Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 5.000 ευρώ θα τιμωρείται στο εξής όποιος παρεμποδίζει εργαζόμενους να εισέλθουν στο χώρο εργασίας τους, σε περίπτωση απεργίας.
Αυτό προβλέπει το εργασιακό νομοσχέδιο που αναμένεται να τεθεί μέσα στις επόμενες ώρες σε δημόσια διαβούλευση. Πλέον όποιος ασκεί σωματική ή ψυχολογική βία εις βάρος εργαζομένων ή συμμετέχει σε κατάληψη χώρων εργασίας ή εισόδων, ιδίως κατά τη διάρκεια απεργίας, θα τιμωρείται με πρόστιμα ή και φυλάκιση. Σε περίπτωση υποτροπής, τα όρια διπλασιάζονται.
Η σχετική διάταξη συμπληρώνεται το άρθρο 93 του Ν.4808/2021, έτσι ώστε εκτός από τις αστικές να προβλέπονται και ποινικές ευθύνες στην παρεμπόδιση της εργασίας.
«Θεσπίζουμε ως ποινικό αδίκημα την παρεμπόδιση της εισόδου μιας εταιρείας από συνδικαλιστικές δράσεις. Εάν οι εργαζόμενοι θέλουν να απεργήσουν θα απεργούν. Εάν οι εργαζόμενοι όμως θέλουν να δουλέψουν θα δουλέψουν. Δια της βίας δεν θα εμποδίζεται κανένας για τίποτα. Ούτε για να μην απεργήσει, ούτε για να απεργήσει» τόνισε σε πρόσφατες δηλώσεις του ο υπουργός Εργασίας, Άδωνις Γεωργιάδης.
Σε άλλη διάταξη του νομοσχεδίου προβλέπεται η απαγόρευση της απόλυσης εργαζομένου, επειδή άσκησε τα νομικά του δικαιώματα. Σε περίπτωση απόλυσης, οι εργοδότες θα πρέπει να δικαιολογούν πλήρως και γραπτώς στον εργαζόμενο τους λόγους απόλυσής του, χωρίς αυτοί οι λόγοι να συνδέονται με την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων και τη διεκδίκηση αυτών από πλευράς των εργαζομένων.
Ο νόμος Χατζηδάκη
Για πρώτη φορά με το νόμο Χατζηδάκη προβλέφθηκε η υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος στην εργασία για τους εργαζόμενους που δεν απεργούν.
Ειδικότερα, αναφορικά με την υποχρέωση γνωστοποίησης απεργίας και στάσεων εργασίας, ισχύει, πλέον, ότι η προειδοποίηση της εργοδοτικής πλευράς θα πρέπει να είναι έγγραφη και να επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή.
Όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που κηρύσσουν απεργία, υποχρεούνται να προστατεύουν το δικαίωμα των εργαζομένων που δεν απεργούν, να προσέρχονται και να αποχωρούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα από την εργασία τους και να παρέχουν αυτή, χωρίς εμπόδιο και ιδίως, χωρίς την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος τους.
Εάν παραβιαστούν αυτά, η απεργία μπορεί να διακοπεί με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ενώ υπαίτια παραβίασή της γεννά αστική ευθύνη της αρμόδιας συνδικαλιστικής οργάνωσης και των υπαίτιων μελών του διοικητικού της συμβουλίου.