Ήταν πριν από περίπου έξι μήνες μήνες όταν το ηχηρό deal της εξαγοράς του 49% της ελληνικής Viva Wallet από την JP Morgan τοποθέτησε την Ελλάδα στους πηχυαίους τίτλους εγχώριων και διεθνών μέσων ενημέρωσης. Η εν λόγω εξαγορά βέβαια, φάνηκε να είναι μόνο η αρχή για την εξοικείωση τόσο του ελληνικού κοινού με τον όρο ψηφιακή τραπεζική όσο και των ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα με την ελληνική πραγματικότητα.
Το παραπάνω προκύπτει τουλάχιστον από την κινητικότητα που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στον εγχώριο κλάδο του fintech, έναν κλάδο που σε παγκόσμια κλίμακα εκτιμάται ότι θα αναπτύσσεται με σύνθετο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 20% τα επόμενα τέσσερα χρόνια και που η αξία του εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 305 δισ. δολάρια έως το 2025.
Οι πρόσφατες και οι νέες αφίξεις στην ελληνική αγορά
«Δεν είμαστε πολύ μακριά από το να ανοίξουμε τις πόρτες σε μια συναρπαστική νέα αγορά. Το άνοιγμα ενός γραφείου στην Αθήνα μας δίνει τη μεγάλη ευκαιρία να βρεθούμε κοντά στην αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης», έγραφε η ανακοίνωσε της σουηδικής Klarna, της μεγαλύτερη fintech εταιρείας της Ευρώπης - από άποψη αποτίμησης - και μιας εκ των κορυφαίων παγκοσμίως, προαναγγέλοντας την άφιξή της στη χώρα μας.
Το γνωστό ευρωπαϊκό unicorn, το οποίο στον τελευταίο γύρο χρηματοδότησής του σήκωσε 639 εκατ. δολάρια, οδηγώντας την αποτίμησή του στα 45,6 δισ. «ζεσταίνει τις μηχανές» για να ξεκινήσει την δραστηριότητά του στη χώρα μας, μέσα στο καλοκαίρι, αν τα σχέδια δεν μετατεθούν μετά και την απόφαση της διοίκησης να περικόψει το 10% του προσωπικού του. Το αθηναϊκό γραφείο βρίσκεται ήδη σε φάση στελέχωσης ενώ η εταιρεία συνομιλεί και με μεγάλες εγχώριες εταιρείες, με στόχο δυνητικές συνεργασίες. Να σημειωθεί ότι η Klarna έλαβε κι επισήμως το 2017 τραπεζική άδεια από την Finansinspektionen, την Σουηδική Αρχή Χρηματοοικονομικής Εποπτείας και έχει σηκώσει μέχρι σήμερα πάνω από 2,2 δισ δολάρια. Στόχος της, όπως επισημαίνεται στην ιστοσελίδα της, είναι να διευκολύνει τους ανθρώπους να κάνουν ηλεκτρονικές αγορές απλοποιώντας και διασφαλίζοντας τις πληρωμές τους. Συνεργαζόμενη με λιανέμπορους από όλο τον κόσμο η Klarna προσφέρει μεταξύ άλλων σε επιχειρήσεις και καταναλωτές το μοντέλο «buy now, pay later», κάτι δηλαδή σαν άτοκες δόσεις πληρωμών, μέσω των εταιρειών με τις οποίες συνεργάζεται. Πρακτικά το μοντέλο BNPL, δίνει την δυνατότητα σε εταιρείες λιανικής, να προσφέρουν (online και offline) άτοκες δόσεις στους καταναλωτές, με το ρίσκο να το αναλαμβάνει κάποια άλλη εταιρεία, όπως η Klarna.
Ακόμα κι αν η έλευση της Klarna στην χώρα μας είναι ενδεικτική του ρεύματος που αποκτά η ψηφιακή τραπεζική στην Ελλάδα, δεν είναι το μόνο παράδειγμα που το πιστοποιεί. Πριν από λίγους μήνες ξεκίνησε την δραστηριότητά της στην χώρα μας και η δεύτερη μεγαλύτερη fintech startup της Ευρώπης (από άποψη αποτίμησης), ονόματι Checkout.
H λονδρέζικη startup, η οποία μέσα από τις ψηφιακές λύσεις πληρωμών που προσφέρει έχει ανεβάσει την αποτίμησή της στα 40 δισ. ευρώ, πραγματοποιεί αυτή την περίοδο την επέκτασή της στον ευρωπαϊκό νότο και φαίνεται να έχει φιλόδοξα σχέδια και για την χώρα μας. Για την ακρίβεια σύμφωνα με τα στελέχη της, επιθυμεί να διπλασιάσει το προσωπικό της στην Ελλάδα φτάνοντας τα 10 άτομα μέχρι το τέλος του χρόνου αλλά και να πολλαπλασιάσει τους πελάτες της. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εταιρεία έχει ήδη συνάψει συνεργασίες με ελληνικές εταιρείες για να τους προσφέρει τις λύσεις της ενώ αυτή την περίοδο βρίσκεται σε συνομιλίες με έναν από τους μεγαλύτερους λιανέμπορους της χώρας αλλά και με εταιρείες από άλλους κλάδους, όπως αυτόν των μεταφορών.
