Σε ασκήσεις «ισορροπίας» επιδίδεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης σε ότι αφορά το σκέλος της περαιτέρω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών.
Παρότι στο κυβερνητικό πρόγραμμα υπάρχει πρόβλεψη για μείωση εισφορών κατά μία ακόμα ποσοστιαία μονάδα (0,5% το 2025 και 0,5% το 2027), τα νούμερα δεν βγαίνουν, καθώς κάθε μία ποσοστιαία μονάδα μείωσης αντιστοιχεί σε περίπου 400 εκατ. ευρώ μείωση εσόδων για τον ΕΦΚΑ, η οποία επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.
Προκειμένου λοιπόν να μην διαταραχθεί η δημοσιονομική ισορροπία, οι επικεφαλής των υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Εργασίας προσπαθούν να καταρτίσουν ένα σχέδιο αναπλήρωσης της απώλειας εσόδων που συνεπάγεται η νέα μείωση.
«Τα τελευταία χρόνια έχουμε μειώσει κατά 5 μονάδες τις ασφαλιστικές εισφορές, πράγμα το οποίο ήταν πολύ σημαντικό. Έχουμε δεσμευτεί για μία μονάδα περαιτέρω, αλλά δεν σας κρύβω ότι και εμάς μας προβληματίζει» επισήμανε η υπουργός Εργασίας, Δόμνα Μιχαηλίδου.
«Με το επιτελείο το οικονομικό του Πρωθυπουργού και με το υπουργείο Οικονομικών κοιτούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Πρόκειται για ένα κομμάτι που κοιτούμε, αλλά πρέπει να το δούμε με έναν βιώσιμο τρόπο, γιατί είναι μια δυστυχώς πολύ ακριβή άσκηση, το να διασφαλίσεις ότι οι συνταξιούχοι του αύριο θα έχουν μία σύνταξη».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο υφυπουργός Εργασίας, Πάνος Τσακλόγλου, ο οποίος σε πρόσφατες δηλώσεις του υποστήριξε πως «ο κανόνας της δημοσιονομικής σταθερότητας, προφανώς πρέπει να διατηρηθεί ως κόρη οφθαλμού και σε όποιες μελλοντικές μειώσεις υπάρξουν στις ασφαλιστικές εισφορές».
«Δεδομένης της πίεσης για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, οποιαδήποτε μείωση των εισφορών (εργαζόμενου ή/και εργοδότη) θα χρειαστεί να συνδυαστεί με επιδότηση από το κράτος, μέσα από προτεραιοποίηση της συγκεκριμένης δαπάνης σε περίπτωση εύρεσης δημοσιονομικού χώρου» αναφέρει στην έκθεσή του για τον κατώτατο μισθό το ΙΟΒΕ.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπάνω, το Ίδρυμα προτείνει πως το δημοσιονομικό κόστος μείωσης των εισφορών θα μπορούσε να περιοριστεί, στον βαθμό στον οποίο το χαμηλότερο ποσοστό εισφοράς εφαρμόζεται μόνο έως το ύψος του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου μισθού για τις απολαβές όλων των μισθωτών.
Κάτι τέτοιο θα αύξανε τον καθαρό μισθό, αναλογικά περισσότερο για τους χαμηλόμισθους εργαζομένους, με ταυτόχρονη πρόκληση μικρότερου χρηματοδοτικού κενού. Παρόμοια πρόταση περιγράφεται από το ΙΟΒΕ (2019) στο πλαίσιο μεταρρύθμισης της επικουρικής ασφάλισης.
«Με στόχο τη διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη», όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ, «κρίνεται σκόπιμο να συνεχιστεί ως δημοσιονομική προτεραιότητα η περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ενδεχόμενα και με εφαρμογή έως ένα ελάχιστο επίπεδο μισθού. Αυτό θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, βελτιώνοντας τη σχετική αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων εισοδηματικών κλιμακίων».
Ελέφρυνση του μη μισθολογικού κόστους ζητούν οι εργοδότες
«H αύξηση του κατώτατου μισθού χρειάζεται να συνδυαστεί με περισσότερα βήματα για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, αλλά και συνέχιση των παρεμβάσεων για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας και της επίσημης εργασίας, μέσα από φορολογικές, ασφαλιστικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις» τονίζει το ΕΒΕΑ.
Στο ίδιος μήκος κύματος και η ΓΣΕΒΕΕ, υποστηρίζει πως αναγκαία είναι, επίσης, και η λήψη μέτρων για τη μείωση του κόστους λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που τα τελευταία 2 έτη έχει αυξηθεί κατά 35%».
«Η αύξηση πρέπει να συνοδευθεί με ταυτόχρονες παροχές προς τις επιχειρήσεις, με ελάφρυνση των εργοδοτικών εισφορών και κίνητρα για διατήρηση και πρόσθεση νέων θέσεων εργασίας» επισημαίνει η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος.
«Η νέα αύξηση θα έπρεπε να έχει σχεδιαστεί με καταλληλότερο τρόπο για την εθνική οικονομία, με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ώστε να ωφεληθούν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι επαγγελματίες» αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας.
«Είχαμε κάνει ξεκάθαρο προς την κυβέρνηση πως η οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου θα έπρεπε να συνοδευτεί από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους το οποίο παραμένει σε υψηλά επίπεδα» ξεκαθαρίζει το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών.