Στο 7% «κλειδώνει» σύμφωνα με πληροφορίες η δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού, λαμβάνοντας υπόψη τα επίπεδα του πληθωρισμού, την αντοχή των επιχειρήσεων αλλά και τον κίνδυνο ενός πληθωριστικού σπιράλ που μπορεί να τροφοδοτήσει μια πιο γενναία αναπροσαρμογή του.
Η εισήγηση του ΚΕΠΕ προς τον υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη αφορούσε μια περιοχή μεταξύ 4% και 6%, ενώ το επικρατέστερο κυβερνητικό σενάριο ήθελε τον μισθό να διαμορφώνεται σε επίπεδα μεταξύ 6% και 8%, δηλαδή από 703 έως 716 ευρώ.
Ωστόσο η πρόταση που φαίνεται να κερδίζει έδαφος τα τελευταία 24ωρα κάνει λόγο για αύξηση 7% που θα διαμορφώσει τις βασικές αποδοχές στα 710 ευρώ.
Πρόκειται για την δεύτερη αύξηση μέσα σε 5 μήνες, με στόχο να υπάρξει αύξηση του εισοδήματος κυρίως των ευάλωτων νοικοκυριών που έρχονται αντιμέτωπα με το ισχυρό κύμα ακρίβειας. Ήδη από την Πρωτοχρονιά ισχύει ο νέος αυξημένος κατώτατος μισθός κατά 2% (663 ευρώ μεικτά).
Το σκεπτικό της κυβέρνησης είναι η νέα αύξηση (7%+2%) να τονώσει το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και κυρίως των χαμηλότερα αμειβόμενων, ενώ απώτερος σκοπός της είναι να συμπαρασύρει προς τα πάνω και τα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια στον ιδιωτικό τομέα, ώστε να υπάρξει ένα γενικευμένο ντόμινο μισθολογικών αυξήσεων.
Άλλωστε το κύμα ακρίβειας και ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες σε συνδυασμό με την στασιμότητα των εισοδημάτων απειλεί την αγοραστική δύναμη πολλών νοικοκυριών. Ειδικά με πληθωρισμό στο 8,9% τον Μάρτιο, ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης, είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός.
Όπως άλλωστε εξηγεί ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης «μετά από μια χρονιά ύφεσης 9%, πέρυσι αποφασίστηκε συμβολική αύξηση 2% από 1ης Ιανουαρίου 2022, η οποία μαζί με το όφελος από την μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών φτάνει μέχρι και πάνω από 500 ευρώ ετησίως για τους χαμηλόμισθους. Τώρα έχει προηγηθεί μια χρονιά κατά την οποία υπήρξε αύξηση του ΑΕΠ κατά 8%. Θα ληφθεί υπόψη αυτό. Θα ληφθεί επίσης υπόψη η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας από τη μια πλευρά και από την άλλη η ανάγκη προστασίας των εργαζόμενων, ιδιαίτερα στις δύσκολες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί διεθνώς και θα πάρουμε μια απόφαση η οποία θα οδηγεί σε αυτό που έχει προαναγγείλει ο πρωθυπουργός, μια σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού».
Η πρόταση των εργοδοτών και οι «αστερίσκοι» των θεσμών
Περιορισμένη σε εύρος και συνδυασμένη με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θέλουν οι εργοδότες τη νέα αύξηση των κατώτατων αποδοχών που θα ισχύσει σε λίγες ημέρες.
Υπενθυμίζεται πως συστάσεις για... αυτοσυγκράτηση σε ότι αφορά το ύψος της αύξησης απηύθυναν και οι εκπρόσωποι των θεσμών στο τελευταίο ραντεβού πουείχαν στην χώρα μας. Οι ευρωπαίοι εμπειρογνώμονες απέφυγαν να αναφερθούν σε ποσοστά, αλλά σημείωσαν τη ανάγκη να αποφευχθούν οι υπερβολές.
