Δυσεπίλυτη εξίσωση αποδεικνύεται η βραχυπρόθεσμη πορεία του Χρηματιστηρίου, εξαιτίας της χαμηλής ορατότητας που επικρατεί σε αρκετά ανοιχτά διεθνή, κατά βάση, μέτωπα, αλλά και στις επιμέρους επικίνδυνες ζώνες που διαμορφώνονται για την εγχώρια οικονομία.
Η πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία άνοιξε ουσιαστικά περαιτέρω τη «βεντάλια» των αλληλοσυνδεόμενων κινδύνων, προκαλώντας ένα ντόμινο κλυδωνισμών στο ήδη τρεμάμενο οικονομικό οικοδόμημα. Οι επιπτώσεις που απορρέουν από τη συνέχιση των συγκρούσεων στο πεδίο της μάχης αλλά κυρίως από το πλέγμα των κυρώσεων, είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικές τόσο για την καταναλωτική ζήτηση όσο και για την προσφορά στη Ευρωζώνη. Η απότομη αύξηση των λογαριασμών ενέργειας, η ασθενέστερη κατανάλωση, τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, τα υψηλά κόστη μεταφοράς τα σκληρά lockdowns στην Κίνα και η πιθανή διακοπή του ενεργειακού εφοδιασμού από τη Ρωσία και κυρίως του φυσικού αερίου θα επιβαρύνουν τα έσοδα και τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών, ενώ όλα τα ανωτέρω είναι ικανά να πυροδοτήσουν μια ύφεση, που αναλόγως του μεγέθους κλιμάκωσης, θα μεγεθύνονταν.
Η περαιτέρω άνοδος του πληθωρισμού που αρχίζει να λαμβάνει χαρακτηριστικά πλήρους εκτροχιασμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη αλλά και ευρύτερα, αποτελεί το νούμερο ένα παράγοντα προβληματισμού για τα χαρτοφυλάκια. Στην Ελλάδα η άνοδος των τιμών έφτασε στο 9,4%, από 8% τον Μάρτιο, ενώ από τα κράτη της Ευρωζώνης που έχουν στείλει μέχρι στιγμής στοιχεία προκύπτει αύξηση τιμών 7,5%, από 7,4% τον Μάρτιο. Η άνοδος τιμών στην Ελλάδα ήταν η 6η πιο ταχεία στην Ευρωζώνη, ενώ σε μηνιαία βάση αποκρυσταλλώνεται πλήρως η περαιτέρω επιτάχυνση του πληθωρισμού.
Φυσικά, το ενεργειακό σκέλος καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πιέσεων, με το «εύφλεκτο» σκηνικό και τους επικίνδυνους τακτικισμούς από τη μεριά της Ρωσίας στην γεωπολιτική σκακιέρα, να οδηγούν σε πιο υψηλές και πιο παρατεταμένες πληθωριστικές πιέσεις. Η Barclays εκτιμά ότι η διακοπή της ροής του φυσικού αερίου θα μπορούσε να επηρεάσει την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη με τουλάχιστον τρεις τρόπους. Πρώτον, με δεδομένο ότι ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας εισάγεται, η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου θα αποτελούσε ένα αρνητικό «σοκ» στο εμπορικό ισοζύγιο. Δεύτερον, οι ελλείψεις θα μπορούσαν να περιορίσουν την παραγωγή από την πλευρά των εισροών και τρίτον, η διακοπή της ροής φυσικού αερίου θα αύξανε την αβεβαιότητα. Οι αναλυτές του οίκου στο ενεργειακό σκέλος εκτιμούν ότι εάν διακοπούν οι ροές του ρωσικού αγωγού, θα επέφερε σημαντικά ελλείψεις σε προμήθειες φυσικού αερίου στην Ευρώπη το καλοκαίρι (περίπου 11 δισ. κυβικά μέτρα το μήνα). Αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών των συμβολαίων φυσικού αερίου TTF κατά μέσο όρο στα 300 ευρώ ανά MWh, ενώ οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι τα 150 δολάρια το βαρέλι.
Έτσι, η «έκρηξη» των τιμών ενέργειας και το υψηλό κόστος των πρώτων υλών, επιβαρύνει ιδιαίτερα τους καταναλωτές (μέσω της μείωσης της αγοραστικής τους δύναμης) και τους εισηγμένους ομίλους και τις εταιρείες, χωρίς ακόμη οι δύο πλευρές (Ρωσία - ΕΕ) να έχουν τραβήξει στα άκρα το σχοινί (η Μόσχα δεν έχει κλείσει ακόμη πλήρως τη στρόφιγγα - Οι χώρες της ΕΕ δεν θα πληρώσουν απευθείας σε ρούβλια). Επιπλέον, ιδιαίτερα κρίσιμο αποδεικνύεται το γεγονός της αβεβαιότητας ως προς τη χρονική διάρκεια μιας σταδιακής αποκλιμάκωσης του φαινομένου.
