Το βιομηχανικό μοντέλο της ΕΕ, μέχρι σήμερα βασιζόταν στις εισαγωγές προηγμένων τεχνολογιών και στις εξαγωγές από την αυτοκινητοβιομηχανία, τη χημική βιομηχανία, τη βιομηχανία υλικών και τη βιομηχανία μόδας. Το 2021, ο τομέας της τεχνολογίας και της πληροφορικής αντιπροσώπευε περίπου το 5,5% του ΑΕΠ της ΕΕ -718 δισ. ευρώ ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας - ενώ απασχολούσε σχεδόν το 4,5% των εργαζόμενων των επιχειρήσεων (6,7 εκατομμύρια απασχολούμενοι).
Σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο ψηφιακά κόσμο όμως, η παραπάνω εικόνα δεν αντικατοπτρίζει σίγουρα τον σημερινό ρυθμό της τεχνολογικής αλλαγής. Γεγονός που επισημαίνει και ο Μάριο Ντράγκι στην πρόσφατη έκθεσή του, τονίζοντας μεταξύ άλλων, ότι χρειάζονται γενναίες αποφάσεις και αλλαγές για να μην χάσει η γηραιά ήπειρος το τρένο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης που έχει καύσιμο την τεχνητή νοημοσύνη. Μέσα στις πολυάριθμες σελίδες της περίφημης έκθεσής του δε, σκιαγραφεί αναλυτικά τις ψηφιακές διαφορές της Ευρώπης με την Κίνα και τις ΗΠΑ, δίνοντας μια σαφή εικόνα του χάσματος, που αν αφεθεί ως έχει απλά θα μεγαλώνει.
Για μια γενική εικόνα αρκεί να αναφέρουμε πως την στιγμή που το 70% της νέας αξίας που θα δημιουργηθεί στην παγκόσμια οικονομία τα επόμενα δέκα χρόνια θα είναι ψηφιακό, η ΕΕ βασίζει σε τρίτες χώρες το 80% και πλέον των ψηφιακών προϊόντων, υπηρεσιών, υποδομών και πνευματικής ιδιοκτησίας που χρησιμοποιεί.
Αντίστοιχα το 90% των δεδομένων των χωρών της μεταφέρεται σήμερα σε τρίτες χώρες με μακροπρόθεσμο κίνδυνο την απώλειας βιομηχανικής τεχνογνωσίας.
Κι ενώ ΗΠΑ και Κίνα έχουν στρέψει το οικονομικό τους μοντέλο προς τις ΤΠΕ από την πρώτη κιόλας επανάσταση του διαδικτύου, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να ενισχύουν την συγκεκριμένα τάση, η ΕΕ την τελευταία δεκαετία χάνει έδαφος.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως από το 2013 έως το 2023, το μερίδιο της ΕΕ στα παγκόσμια έσοδα από τις ΤΠΕ μειώθηκε από 22% σε 18%, όταν το μερίδιο των ΗΠΑ αυξήθηκε από 30% σε 38% και της Κίνας από 10% σε 11%
Η υποχώρηση της ΕΕ και η επιτάχυνση της στροφής των ΗΠΑ και της Κίνας προς την ψηφιοποίηση έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς βάσει των εκτιμήσεων το προβάδισμα σε αυτούς τους τομείς - το να αναπτύξει δηλαδή μια δύναμη ηγετική θέση στις βασικές τεχνολογίες των ημερών - θα προσδώσει από 2 έως 4 τρισ. ευρώ σε εταιρική προστιθέμενη αξία έως το 2040.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μάριο Ντράγκι σημειώνει ότι σε σχέση με τους ομολόγους τους στις ΗΠΑ και την Ασία, οι τεχνολογικοί φορείς της ΕΕ δεν έχουν σήμερα την απαιτούμενη κλίμακα για να υποστηρίξουν την Ε&Α και να προχωρήσουν τις επενδύσεις. Σύμφωνα με τον ίδιο, μάλιστα, η ΕΕ θα πρέπει να ενστερνιστεί την έννοια της ενιαίας αγοράς και να θέσει σε προτεραιότητα τρεις κομβικούς τομείς: τους ημιαγωγούς, τα ευρυζωνικά δίκτυα υψηλής ταχύτητας και χωρητικότητας, και φυσικά την υπολογιστική και τεχνητή νοημοσύνη.
Κατακερματισμός το πρόβλημα των τηλεπικοινωνιών
Σε αυτούς τους επιμέρους κλάδους οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί της υστέρησης ή της αναχρονιστικής εικόνας της ΕΕ. Για παράδειγμα στο πεδίο των τηλεπικοινωνιών η ΕΕ διαθέτει δεκάδες τηλεπικοινωνιακούς φορείς που εξυπηρετούν περίπου 450 εκατομμύρια καταναλωτές, σε σύγκριση με μια χούφτα τέτοιων εταιρειών που υπάρχουν στις ΗΠΑ και στην Κίνα για περισσότερους καταναλωτές.
Για την ακρίβεια η ΕΕ έχει συνολικά 34 φορείς εκμετάλλευσης δικτύων κινητής τηλεφωνίας (MNO) και 351 μη επενδυτικούς, εικονικούς φορείς εκμετάλλευσης (MVNO). Στον αντίποδα στις ΗΠΑ υπάρχουν μόνο τρεις φορείς εκμετάλλευσης και 70 εικονικοί πάροχοι ενώ στην Κίνα 4 φορείς εκμετάλλευσης και 16 MVNOs.
Επιπλέον είναι εμφανής και η διασπορά της αγοράς της ΕΕ σε αντίθεση με αυτή των άλλων χωρών που παρατηρείται έντονη συγκέντρωση. Στην περίπτωση της ΕΕ οι τρεις κορυφαίοι φορείς εκμετάλλευσης κατέχουν από κοινού μερίδιο 35% στο σταθερό ευρυζωνικό δίκτυο της ΕΕ όταν το αντίστοιχο ποσοστό στις ΗΠΑ είναι 66% και στην κινεζική αγορά 95%
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μείωση των τιμών για τους καταναλωτές αλλά ταυτόχρονα και την μείωση των κερδών των εταιρειών γεγονός που σε έναν κλάδο εντάσεως κεφαλαίου καθυστερεί την επέκταση των ευρυζωνικών δικτύων και τις επενδύσεις στην καινοτομία. Σύμφωνα με την έκθεση η συνολική κεφαλαιοποίηση του τηλεπικοινωνιακού τομέα της ΕΕ μειώθηκε κατά 41% από το 2015 έως το 2023 και θα φθάσει περίπου τα 270 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με τα 650 δισ. ευρώ κεφαλαιοποίησης της αντίστοιχης αγοράς των ΗΠΑ.
Σε αυτό το πλαίσιο τα κρίσιμα για την περίφημη Gigabit Society του 2030 δίκτυα οπτικών ινών φτάνουν μόνο στο 56% των νοικοκυριών της Ευρώπης ενώ μόλις το 50% των αγροτικών περιοχών εξυπηρετείται από προηγμένες ψηφιακές υποδομές, οδηγώντας σε διόγκωση του ψηφιακού χάσματος που ήδη παρατηρείται μεταξύ αστικών κι αγροτικών περιοχών. Η αποχαλκοποίηση δε, δεν δείχνει να προχωρά με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα ενώ η κάλυψη του 5G φτάνει στο 81% της Ένωσης όταν στις ΗΠΑ και στην Κίνα ξεπερνά το 95%.
Η προώθηση της ανάπτυξης των δικτύων είναι σημαντική καθώς η ευρυζωνική συνδεσιμότητα (οπτικές ίνες, 4G και 5G) ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικών εταιρειών και των εταιρειών παροχής υπηρεσιών, υποστηρίζει την αυτοματοποίηση της παραγωγής, τη βελτιστοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας, αλλά και την υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων όπως το IoT, η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική.
