Η δεύτερη δόση του εμβολίου κατά της COVID-19 προκαλεί μια ισχυρή ώθηση σε ένα μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος που παρέχει ευρεία προστασία έναντι του ιού Sars-Cov-2.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές στη Σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, υποστηρίζοντας σθεναρά την άποψη ότι η δεύτερη δόση δεν πρέπει να παραλείπεται.
«Παρά την εξαιρετική αποτελεσματικότητά τους, λίγα είναι γνωστά για το πώς ακριβώς λειτουργούν τα εμβόλια RNA», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης, Bali Pulendran, PhD, καθηγητής Παθολογίας, Μικροβιολογίας και Ανοσολογίας. «Έτσι, διερευνήσαμε την ανοσολογική απόκριση που προκαλείται από ένα εξ αυτών, με εξαιρετική λεπτομέρεια».
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στις 12 Ιουλίου στο Nature, σχεδιάστηκε για να ανακαλύψει ποιες ακριβώς επιδράσεις έχει το εμβόλιο, που κυκλοφορεί στην αγορά από την Pfizer Inc., στα πολυάριθμα συστατικά της ανοσολογικής απόκρισης.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα αίματος από άτομα στα οποία χορηγήθηκε το συγκεκριμένο εμβόλιο και μέτρησαν τα αντισώματα, τα επίπεδα των πρωτεϊνών που παίζουν ρόλο στη σηματοδότηση του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ χαρακτήρισαν και την έκφραση κάθε γονιδίου στο γονιδίωμα 242.479 ξεχωριστών τύπων και κατάστασης ανοσοκυττάρων.
Αχαρτογράφητη περιοχή
Οι ερευνητές επιχείρησαν να εξετάσουν λεπτομερώς τη δράση του εμβολίου που για πρώτη φορά χρησιμοποιείται, προκειμένου να διαπιστώσουν πώς εξασφαλίζει προστασία από τον ιό κατά 95%.
Παραδοσιακά, η κύρια ανοσολογική βάση για την έγκριση νέων εμβολίων ήταν η ικανότητά τους να επάγουν εξουδετερωτικά αντισώματα, δηλαδή εξατομικευμένες πρωτεΐνες που δημιουργούνται από ανοσοκύτταρα, τα οποία ονομάζονται Β κύτταρα, και μπορούν να προσκολληθούν σε έναν ιό και να τον εμποδίσουν να μολύνει κύτταρα.
«Τα αντισώματα είναι εύκολο να μετρηθούν, αλλά το ανοσοποιητικό σύστημα είναι πολύ πιο περίπλοκο από αυτό. Τα αντισώματα από μόνα τους δεν δικαιολογούν το πιθανό εύρος προστασίας που παρέχει το εμβόλιο», εξηγούν οι ερευνητές.
Ο Pulendran και οι συνεργάτες του αξιολόγησαν την εξέλιξη μεταξύ όλων των τύπων ανοσοκυττάρων που επηρεάζονται από το εμβόλιο: τον αριθμό τους, τα επίπεδα ενεργοποίησής τους, τα γονίδια που εκφράζουν καθώς και τις πρωτεΐνες και τους μεταβολίτες που παράγουν και εκκρίνουν κατά τον εμβολιασμό.
Ένα βασικό συστατικό του ανοσοποιητικού συστήματος που εξετάστηκε από την ερευνητική ομάδα ήταν τα Τ κύτταρα, ανοσοκύτταρα τα οποία αναζητούν και καταστρέφουν τα ιικά σωματίδια χωρίς να προσκολλώνται σε αυτά, όπως κάνουν τα αντισώματα, αλλά μάλλον ανιχνεύουν τους ιστούς του σώματος για κύτταρα που φέρουν ενδεικτικά σημάδια ιογενών λοιμώξεων και μόλις τα εντοπίσουν τα καταστρέφουν.
«Επιπλέον, το ενδογενές ανοσοποιητικό σύστημα, μια ποικιλία κυττάρων τα οποία είναι τα πρώτα που αναγνωρίζουν την παρουσία ενός παθογόνου, θεωρείται πλέον τεράστιας σημασίας», σχολιάζουν οι ερευνητές.
Η μελέτη
Στο πλαίσιο της μελέτης, η ομάδα επέλεξε 56 υγιείς εθελοντές και έλαβε δείγματα αίματος από αυτούς σε πολλαπλά χρονικά σημεία πριν και μετά την πρώτη και τη δεύτερη δόση του εμβολίου. Διαπίστωσε ότι η πρώτη δόση αυξάνει τα επίπεδα αντισωμάτων ειδικά για το SARS-CoV-2, όπως αναμενόταν, αλλά όχι τόσο πολύ όσο η δεύτερη. Η δεύτερη δόση όμως παρουσίασε και δράση που δεν παρατηρήθηκε με την πρώτη ή ήταν ελάχιστη.
«Η δεύτερη δόση έχει ισχυρά ευεργετικά αποτελέσματα που υπερβαίνουν κατά πολύ αυτά της πρώτης», δήλωσε ο Pulendran. «Προκάλεσε πολλαπλή αύξηση στα επίπεδα αντισωμάτων, μια καταπληκτική απόκριση των Τ-κυττάρων που απουσίαζε μετά την πρώτη δόση και μια εντυπωσιακά ενισχυμένη ενδογενή ανοσοαπόκριση».
Απροσδόκητα, είπε ο Pulendran, το εμβόλιο - ιδιαίτερα η δεύτερη δόση - προκάλεσε τη μαζική κινητοποίηση μιας πρόσφατα ανακαλυφθείσας ομάδας κυττάρων που είναι από τα πρώτα που αναγνωρίζουν την παρουσία ενός παθογόνου.
Αυτή η ειδική ομάδα --ένα υποσύνολο γενικά άφθονων κυττάρων που ονομάζονται μονοκύτταρα και εκφράζουν υψηλά επίπεδα αντιιικών γονιδίων - αποτελούσε μόνο το 0,01% όλων των κυκλοφορούντων αιμοσφαιρίων πριν από τον εμβολιασμό. Ωστόσο, μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου της Pfizer, οι αριθμοί τους αυξήθηκαν κατά 100 φορές, αντιπροσωπεύοντας το 1% του συνόλου των κυττάρων του αίματος. Επιπλέον, η διάθεσή τους έγινε λιγότερο φλεγμονώδης, αλλά εντονότερα αντιική.
«Φαίνονται μοναδικά ικανά να παρέχουν ευρεία προστασία έναντι διαφορετικών ιογενών λοιμώξεων», δήλωσε ο Pulendran.
«Η εξαιρετική αύξηση της συχνότητας αυτών των κυττάρων, μόλις μια ημέρα μετά την αναμνηστική ανοσοποίηση, είναι εκπληκτική. Είναι πιθανό να είναι σε θέση να προσαρμόσουν μια δράση συγκράτησης όχι μόνο κατά του SARS-CoV-2 αλλά και έναντι άλλων ιών», κατέληξε.