Διατηρώντας την «ουδέτερη» σύσταση για τις ελληνικές μετοχές, η JP Morgan θέτει την εγχώρια αγορά στις ελκυστικότερες μεταξύ των Αναδυόμενων Αγορών και αυτών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής.
Τα περιθώρια ανόδου που θέτει ο αμερικανικός οίκος για την ελληνική αγορά είναι της τάξεως του 38%, τοποθετώντας δύο διαφορετικά σενάρια (με το bottom up στο 35% και το mechanical στο 40%), που είναι από τα υψηλότερα που θέτει μεταξύ των αγορών που εξετάζει. Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος, οκτώ χώρες παρουσιάζουν προοπτικές ανόδου μεγαλύτερες από το σύνολο των ΕΜ, με την Ελλάδα, τη Νότια Κορέα, την Ουγγαρία, την Αίγυπτο και την Κίνα να ξεχωρίζουν. Οι πέντε χώρες από πλευράς χαμηλότερων αναμενόμενων αποδόσεων είναι το Κουβέιτ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Περού, η Σαουδική Αραβία Αραβία και Κολομβία.
Ως προς τους δείκτες αποτίμησης, ο δείκτης forward P/E για τον MSCI Greece Standard εκτιμάται σε 9,5x, (έναντι 11,6x που είναι ο ιστορικός μέσος όρος της αγοράς) ενώ διαπραγματεύεται με discount 22% σε σχέση με το ιστορικό του δείκτη και 7% σε σχέση με το ιστορικό του δείκτη των Αναδυόμενων Αγορών.
Με βάση το δείκτη εσωτερικής αξίας (P/BV) (top 25%) που διαμορφώνεται στο 0,9x, (μέσος όρος 15 ετών στο 1,2x) η εγχώρια αγορά είναι τοποθετείται στο top 25 των αναδυόμενων αγορών βάσει των υπολογισμών της JP Morgan, 37% σε σύγκριση με τους ιστορικούς όρους της εγχώριας αγοράς και 12% σε σύγκριση με τις αναδυόμενες αγορές.
Η εκτίμηση της JP Morgan για την αύξηση των κερδών για το 2022 διαμορφώνεται στο 34% και για το 2023 στο 15%. Η μερισματική απόδοση ορίζεται στο 4% και η απόδοση των ελεύθερων ταμειακών ροών στο 12% που είναι από τις υψηλότερες μεταξύ των αγορών που εξετάζει ο οίκος. Ο δείκτης καθαρού χρέους προς EBITDA είναι στο 1% (bottom 25%) και το beta στο 0,6%.
Επιπλέον, η JP Morgan αναθεωρεί τους στόχους της για τις EM μέσω διαφορετικών προσεγγίσεων. Η top down προσέγγιση με τον στόχο για τον δείκτη MSCI EM στις 1.220 μονάδες έως το τέλος του έτους, ορίζεται με βάση την αύξηση των κερδών και τη σύγκλιση αποτίμησης με βάση το P/E και το P/BV και την απόκλιση από τους ιστορικούς μέσους όρους σε απόλυτη και σχετική βάση σε σχέση με τις ΗΠΑ. Από την άλλη, στην bottom up προσέγγιση ο στόχος για τον MSCI EM ορίζεται στις 1.380 έως το τέλος του έτους, στη βάση της συνολικής ανοδικής πορείας του σταθμισμένου με τη δυναμική του κάθε στοιχείου του δείκτη MSCI EM.
Σύμφωνα με τη JP Morgan, οι μετοχές των αναδυόμενων αγορών θα πρέπει να υπεραποδώσουν λόγω των ακόλουθων παραγόντων: (1) Ένας θετικός αποσυγχρονισμός από τις αναπτυγμένες αγορές - Η Κίνα χαλαρώνει την πολιτική της και επιταχύνει την ανάπτυξη. (2) Οι κίνδυνοι έχουν προεξοφληθεί με τις αναδυόμενες αγορές να διαπραγματεύονται με discount 13% σε σύγκριση με το ιστορικό forward P/E και με discount 38% σε σύγκριση με τις αναπτυγμένες. (3) Οι θέσεις των χαρτοφυλακίων είναι ιδιαίτερα χαμηλές σε αυτές τις αγορές. Μια επαναφορά στην ιστορική μέση κατανομή 20 ετών στις αναδυόμενες κατά 8,9% εντός του παγκόσμιου AUM (υπό διαχείριση assets) θα αντιπροσώπευε μια πρόσθετη ροή κεφαλαίων σε αυτές ύψους 625 δισ. δολαρίων. (4) Υψηλότερα προεξοφλητικά επιτόκια που θα πλήξουν δυσανάλογα τις growth μετοχές – υψηλότερη παρουσίαση αυτού του στυλ στις αμερικανικές μετοχές έναντι των μετοχών των αναδυόμενων.
Ευρύτερα, ο αμερικανικός οίκος θέτει «οverweight» σύσταση (με βάση τον MSCI) για τη αγορά της Βραζιλίας, της Σαουδικής Αραβίας και της περιοχής MENA (Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική), της Ταϊλάνδης, της Κίνας και της Ινδονησίας, διατηρώντας μεταξύ άλλων την «ουδέτερη» θέση για την Ελλάδα. Ανάμεσα στους κλάδους που θέτει σύσταση «overweight» είναι αυτοί της ενέργειας (αναβάθμιση), των υλικών (αναβάθμιση), των χρηματοοικονομικών (αναβάθμιση), των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών και των διαφοροποιημένων χρηματοοικονομικών. Παράλληλα, προχώρησε σε υποβάθμιση της σύστασης σε «ουδέτερη» για τους κλάδους της πληροφορικής, της τεχνολογίας, των βιομηχανιών και του real estate.