Η υστέρηση σε Έρευνα κι Ανάπτυξη
Πέρα από τις τηλεπικοινωνίες η ΕΕ φαίνεται να χάνει έδαφος και στην Έρευνα κι Ανάπτυξη καθώς και στη δημιουργία καινοτόμων εταιρειών τεχνολογίας παγκόσμιας εμβέλειας. Απόδειξη οι λιγότερες αριθμητικά καινοτόμες επιχειρήσεις της τελευταίας δεκαετίας και το φθίνον μερίδιο της ΕΕ στη λίστα με τις 2.500 καινοτόμες επιχειρήσεις παγκοσμίων.
Για παράδειγμα, μεταξύ των κορυφαίων εταιρειών στον τομέα του λογισμικού και του διαδικτύου, οι εταιρείες της ΕΕ αντιπροσωπεύουν μόνο το 7% των δαπανών Ε&Α, έναντι 71% των ΗΠΑ και 15% της Κίνας.
Επιπλέον, η ΕΕ αντιπροσωπεύει μόνο το 12% των δαπανών Ε&Α μεταξύ των κορυφαίων εταιρειών που παράγουν τεχνολογικό υλικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για την Κίνα είναι 19% και για τις ΗΠΑ 40%.
Κατ' επέκταση η ΕΕ έχει αναπτύξει λίγες εγχώριες ή πανευρωπαϊκές ψηφιακές πλατφόρμες και καμία εξ αυτών δεν συγκαταλέγεται στις πιο «πολυσύχναστες» της Ευρώπη. Οι δέκα μεγαλύτερες πλατφόρμες που εξυπηρετούν τους πολίτες της ΕΕ ανήκουν είτε σε αμερικανικές είτε σε κινεζικές εταιρείες (έξι αμερικανικές και τέσσερις κινεζικές). Μεταξύ αυτών οι αμερικανικές Alphabet, Amazon, Meta, Apple, Microsoft, X καθώς και οι κινεζικές Tencent, Alibaba, Byte Dance και Baidu.
Χάνει έδαφος και στο «σύννεφο»
Αντίστοιχη αποδεικνύεται η εικόνα και στην αγορά υπολογιστικού νέφους η αξίας της οποίας εντός ΕΕ ανερχόταν το 2022 σε 87 δισ. ευρώ και εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 200 δισ. ευρώ έως το 2028. Οι τρεις αμερικανικές εταιρείες που χαρακτηρίζονται cloud «Hyperscalers» είναι η Amazon Web Services, η Microsoft Azure και η Google Cloud και αντιπροσωπεύουν μαζί το 65% της εν λόγω αγοράς. Όσο για το μερίδιο των παρόχων cloud της ΕΕ μειώθηκε σε κάτω από 16% ήδη από το 2021, με τον μεγαλύτερο πάροχο, την Deutche Telecom να καταλαμβάνει μόλις το 2% της αγοράς της ΕΕ.
Οι προβλέψεις για το συγκεκριμένο τομέα είναι μάλλον δυσοίωνες με το ανταγωνιστικό μειονέκτημα της ΕΕ να υπολογίζεται ότι θα διευρυνθεί αφενός εξαιτίας των μεγάλων επενδύσεων που πραγματοποιούν οι ανταγωνιστές εκτός ευρωπαϊκών συνόρων κι αφετέρου εξαιτίας του κόστους ενέργειας και λειτουργίας, το οποίο υπολογίζεται υψηλότερο στην ΕΕ από ότι στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Παράθυρο ευκαιρίας οι υπολογιστές υψηλών επιδόσεων
Λίγο καλύτερη είναι η εικόνα στους υπολογιστές υψηλών επιδόσεων (HPC) – μια αγορά που αποτιμήθηκε το 2022 σε 48,5 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ και εκτιμάται ότι θα αυξηθεί με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 7,5% έως το 2030.
