Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία παραμένει ο καρκίνος στην Ελλάδα, παρά τις σημαντικές εξελίξεις στην πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία. Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο επιπολασμός της νόσου έχει αυξηθεί κατά 26% την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας, γεγονός που υποδεικνύει τόσο τη βελτίωση της επιβίωσης όσο και της διάγνωσης. Το 2022 διαγνώστηκαν περίπου 63.176 νέες περιπτώσεις καρκίνο, ωστόσο η συχνότητα εμφάνισης τη νόσου στην Ελλάδα να παραμένει χαμηλότερη σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Τα στοιχεία, τα οποία παρουσίασε η οικονομολόγος υγείας στην Υπηρεσία Υγείας του ΟΟΣΑ, Caroline Berchet, στο πρόσφατο συνέδριο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου (ΕΛΛΟΚ), καταδεικνύουν ότι τα ποσοστά θνησιμότητας από καρκίνο έχουν μειωθεί στην Ελλάδα, ακολουθώντας την τάση που παρατηρείται και σε άλλες χώρες της ΕΕ. Μάλιστα, η χώρα μας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η πρόωρη θνησιμότητα από καρκίνο στην Ελλάδα είναι παρόμοια με τον μέσο όρο της ΕΕ και έχει μειωθεί κατά 9%. Συγκεκριμένα, η θνησιμότητα από καρκίνο του πνεύμονα και του μαστού έχει μειωθεί, ενώ αντίθετα έχει αυξηθεί για τους καρκίνους του ήπατος, του παγκρέατος και των ωοθηκών. Αυτά τα δεδομένα υποδεικνύουν την ανάγκη για στοχευμένες στρατηγικές πρόληψης και θεραπείας.
Απαιτείται περαιτέρω βελτίωση στην πρόληψη
Παρότι η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο στον τομέα της ογκολογικής περίθαλψης, υπάρχουν ακόμα προκλήσεις που απαιτούν άμεσες παρεμβάσεις. Η χώρα παρουσιάζει χαμηλές επιδόσεις στον έλεγχο του καπνίσματος, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και του υπερβολικού βάρους, συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν σημαντικά στην εμφάνιση του καρκίνου και πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω στοχευμένων πολιτικών πρόληψης.
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα αναπτύσσει σταδιακά πρωτοβουλίες προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου, ενώ τα ποσοστά συμμετοχής στα προγράμματα ελέγχου έχουν βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου. Παρόλα αυτά, υπάρχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, η συμμετοχή των πολιτών στον προσυμπτωματικό έλεγχο για τον καρκίνο του παχέος εντέρου παραμένει χαμηλή. Ειδικότερα, λιγότερο από το ένα τρίτο των ατόμων ηλικίας 50-74 ανέφεραν ότι είχαν υποβληθεί σε σχετικό έλεγχο, ποσοστό χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ανισότητες στην πρόσβαση σε υπηρεσίες
Παρά τις επενδύσεις σε υποδομές για τον καρκίνο, εξακολουθούν να υπάρχουν ανισότητες στην πρόσβαση και στην ποιότητα της φροντίδας. Οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, καθώς και η άνιση γεωγραφική κατανομή των ογκολόγων, δημιουργούν προκλήσεις στην ισότιμη παροχή υπηρεσιών. Η πυκνότητα των κλινικών ογκολόγων ανά 1.000.000 πληθυσμού διαφέρει ακόμα και έως 10 φορές ανά περιοχή, με την Αττική να έχει τον υψηλότερο αριθμό (53), ενώ οι λιγότεροι βρίσκονται στην Πελοπόννησο (5,6) και την Κεντρική Ελλάδα (7,9).
Ωστόσο, η Ελλάδα έχει βελτιώσει την ακτινοθεραπευτική της ικανότητα την τελευταία δεκαετία, με τον αριθμό των σχετικών μηχανημάτων να αυξάνεται από 6 σε 7 ανά 1.000.000 πληθυσμού μεταξύ 2012 και 2022. Αυτή η εξέλιξη ενισχύει τις δυνατότητες θεραπείας και αυξάνει την προσβασιμότητα των ασθενών σε αποτελεσματικές μεθόδους αντιμετώπισης.
Όπως επεσήμανε η κ. Berchet, για να νικήσει η Ελλάδα τον καρκίνο, θα πρέπει να επικεντρωθεί σε τρεις βασικούς πυλώνες:
- Μεγαλύτερες επενδύσεις στην πρόληψη και τη δημόσια υγεία, με διατομεακές συνεργασίες για την αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου.
- Επέκταση και ενίσχυση των προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου, με στόχο την αύξηση της συμμετοχής και την προσέγγιση των πιο ευάλωτων ομάδων.
- Βελτίωση της πρόσβασης και της ποιότητας της περίθαλψης, με άρση των εμποδίων και προώθηση πολιτικών που διασφαλίζουν άριστες υπηρεσίες υγείας.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, παρά τη μείωση της θνησιμότητας, η χώρα αντιμετωπίζει ανισότητες στην πρόσβαση στην περίθαλψη και χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στον προσυμπτωματικό έλεγχο. Οι επενδύσεις στην πρόληψη, η ενίσχυση των υποδομών και η ισότιμη παροχή φροντίδας μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση της αντιμετώπισης της νόσου. Με στοχευμένες παρεμβάσεις και διατομεακές συνεργασίες, η Ελλάδα μπορεί να κάνει σημαντικά βήματα προς ένα πιο αποτελεσματικό και δίκαιο σύστημα ογκολογικής περίθαλψης.