Από την άλλη, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης δύναται να λειτουργήσουν αντισταθμιστικά σε ένα βαθμό και ιδιαίτερα σε κλάδους όπως ο τραπεζικός, οι κατασκευές και η πληροφορική. Ωστόσο ακόμη και σε αυτή τη βάση, ενέχουν κίνδυνοι καθώς οι επίμονα υψηλές πληθωριστικές πιέσεις επιβαρύνουν τους ευάλωτους δανειολήπτες και ενδέχεται να περιορίσουν τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών, ενώ (ως προς τον κατασκευαστικό κλάδο) η σημαντική αύξηση του οικοδομικού κόστους έχει εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό των έργων παρατείνοντας και τον ορίζοντα υλοποίησής τους.
Σε αυτό το τοπίο, οι κεντρικές τράπεζες επιταχύνουν τη στρατηγική εξόδου τους, περιορίζοντας τα «ογκώδη» προγράμματα στήριξης και βαδίζοντας αρκετά «επιθετικά» ως προς τις αυξήσεις των επιτοκίων. Ήδη οι αγορές τιμολογούν τρεις αυξήσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέχρι το τέλος του έτους (η BofA κάνει λόγο για τέσσερις και έξι συνολικά μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2023), με την πρώτη να έρχεται τον Ιούλιο με τη λήξη του APP στα τέλη Ιουνίου - αρχές Ιουλίου. Όπως σημειώνει άλλωστε και ο Νίκος Χρυσοχοΐδης Διευθύνων Σύμβουλος της ομώνυμης Χρηματιστηριακής, «οι πληθωριστικές πιέσεις είναι ήδη φανερές, αλλάζοντας το μείγμα της νομισματικής πολιτικής και πιέζοντας ανοδικά τα επιτόκια, κάτι που προβληματίζει τις αγορές μετοχών. Άλλωστε οι αγορές των ΗΠΑ φλερτάρουν ήδη με ένα περιβάλλον inverted curve στα επιτόκια». Έτσι, το bear market στα ομόλογα από τη στροφή των κεντρικών τραπεζών και οι διάφορες προσαρμογές έχουν οδηγήσει το ελληνικό δεκαετές στο 3,41% με αναστροφή της ελληνικής καμπύλης (στην τελευταία συνεδρίαση από τα 244 εκατ. ευρώ σε συναλλαγές, τα 182 εκατ. ευρώ αφορούσαν σε εντολές πώλησης).
Σύμφωνα με τη Société Générale, τα spreads 5 - 15 ετών συνήθως υποχωρούν όταν οι αγορές τιμολογούν ένα stress σενάριο, το οποίο δεν εκτιμά ότι ισχύει εδώ. Έτσι, αναμένει πως η ελληνική καμπύλη στο τμήμα 5 - 15 ετών θα σταθεροποιηθεί και θα επανέλθει και πάλι σε θετικό έδαφος, αλλά ο χρόνος θα εξαρτηθεί από τη ρευστότητα στην αγορά.
Ένας ακόμη παράγοντας προβληματισμού για την πορεία της εγχώριας αγοράς παρά την όποια αυτονόμηση και υπεραπόδοσή έχει επιδείξει έναντι των ευρωπαϊκών αγορών είναι ο κίνδυνος που κινείται μεταξύ ακραίων short squeezes και sellable rallies στις διεθνείς αγορές, κάτι που έχει γίνει ήδη ορατό, με τα βραχύβια «ράλι» εκτόνωσης στη Wall Street να συνοδεύονται από ισχυρά sell off. Καθώς λοιπόν εξαλείφεται αυτή η ξέφρενη πλημμύρα ρευστότητας στις αγορές μετοχών από τις κεντρικές τράπεζες, που τις στήριξε σε όλο το φάσμα την τελευταία δεκαετία, οι επενδυτές μπορεί να αναγκαστούν να γίνουν πιο επιλεκτικοί στις τοποθετήσεις τους βάζοντας στο επίκεντρο εκ νέου τα θεμελιώδη μεγέθη και προκαλώντας μια ευρύτερη αναδιάταξη, ενώ για το «ρηχό» Χρηματιστήριο ελλοχεύει και ο κίνδυνος εγκλωβισμού. Επιπλέον, ενώ υπάρχουν μετοχές στην εγχώρια αγορά με χαμηλούς δείκτες αποτίμησης, ακόμη και μετά από μια έντονη ανοδική κίνηση, που συνοδεύονται από ισχυρά θεμελιώδη και μερισματική απόδοση, τα χαρτοφυλάκια συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω ενδέχεται να περιορίζουν σημαντικά τις αποφάσεις τους για τοποθετήσεις.
Έτσι, όσο περισσότερο διαρκεί η τρέχουσα πολύπλευρη κρίση και οι κεντρικές τράπεζες πηγαίνουν ολοένα και «επιθετικότερα» να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, τόσο οι επιπτώσεις αυτών θα γίνονται ολοένα και πιο εμφανής στα μεγέθη της οικονομίας (παγκόσμιας και εγχώριας), των εισηγμένων και συνεπώς στις τιμές των μετοχών. Πλέον, μένει να φανεί αν η εγχώρια αγορά καταφέρει να βγει αλώβητη σε αυτό το περιβάλλον, υψώνοντας μεγαλύτερες ζώνες άμυνες σε sell off των ξένων αγορών.