Συγκεκριμένα η ΕΕ μετά και την δρομολόγηση της κοινής επιχείρησης Euro-HPC το 2018, φαίνεται να έχει ένα μοναδικό πλεονέκτημα το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και να τονώσει τις ιδιωτικές επενδύσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, τρεις υπερυπολογιστές εντός των συνόρων της ΕΕ, συγκεκριμένα ο Lumi στη Φινλανδία, ο Leonardo στην Ιταλία και ο Mare Nostrum 5 στην Ισπανία, βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα παγκοσμίως ενώ με την προγραμματισμένη έναρξη λειτουργίας 2 ακόμα υπερυπολογιστών στο εγγύς μέλλον, η ΕΕ θα διατηρεί ισχυρό ανταγωνιστικό προβάδισμα μεσοπρόθεσμα.
Βασική προϋπόθεση ωστόσο είναι η παγκόσμιας κλάσης ικανότητα HPC της ΕΕ να μην περιορίζεται σε επιστημονικούς σκοπούς αλλά να ανοίξει σταδιακά σε νεοφυείς καινοτόμες επιχειρήσεις. Τα βήματα όμως πρέπει να είναι τάχιστα δεδομένης και της ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης. Να θυμίσουμε ότι επί του παρόντος, η τεχνητή νοημοσύνη υιοθετείται μόνο από το 11% των εταιρειών της ΕΕ - έναντι στόχου 75% για το 2030 – ενώ το 73% των θεμελιωδών μοντέλων που αναπτύχθηκαν από το 2017 και μετά προέρχονται από τις ΗΠΑ και το 15% από την Κίνα.
Για να μην εξαρτηθεί πλήρως από αμερικανικά και κινεζικά μοντέλα ΤΝ η Ευρώπη θα πρέπει να στρέψει το βλέμμα της σε συγχωνεύσεις, επιχειρηματικά κεφάλαια και ανθρώπινο δυναμικό. Μέχρι σήμερα οι λιγοστές εταιρείες που κατασκευάζουν παραγωγικά μοντέλα ΤΝ στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των Aleph Alpha και Mistral, φαίνεται να χρειάζονται μεγάλες επενδύσεις για να γίνουν ανταγωνιστικές έναντι των ξένων παικτών. Επιπλέον, σήμερα, το 61% της παγκόσμιας χρηματοδότησης πηγαίνει σε νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνητής νοημοσύνης από τις ΗΠΑ, το 17% σε κινεζικές και μόλις το 6% σε εταιρείες της ΕΕ. Αντίστοιχα η δεξαμενή ταλέντων που υπάρχει στην ΕΕ είναι μικρότερη από αυτήν σε ΗΠΑ και Κίνα και μέρος αυτής απορροφάται εκτός συνόρων, λόγω των υψηλότερων αμοιβών που δίνονται ειδικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης είναι κομβική δεδομένης και της ανάπτυξης της ρομποτικής βιομηχανίας στην Ένωση, η οποία αναπτύσσεται την τελευταία δεκαετία. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση το 2021 ήταν εγκαταστημένα στην Ένωση 82.000 βιομηχανικά ρομπότ, καθιστώντας την Ευρώπη την δεύτερη μεγαλύτερη αγορά μετά την Κίνα και σημαντικό προμηθευτή παγκοσμίως. Ωστόσο και εδώ το μέλλον δεν είναι σίγουρο καθώς το 73% όλων των νέων ρομποτικών εγκαταστάσεων κατευθύνονται στην Ασία και μόνο το 15% στην Ευρώπη.
Η κατάσταση στην κβαντική πληροφορική
Νέες ευκαιρίες θα μπορούσε να ανοίξει και η κβαντική πληροφορική η οποία εκτιμάται ότι θα παίξει κομβικό ρόλο στα συστήματα της επόμενης γενιάς. Σημειωτέον ότι η κβαντική πληροφορική θα μπορούσε να συνεισφέρει έως και 850 δισ. ευρώ στην οικονομία της ΕΕ τα επόμενα 15-30 χρόνια καθώς και επανάσταση στα συστήματα ψηφιακής κρυπτογράφησης, αμυντικά και επιθετικά, που στηρίζουν τη σημερινή ασφάλεια.