Στις αγορές της Ελλάδας και της Κύπρου αναμένεται να επεκτείνει, μεταξύ άλλων, τις υπηρεσίες της μέχρι το τέλος του καλοκαιριού και η λονδρέζικη fintech Plum , η οποία μέσω της εφαρμογής της δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες να εξοικονομούν χρήματα, να τα αποταμιεύουν, αλλά και να τα επενδύουν ακόμη και σε μετοχές ορισμένων από τις μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας παγκοσμίως. H εταιρεία η οποία αριθμεί σήμερα περί το 1,3 εκατ. χρήστες, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να βρίσκεται στην Αγγλία, επικεντρώνεται πλέον στο να ενισχύσει την παρουσία της στις ευρωπαϊκές αγορές. Τους επόμενους 3 μήνες λοιπόν σχεδιάζει να επεκταθεί σε Βέλγιο, Ιταλία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Ελλάδα και Κύπρο, με στόχο να αγγίξει 2,5 εκατομμύρια χρήστες. Σε αυτό το πλαίσιο η Plum θα αρχίσει να παρέχει σταδιακά στους Ελληνες χρήστες το σύνολο των υπηρεσιών της, κάτι που γίνεται πιο εύκολο αν σκεφτεί κανείς ότι ήδη μεγάλο μέρος του εργατικού της δυναμικού εδράζεται στην Αθήνα. Να υπενθυμίσουμε ότι παρότι μέχρι σήμερα δεν προσφέρει τις υπηρεσίες της στην Ελλάδα, η Plum διατηρεί γραφεία στην Αθήνα, στα οποία εργάζονται τα 70 από τα 145 άτομα που απασχολεί συνολικά.
Οι προαναφερθείσες είναι οι πιο πρόσφατες ηχηρές αφίξεις, όχι όμως και οι μοναδικές. Το μοντέλο «buy now, pay later» σχεδιάζει να προσφέρει στη χώρα μας και η βουλγαρική ψηφιακή τράπεζα TBI Bank, μετά την αδειοδότησή της από την ΤτΕ. Ως μια από τις ταχέως αναπτυσσόμενες ψηφιακές τράπεζες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με ισχυρή online και offline παρουσία στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία, η εταιρεία έχει ανακοινώσει ότι προτίθεται να προσφέρει σε καταστήματα αλλά και σε omnichannel περιβάλλον τις καινοτόμες, ψηφιακές της λύσεις. Σαν πρώτο βήμα, η τράπεζα θα προσφέρει μια πλήρη γκάμα από BNPL προϊόντα ενώ εντός του έτους, όπως έχει ανακοινώσει, σχεδιάζει να παρουσιάσει και τα γενικά προγράμματα δανειοδότησης αλλά και την καινοτόμο κάρτα ΝΕΟΝ.
Την ίδια στιγμή μάλιστα και παραδοσιακές τράπεζες ενισχύουν το αποτύπωμά τους στην ψηφιακή τραπεζική. Τρανό παράδειγμα η πρόσφατη συνεργασία της Τράπεζας Πειραιώς με την Natech, μέσω της οποίας ετοιμάζεται να προσφέρει ανάλογες υπηρεσίες. H κοινοπραξία στρατηγικού χαρακτήρα που δημιούργησαν οι δύο εταιρείες προσβλέπει στην ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης καινοτόμου ψηφιακής τράπεζας προς πελάτες στην Ελλάδα και την υπόλοιπη ευρωπαϊκή αγορά για την παροχή χρηματοοικονομικών και τραπεζικών υπηρεσιών. Η νέα πλατφόρμα BankTech, η οποία συνδυάζει κορυφαία τεχνολογική και τραπεζική τεχνογνωσία, θα παρέχει υπηρεσίες Banking-as-a-Service, Buy-Now-Pay-Later, digital onboarding και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα προς τους καταναλωτές, με ψηφιακό και ευέλικτο τρόπο.
Η προαναφερθείσα ανάπτυξη δεν είναι αμιγώς ελληνικό φαινόμενο, έχει αρχίσει όμως να εντείνεται και στην ελληνική αγορά, μετά και την πανδημία που εκτίναξε τις ηλεκτρονικές πληρωμές κι έδωσε πρόσθετη ώθηση στις διαδικτυακές αγορές φέρνοντας αναπόδραστα, στην πρώτη γραμμή ζήτησης ειδικές τεχνολογικές εφαρμογές. Κάπως έτσι, το 2021 αποτέλεσε χρονιά-ρεκόρ για επενδύσεις σε εταιρείες του fintech κλάδου, με το ποσό που επενδύθηκε σε νεοφυείς και μη εταιρείες, να φτάνει τα 125 δισ. δολάρια. Πρόκειται για, ποσό-ρεκόρ, δυόμισι φορές μεγαλύτερο από αυτό του 2020.
Αντίστοιχα, όπως επισημαίνει σε σχετική κλαδική έρευνα της, η Επιτροπή Ανταγωνισμού «o κλάδος των χρηματοοικονομικών τεχνολογιών, δηλαδή της παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών μέσω καινοτόμων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, αποτελεί μια νέα και διαρκώς αναπτυσσόμενη αγορά, η οποία στη χώρα μας βρίσκεται σε αρχικό στάδιο διαμόρφωσης. Σύμφωνα με έρευνα της Ernst & Young, το 2019, το 64% των ενεργών χρηστών του διαδικτύου παγκοσμίως αποτελούσε και χρήστη υπηρεσιών χρηματοοικονομικής τεχνολογίας, ενώ το 96% των καταναλωτών γνώριζε τουλάχιστον μία σχετική υπηρεσία. Παρότι για την Ελλάδα, δεν είναι γνωστά τα αντίστοιχα ποσοστά, η διείσδυση των συγκεκριμένων τεχνολογιών παρουσιάζει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης, δεδομένης της ραγδαίας αύξησης της υιοθέτησης της ηλεκτρονικής τραπεζικής και των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών κατά τα τελευταία έτη. Μια τάση που ενδέχεται να συνεχίσει εντατικά».