Σημαντικές επιπτώσεις μπορεί να έχει στην οικονομική ανάπτυξη ο «πόλεμος» που έχουν ανοίξει οι ΗΠΑ με την Huawei για την ανάπτυξη του δικτύου 5G παγκοσμίως.
Η αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει μείνει στην απαγόρευση της χρήσης του εξοπλισμού της Huawei στο έδαφος της αλλά έχει ξεκινήσει και μια παγκόσμια καμπάνια κατά της εταιρείας, προβάλλοντας θέματα κυβερνοασφάλειας. Ειδικότερα, οι ΗΠΑ προβάλλουν ως δικαιολογία στενές σχέσεις της Huawei με την κυβέρνηση της Κίνας και δεδομένου πως οι υποδομές για τα δίκτυα 5G μπορούν να αποτελέσουν την κερκόπορτα για την υποκλοπή δεδομένων και πληροφοριών.
Αμερικανοί αξιωματούχοι και στελέχη υπηρεσιών πληροφοριών έχουν προσεγγίσει διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Στο επίκεντρο βρίσκεται τώρα το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ασκείται πίεση στην κυβέρνηση Τζόνσον να απαγορεύσει την χρήση του εξοπλισμού της Huawei στην ανάπτυξη του δικτύου 5G.
Βέβαια ο ίδιος ο βρετανός πρωθυπουργός δήλωσε στο ΒΒC TV για το θέμα της Huawei ότι όποιος «αντιτίθεται στη χρήση εξοπλισμού από μια συγκεκριμένη εταιρεία θα πρέπει να μας δίνει και εναλλακτικές». Ο Βρετανικός λαός θα πρέπει να «έχει πρόσβαση στην καλύτερη δυνατή τεχνολογία», τόνισε ακόμη ο Μπόρις Τζόνσον.
Η Huawei, από την πλευρά της, κλείνει νέες συμφωνίες στέλνοντας το μήνυμα ότι η κυβερνοσφάλεια είναι βασικά τεχνικό ζήτημα και όχι πολιτικό. «Από τεχνικής άποψης μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα της κυβερνοασφάλειας. Όμως αν αυτό γίνεται πολιτικό και αν απλά αξιολογούμε το από ποια χώρα προέρχεται μια εταιρεία η επίλυση αυτού του ζητήματος γίνεται πολύ περίπλοκη», σημειώνουν πηγές της εταιρείας.
Στελέχη της εταιρείας αναφέρουν ότι εκτός από την κάλυψη των προδιαγραφών που θέτουν οι ρυθμιστικές αρχές η εταιρεία είναι πρόθυμη να δουλέψει με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ώστε να διασφαλίζεται η μεγαλύτερη προστασία των δεδομένων. Οι τηλεπικοινωνίες είναι οικοσύστημα όπου διαφορετικοί ρόλοι έχουν διαφορετικές ευθύνες και συνεπώς χρειάζεται μια κοινή προσπάθεια απ’ όλα τα μέρη της αλυσίδας για να μπορούμε να παρέχουμε ολοκληρωμένη ασφάλεια δεδομένων και προσωπικών στοιχείων.
O leader της αγοράς
H παγκόσμια αγορά υποδομών για το δίκτυο 5G κυριαρχείται από τρεις «παίχτες», τις Ericsson, Huawei και Nokia. Όμως, όπως έχουν αναφέρει κορυφαίοι παράγοντες των τηλεπικοινωνιών η Huawei βρίσκεται δύο με τρία χρόνια μπροστά από τον ανταγωνισμό.
Μέσα σε μια δεκαετία η Huawei έχει επενδύσει περί τα 4 δισ. δολάρια στον εξοπλισμό δικτύων 5G (εξαιρουμένων των 5G συσκευών). To ίδιο διάστημα έχει παραγάγει τεράστιο ερευνητικό έργο με αποτέλεσμα να κατέχει 3.367 «οικογένειες» πατεντών πάνω στο 5G, τις περισσότερες από κάθε άλλη εταιρεία στον χώρο ή περίπου το 20% του συνόλου.
Η Huawei έχει αναλάβει πάνω από 60 συμβόλαια 5G, τα 31 εκ των οποίων στην Ευρώπη, 11 στη Μέση Ανατολή, 10 στη περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, 7 στην Αμερική και 1 στην Αφρική. Έχει αποστείλει πάνω από 400.000 σταθμούς βάσης 5G και το νούμερο αυτό αυξάνεται συνεχώς.