Σύσσωμη η εργοδοτική πλευρά ασκεί πίεση προκειμένου να υιοθετηθεί η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1,5 μονάδα, παράλληλα με την αύξηση που θα κινείται μεταξύ 3% και 5%. Υψηλότερη αύξηση θα επιφέρει, κατά την άποψή τους, πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, καθώς θα αύξήσει το μη μισθολογικό κόστος και μάλιστα σε μια συγκυρία που είναι εξαιρετικά αυξημένο και το λειτουργικό κόστος (λόγω των ανατιμήσεων στην ενέργεια).
Τόσο ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), όσο και ο ΣΕΤΕ και ο ΣΒΕ επισημαίνουν στα υπομνήματά τους πως μια υψηλότερη αύξηση θα δημιουργήσει κλυδωνισμούς στην αγορά, ενώ και η ΓΣΕΒΕΕ με την ΕΣΕΕ προτάσσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ποιους αφορά η αύξηση
Ο κατώτατος μισθός αφορά συχνότερα τις γυναίκες από τους άνδρες, καθώς περίπου μία στις τρεις αμείβεται με αποδοχές ίσες ή χαμηλότερες των 663 ευρώ (28,8%), όταν το αντίστοιχο μερίδιο των ανδρών δεν ξεπερνά το 13,7%. Σχεδόν με διπλάσια συχνότητα αμείβονται οι γυναίκες από τους άνδρες με αποδοχές χαμηλότερες των 730 ευρώ, ενώ η «ψαλίδα» μειώνεται στην κατηγορία κάτω των 795 ευρώ.
Η σχέση της ηλικίας με τις κατώτατες αποδοχές φαίνεται να έχει μορφή αντεστραμμένης καμπάνας. Οι νεότεροι αμείβονται συχνότερα με χαμηλότερες αποδοχές, οι μισοί με χαμηλότερες ή ίσες του κατώτατου μισθού, ενώ σχεδόν επτά στους δέκα βρίσκονται κάτω από τα 795 ευρώ μικτά τον μήνα.
Λιγότερο πιθανό να επηρεαστούν από αλλαγές στον κατώτατο μισθό είναι οι μισθωτοί ηλικίας 35-44 ετών και 45-54 ετών, καθώς μόλις 16% περίπου αμείβονται με αποδοχές χαμηλότερες ή ίσες του κατώτατου. Από την άλλη μεριά, οι μισθωτοί άνω των 65 ετών, αμείβονται με τον κατώτατο με την ίδια περίπου συχνότητα που ισχύει για την ομάδα 25-34 ετών.
Η εκπαίδευση έχει επίσης ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση των αποδοχών. Οι απόφοιτοι επαγγελματικής εκπαίδευσης σε αναλογία περίπου 4 στους 10 αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ή και με χαμηλότερες αποδοχές, ενώ 7 στους 10 δεν ξεπερνούν τα 795 ευρώ μηνιαίως.
Οι μισθωτοί στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, δασοκομία) αμείβονται συχνότερα με τον κατώτατο μισθό ή χαμηλότερες αποδοχές. Οπότε, περίπου 7 στους 10 αναμένεται να επηρεαστούν από τυχόν μεταβολή του. Ακολουθεί ο τριτογενής τομέας των υπηρεσιών, στον οποίο περιλαμβάνεται και ο τουρισμός, όπου πάνω από 2 στους 10 αμείβονται με 663 ευρώ ή λιγότερα.
Από την άλλη πλευρά, ο δευτερογενής τομέας μοιάζει να είναι λιγότερο ευαίσθητος, καθώς μόλις 4 στους 10 αναμένεται να επηρεαστούν από αλλαγές στον κατώτατο μισθό. Επομένως, οι μισθωτοί στον πρωτογενή τομέα πρωτίστως και ακολούθως στον τριτογενή τομέα είναι πιο ευαίσθητοι στις μεταβολές του κατώτατου.