Ανέφικτος στόχος φαίνεται ότι είναι η αντιμετώπιση της πανδημίας κορονοϊού, εάν δεν ενισχυθούν οι εμβολιασμοί τόσο σε τοπικό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των χωρών χαμηλού εισοδήματος.
Οι επιστήμονες εξαρχής επεσήμαναν ότι εάν δεν εμβολιαστεί το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, ο ιός θα μετακινείται άνετα στο χάρτη, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται και στην.. πράξη.
Tον περασμένο Φεβρουάριο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) διαμήνυσε ότι «για να επιτευχθεί ανοσία στον Sars-Cov-2 πρέπει να εμβολιαστεί το 56-70% του παγκόσμιου πληθυσμού», ενώ στη συνέχεια η εμφάνιση του ιδιαίτερα μεταδοτικού στελέχους Δέλτα ανέβασε τον πήχη στο 80%.
Τα στοιχεία για την παγκόσμια εμβολιαστική κάλυψη δεν είναι ενθαρρυντικά, καθώς μέχρι το βράδυ της Πέμπτης (2/9) μόνο το 39,9% του πληθυσμού είχε λάβει τουλάχιστον μία δόση εμβολίου έναντι της COVID-19, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε χώρες χαμηλού εισοδήματος ήταν μόλις 1,8% (ourworldindata).
Σύμφωνα με την έκθεση που δημοσίευσαν χθες το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ), σχετικά με την χορήγηση της τρίτης δόσης, στην ΕΕ/ΕΟΧ περίπου 1 στους 3 ενήλικες άνω των 18 ετών δεν είναι ακόμη πλήρως εμβολιασμένος.
Εμβολιαστική κάλυψη και μεταλλάξεις
Ο σχεδόν ανύπαρκτος εμβολιασμός των πληθυσμών στις χώρες χαμηλού εισοδήματος αποτελεί μεγάλο «αγκάθι», στη διαχείριση της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης αλλά και μείζον ηθικό ζήτημα, γεγονός που άνοιξε προ μηνών και το διάλογο για την άρση των πατεντών των εμβολίων και υπήρξε βασικό επιχείρημα των θιασωτών της.
Εντούτοις, το κενό αυτό φαίνεται ότι συνδέεται και με την κάλυψη στις ανεπτυγμένες χώρες, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για ενίσχυση των εμβολιασμών στο έδαφός τους.
«Η επιδημία σε παγκόσμια κλίμακα μπαίνει σε ένα διαφορετικό μεταβατικό στάδιο, όπου οι εύπορες χώρες, με μαζικά προγράμματα εμβολιασμού, επιχειρούν την επιστροφή στην προ πανδημίας κανονικότητα.
Συγχρόνως, όμως, οι λιγότερο εύπορες χώρες προσπαθούν να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες δόσεις εμβολίων, που θα διασφαλίσουν την υγειονομική σταθερότητα έναντι των επιδημικών κυμάτων του κορονοϊού.
Η αντίθεση αυτή είναι ακόμα πιο έντονη δεδομένου ότι υπάρχει ένα ποσοστό του πληθυσμού στις εύπορες χώρες το οποίο, ενώ του δίνεται η δυνατότητα να εμβολιαστεί, ακόμα δεν έχει προχωρήσει στον εμβολιασμό του», ανέφερε κατά την ενημέρωση της Πέμπτης, ο αναπληρωτής καθηγητής Υγιεινής - Επιδημιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Γκίκας Μαγιορκίνης.
Όπως εξήγησε ο καθηγητής, η ενίσχυση του εμβολιασμού και η επιστροφή στην κανονικότητα των εύπορων χωρών θα επιταχύνει αυτόματα και τον εμβολιασμό των λιγότερο εύπορων κρατών, μειώνοντας την πιθανότητα ανάπτυξης μεταλλαγμένων στελεχών, τα οποία επανατροφοδοτούν την επιδημία στις εύπορες χώρες.
«Επιταχύνοντας, τον εμβολιασμό μας εδώ, βοηθάμε και τους συνανθρώπους μας σε άλλες χώρες. Είναι πια ξεκάθαρο ότι ζούμε σε ένα “παγκόσμιο χωριό” και οι αποφάσεις μας εδώ έχουν θετικές ή αρνητικές αντανακλάσεις σε όλο τον κόσμο», πρόσθεσε.
Το κακό σενάριο
Ενώ ακόμη τα εμβόλια βρίσκονταν σε επίπεδο έρευνας, μερίδα της επιστημονικής κοινότητας, εξέφραζε την ανησυχία της για το ενδεχόμενο στην προσπάθειά του να επιβιώσει ο ιός μετά τους εμβολιασμούς να αυξηθούν οι μεταλλάξεις του.
Σήμερα, παρότι έχουν εμφανιστεί αρκετά πλέον μεταλλαγμένα στελέχη, δεν φαίνεται να υποστηρίζεται ένα τέτοιο σενάριο.
«Κατ’ αρχάς, το πρώτο μεταλλαγμένο στέλεχος, το Α, αναπτύχθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν ακόμα ξεκινήσει ο εμβολιασμός. Το Δ στην Ινδία, όπου η εμβολιαστική κάλυψη ήταν ιδιαίτερα χαμηλή.
Τον τελευταίο καιρό ακούμε και για κάποια άλλα μεταλλαγμένα στελέχη, τα οποία αναπτύχθηκαν -το Β για παράδειγμα στη Νότια Αφρική- πριν τον εμβολιασμό. Tο Γ αναπτύχθηκε στη Βραζιλία όπου ο εμβολιασμός ήταν πολύ χαμηλός», ανέφερε ο κ. Μαγιορκίνης, ερωτηθείς σχετικά, υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ του εμβολιασμού και των αυξημένων μεταλλάξεων.
Φωτογραφία: Getty Images