Πόσο θα κοστίσει ο αποκλεισμός της Huawei
Ο αποκλεισμός ενός βασικού προμηθευτή από την ανάπτυξη συστημάτων 5G θα κοστίσει συνολικά στην παγκόσμια οικονομία, σύμφωνα με έρευνα που υλοποίησε η Oxford Economics για λογαριασμό της Huawei.
H αναγνωρισμένη παγκοσμίως εταιρεία οικονομικών μελετών και προβλέψεων εκτιμά ότι ο αποκλεισμός ενός από τους μεγάλους «παίχτες» όπως είναι η Huawei μπορεί να αυξήσει από 8% έως 29% το κόστος της ανάπτυξης δικτύου 5G σε μια χώρα κατά την επόμενη δεκαετία.
Πέρα από το επιπλέον κόστος, η Oxford Economics προειδοποιεί ότι «ο περιορισμός στον ανταγωνισμό μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του δικτύου, κάτι το οποίο σημαίνει πως εκατομμύρια λιγότεροι άνθρωποι θα έχουν πρόσβαση στο 5G μέχρι το 2023».
Ακόμη οι αναλυτές εκτιμούν πως η καθυστέρηση της ανάπτυξης του δικτύου 5G θα οδηγήσει σε επιβράδυνση της τεχνολογικής καινοτομίας και της οικονομικής ανάπτυξης.
Η έρευνα της Oxford Economics αποτυπώνει τις επιπτώσεις του αποκλεισμού της Huawei σε οχτώ χώρες (Αυστραλία, Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδία και Καναδά) δημιουργώντας τρία σενάρια σε σύγκριση με το βασικό σενάριο όπου δεν επιβάλλεται κανένας περιορισμός στην ανάπτυξη του δικτύου 5G.
«Στο βασικό μας σενάριο ο αποκλεισμός της Huawei μπορεί να οδηγήσει σε μια μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ το 2035 που κυμαίνεται από 2,8 δισ. δολάρια για την Αυστραλία έως 21,9 δισ. για τις ΗΠΑ», αναφέρουν οι αναλυτές της Oxford Economics. Και για τις οχτώ χώρες υπολογίζεται ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 100 δολάρια μέσο όρο το 2035 σε σύγκριση με έναν κόσμο όπου δεν επιβάλλεται κανένας περιορισμός.
Σε ποιον ανήκει η Huawei
Ένα από τα βασικά σημεία κριτικής των ΗΠΑ είναι ότι η Huawei ελέγχεται εν μέρει από την κινεζική κυβέρνηση. Η εταιρεία δηλώνει πως ανήκει 100% στους εργαζόμενους της. Η Huawei Investment & Holding Company έχει δύο μετόχους. Ο ιδρυτής της εταιρείας Ρεν Ζενγκφέι, κατέχει το 1,01% του μετοχικού κεφαλαίου και το Σωματείο της εταιρείας κατέχει το υπόλοιπο 98,99%. Οι εργαζόμενοι της Huawei κατέχουν «εικονικές περιορισμένες μετοχές» και μέσω αυτών εκλέγουν την Επιτροπή των αντιπροσώπων η οποία διαθέτει 115 μέλη και ασκεί όλα τα καθήκοντα των μετόχων. Με αυτό το πρωτοποριακό σύστημα διοίκησης η εταιρεία δίνει κίνητρα στους υπαλλήλους να παραμείνουν αφοσιωμένοι και να συμβάλουν στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της εταιρείας.
Ο κ. Ρεν Ζενγκφέι έχει το δικαίωμα να ασκήσει βέτο σε ορισμένες αποφάσεις που όπως αναφέρουν τα στελέχη της Huawei αφορούν την γενικότερη στρατηγική της εταιρείας και στην τοποθέτηση των υποψηφίων για ανώτατες διευθυντικές θέσεις. Σε κάθε περίπτωση όπως ξεκαθαρίζει η Huawei «καμία κυβερνητική υπηρεσία ή οργανισμός δεν διαθέτει μετοχή ή ασκεί κάποιον έλεγχο στην εταιρεία».
(Πηγή Photo: Getty Images/Ideal Image)