Με 7 δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν διατεθεί μέχρι στιγμής, η ΕΕ κατατάσσεται δεύτερη μετά την Κίνα παγκοσμίως σε δημόσιες επενδύσεις στην κβαντική τεχνολογία ενώ διαθέτει τον υψηλότερο απόλυτο αριθμό (πάνω από 100.000) και τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εμπειρογνωμόνων που είναι έτοιμοι να ασχοληθούν με την κβαντική τεχνολογία (231 εμπειρογνώμονες ανά εκατομμύριο κατοίκων) παγκοσμίως.
Μεταξύ 2000 και 2023, η ΕΕ κατείχε τη δεύτερη θέση παγκοσμίως σε κβαντικές πατέντες με ποσοστό περίπου 16% ακολουθώντας τις ΗΠΑ (32%) αλλά ερχόμενη μπροστά από Ιαπωνία (13%) και Κίνα (10%). Επιπλέον, η ΕΕ έχει αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την περαιτέρω υποστήριξη της ανάπτυξης των κβαντικών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος Quantum Flagship.
Και εδώ όμως το πρόβλημα συνίσταται στην έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι πέντε από τις δέκα κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας σε παγκόσμιο επίπεδο στον συγκεκριμένο τομέα εδρεύουν στις ΗΠΑ , τέσσερις στην Κίνα και καμία δεν εδρεύει στην ΕΕ. Επιπλέον, η χρηματοδότηση των κβαντικών πρωταθλητών της ΕΕ υστερεί σημαντικά σε σχέση με εκείνη που λαμβάνουν οι αμερικανικές εταιρείες. Οι επιχειρήσεις της ΕΕ προσελκύουν μόνο το 5% του παγκόσμιου private funding σε σχέση με τις αμερικανικές εταιρείες που προσελκύουν το 50%. Κι αυτό όταν Κίνα και ΗΠΑ κατέχουν
ηγετική θέση στα περισσότερα κρίσιμα εξαρτήματα ή υλικά για τους κβαντικούς υπολογιστές.
Η εικόνα στους ημιαγωγούς
Στα εξαρτήματα δε εντοπίζεται κι ένας ακόμα τομέας που η ΕΕ πρέπει να στρέψει την προσοχή της αν θέλει να διατηρήσει την αυτονομία της, όπως απέδειξε περίτρανα η υγειονομική αλλά και η γεωπολιτική κρίση των τελευταίων ετών. Ο λόγος για την αγορά των τσιπ, στην οποία η εικόνα είναι πανομοιότυπη.
Για μια τάξη μεγέθους να αναφέρουμε ότι η παγκόσμια αγορά των τσιπ η οποία αποτιμήθηκε σε 520 δισ. δολάρια το 2023 και αναμένεται να αυξηθεί κατά 13,1% το 2024. Η αγορά της ΕΕ αποτιμάται σε 57 δισ. δολάρια, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 10% της παγκόσμιας προσφοράς σε όλη την αλυσίδα αξίας, από 20% που ήταν τη δεκαετία του '90. Όσο για την αξία της, είναι σήμερα η μισή από τον στόχο του 20% που έχει τεθεί για το 2030.
Ενθαρρυντικό είναι ωστόσο το γεγονός ότι το 2023, η αγορά της ΕΕ αυξήθηκε κατά 5,9%, ενώ η Αμερική, η Ασία-Ειρηνικός και η Ιαπωνία παρουσίασαν κάμψη. Σε κάθε περίπτωση όμως η υστέρηση στην παραγωγή τσιπ καθιστά την Ευρώπη εξαρτημένη από το υλικό που παράγεται σε μεγάλο βαθμό από εταιρείες όπως η Nvidia των ΗΠΑ που αποτελεί σήμερα τον βασικότερο προμηθευτή GPU παγκοσμίως. Αντίστοιχα στους επεξεργαστές κάτω των 22 nm την πρωτοκαθεδρία διαθέτουν η Samsung και η TSMC της Ταιβάν. Εξαιτίας αυτού τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ εξαρτώνται κατά 75% έως 90% από την Ασία για την παραγωγή τσιπ.