συντονισμού και της παρακολούθησης των διατομεακών αυτών πολιτικών, οι οποίες
σχετίζονται με μία σειρά μέτρων τόσο στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, όσο και της ισότητας των φύλων» επισημαίνει στο insider.gr η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αρμόδια για τη Δημογραφική Πολιτική και την Οικογένεια, Μαρία Συρεγγέλα.
«Στον νέο εργασιακό νόμο, για παράδειγμα, περιλαμβάνεται μία σειρά διατάξεων που στηρίζουν την εναρμόνιση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, όπως είναι η θέσπιση αδειών πατρότητας και πρόβλεψη άδειας και για τις γυναίκες που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα και επιθυμουν να πραγματοποιήσουν εξωσωματική γονιμοποίηση».
Στο μεταξύ, η συνεχής αύξηση της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία θα συμβάλει και αυτή στην αύξηση του ποσοστού της ατεκνίας, καθώς τμήμα των γυναικών των νεότερων γενεών που αποφασίζει να φέρει στον κόσμο ένα πρώτο παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία από ότι οι προγενέστερες γενεές δεν θα μπορέσει, ακόμη και αν το επιθυμεί να το πράξει, καθώς η βιολογική ικανότητα σύλληψης μειώνεται ταχύτατα μετά τα 35 έτη.
Το μοντέλο της οικογένειας με περιορισμένο αριθμό παιδιών τείνει να κυριαρχήσει και στη χώρα μας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε καμία χώρα της Ε.Ε. ο Συγχρονικός ΔείκτηςΓονιμότητας δεν υπερβαίνει τα δύο παιδιά/γυναίκα, ενώ ταυτόχρονα οι νεότερες γενεές φέρνουν στον κόσμο λιγότερα παιδιά από τις μητέρες τους.
Συνεπώς, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στη δημιουργία κινήτρων για την απόκτηση πρώτου και δεύτερου παιδιού, καθώς η απόκτηση περισσοτέρων των δύο παιδιών για ευρύτατα στρώματα του νεανικού πληθυσμού στη χώρα μας σήμερα, είναι ανεπιθύμητη και ταυτόχρονα, ακόμη και αν το επιθυμούν, ανέφικτη.
«Δημογραφική Πολιτική, Οικογένεια και Ισότητα των Φύλων διαπλέκονται με το σύνολο σχεδόν των πολιτικών του κράτους σε μία προσπάθεια όσες και όσοι επιθυμούν, και όποτε επιθυμούν, να κάνουν παιδιά νιώθοντας πως έχουν την απόλυτη στήριξη της πολιτείας» τονίζει η κα Συρεγγέλα.
«Βραδυφλεγής βόμβα» για υγεία και συντάξεις
Η ποσοστιαία μείωση του πληθυσμού στις αποκαλούμενες παραγωγικές ηλικίες και η δυσανάλογη αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων, θέτουν σε
άμεσο κίνδυνο, εκτός των άλλων και τη χρηματοοικονομική βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, καθώς και του συστήματος υγείας.
Οι συντάξεις και οι παροχές υγείας ενός διαρκώς αυξανόμενου αριθμού ατόμων θα καλύπτονται από τις εισφορές και τους φόρους που καταβάλλονται από ένα συνεχώς μειούμενο αριθμό εργαζομένων. Είτε βασίζονται στο διανεμητικό είτε στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, τα συνταξιοδοτικά προγράμματα είναι εξ ίσου ευάλωτα στις δημογραφικές εξελίξεις.
Η βιωσιμότητα ειδικότερα του διανεμητικού συστήματος, επηρεάζεται από τη δυσμενή μεταβολή της σχέσης δικαιούχων (συνταξιούχων) και συνεισφερόντων (εργαζομένων), ενώ το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι ιδιαίτερα ευάλωτο στις χαμηλές αποδόσεις συνεπεία της δημογραφικής γήρανσης.
Χαρακτηριστικά, ενώ το 2021 η αναλογία ενεργών ασφαλισμένων προς συνταξιούχους είναι 2,67:1, έως το 2045 προβλέπεται να μειωθεί σε 1,60:1.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της EUROSTAT, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων στην Ελλάδα (πληθυσμός ηλικίας 65+ προς πληθυσμό ηλικίας 20-64) αυξάνεται από 37,9 το 2019, σε 68,2 το 2050 και στη συνέχεια μειώνεται σε 65,2 το 2070.
Επίσης το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση, για τους άνδρες, αναμένεται να αυξηθεί από 79,0 το 2019 σε 86,4 το 2070 και για τις γυναίκες από 84,3 το 2019 σε 90,3 το 2070. Το προσδόκιμο ζωής της ηλικίας 65 ετών των ανδρών αναμένεται να αυξηθεί από 18,8 το έτος βάσης σε 23,9 στο τέλος της περιόδου προβολής, ενώ για τις γυναίκες από 21, 8, σε 26,7. Το προσδόκιμο ζωής των 65 ετών αποτελεί σημαντικό