Από το 70% του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου ή του μέσου ημερομισθίου του δικαιούχου θα εκκινεί το νέο επίδομα ανεργίας, σύμφωνα με την ΚΥΑ που υπεγράφη μεταξύ μεταξύ των υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Στόχος του νέου επιδόματος ανεργίας είναι παρακινεί περισσότερο στην εύρεση εργασίας και να γίνει πιο αποτελεσματικό, πιο δίκαιο και πιο ανταποδοτικό και έτσι θα μειώνεται κλιμακωτά λειτουργώντας ως κίνητρο. Επιπλέον, ο υπολογισμός του περιλαμβάνει πρόσθετο μπόνους ανάλογα με τα έτη ασφάλισης του ανέργου αλλά και το μέσο μισθό που λάμβανε τα έτη της εργασίας του.
Η υλοποίηση του νέου πιλοτικού επιδόματος ανεργίας αναμένεται να εκκινήσει εντός των πρώτων μηνών του 2025 και μπορεί να έχει διάρκεια έως 16 μήνες.
Σημειώνεται ότι κανείς άνεργος, που συμμετέχει στο πιλοτικό επίδομα ανεργίας, δεν θα λάβει χαμηλότερο ύψος επιδότησης από αυτό που θα έπαιρνε με το ισχύον σύστημα, όπως ακριβώς προβλέπει ο νόμος για το εν λόγω πιλοτικό πρόγραμμα.
Όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας, σύμφωνα με το ισχύον σύστημα, συνεχίζουν να το λαμβάνουν κανονικά για όλη τη διάρκεια της επιδότησής τους, χωρίς να επηρεάζονται, όπως και αυτοί που δεν θα επιλεγούν για το πιλοτικό πρόγραμμα.
Το νέο μοντέλο
1. Σταθερό μέρος επιδότησης: Υπολογίζεται, βάσει των αποδοχών του δικαιούχου. Εκκινεί από επιδότηση 70% του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου ή του μέσου ημερομισθίου του δικαιούχου,εάν οι αποδοχές του ήταν μικρότερες από τον κατώτατο μισθό και μειώνεται σταδιακά στο τέλος της περιόδου επιδότησης. Προϋπόθεση είναι η συμπλήρωση 175 ημερών ασφάλισης κατ’ ελάχιστο κατά τους 14 μήνες, πριν από την ένταξη στην επιδότηση, εξαιρουμένων των δύο τελευταίων μηνών.
Μέγιστη διάρκεια επιδότησης έως δύο χρόνια (24 μήνες), ακολουθώντας εξατομικευμένη προσέγγιση για το ύψος του επιδόματος. Με δεδομένο ότι σήμερα, ο κατώτατος μισθός βρίσκεται στα 830 ευρώ (μικτά) και το κατώτατο ημερομίσθιο είναι 37,07 ευρώ, αυτό σημαίνει ότι η νέα αφετηρία του επιδόματος ανεργίας, ορίζεται αρχικά στα 648,72 ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι σήμερα το επίδομα ανεργίας είναι αυτή τη στιγμή 509 ευρώ για 12 μήνες, στο ανώτερο επίπεδο.
Η διαστρωμάτωση του επιδόματος θα γίνεται ως εξής:
- 70% του νομοθετημένου κατώτατου ημερομίσθιου για το α’ τρίμηνο: 648 ευρώ.
- 60% του κατώτατου ημερομίσθιου για το β’ τρίμηνο: 556 ευρώ.
- 50% του κατώτατου ημερομίσθιου για το γ’ τρίμηνο: 463 ευρώ.
- 40% του κατώτατου ημερομίσθιου για το δ’ τρίμηνο: 370 ευρώ.
- 30% του κατώτατου ημερομίσθιου για το α’ εξάμηνο του β’ 12άμηνου: 278,25 ευρώ.
- 20% του κατώτατου ημερομίσθιου για το β’ εξάμηνο του β’ 12άμηνου: 185,35 ευρώ.
2. Μεταβλητό μέρος επιδότησης («μπόνους» σε όσους έχουν μακρύτερο ασφαλιστικό βίο): Εξαρτάται από τα έτη ασφάλισης του δικαιούχου (καταμετρώνται από το 4ο έως και το 20ο έτος ασφάλισης) και τον μέσο όρο αποδοχών του, όταν είναι μεγαλύτερος από τον κατώτατο μισθό. Ο υπολογισμός γίνεται με τον πολλαπλασιασμό των συντελεστών που αντιστοιχούν στα έτη ασφάλισης και τον μέσο όρο αποδοχών με το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο. Οι συντελεστές για τα έτη ασφάλισης ξεκινούν από 8% για τα 4 έτη και φτάνουν έως το 30% για 20 έτη και άνω.
Προϋποθέσεις είναι: α) ένταξη στην τακτική επιδότηση, β) 900 ημέρες ασφάλισης κατ’ ελάχιστο κατά τους 50 μήνες, πριν από την ένταξη στην επιδότηση, εξαιρουμένων των δύο τελευταίων μηνών, γ) αποδοχές ίσες ή μεγαλύτερες από τον κατώτατο μισθό κατά τους 14 μήνες, πριν από την ένταξη στην επιδότηση, εξαιρουμένων των δύο τελευταίων μηνών.
3. Πρόσθετες παροχές/προσαυξήσεις περιλαμβάνουν Δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα και προσαυξήσεις, λόγω προστατευόμενων μελών και μονογονεϊκότητας.
Στις αλλαγές περιλαμβάνεται η συγχώνευση με την τακτική επιδότηση με το επίδομα μακροχρονίως ανέργων, επιτρέποντας μέγιστη διάρκεια επιδότησης έως δύο χρόνια (24 μήνες), ακολουθώντας εξατομικευμένη προσέγγιση για το ύψος του επιδόματος.
Σε κάθε περίπτωση, μαζί με όλες τις προσαυξήσεις το ανώτατο όριο του επιδόματος δεν μπορεί να είναι το διπλάσιο του 70% του κατώτατου ημερομίσθιου, δηλαδή 1.296 ευρώ.
Τόσο την ένταξη στην επιδότηση, όσο και τη διάρκεια της επιδότησης, που υπολογίζεται πλέον στη βάση της αναλογίας δύο μήνες απασχόλησης: ένας μήνας επιδότησης για το πρώτο έτος της επιδότησης και τρεις μήνες απασχόλησης: ένας μήνας επιδότησης για το δεύτερο έτος.