Σε μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων που απασχολούν παγκοσμίως τα χαρτοφυλάκια και τις στρατηγικές που θα ενεργοποιηθούν το επόμενο διάστημα, απάντησε η Goldman Sachs, μέσω του Jan Hatzius, επικεφαλής οικονομολόγο του αμερικανικού οίκου.
Πρώτο και κύριο ερώτημα είναι οι πιθανότητες που συγκεντρώνει το σενάριο της μετάβασης σε μια υφεσιακή κατάσταση για την αμερικανική οικονομία κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες. Ο Hatzius παρά τους τριγμούς που προκλήθηκαν στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα, διατηρεί τις πιθανότητες μόλις στο 35%, ελαφρώς υψηλότερα από το 25% που έθετε πριν από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, αλλά πολύ χαμηλότερα από το 65% του consensus των αναλυτών που συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg καθώς και από την εκτίμηση της Fed.
Όπως σημειώνει, ο κίνδυνος μιας ολικής και πιο διευρυμένης τραπεζικής κρίσης υποχώρησε σημαντικά, καθώς κανένα άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν ακολούθησε την πτώση της Silicon Valley Bank, με τον δανεισμό μέσω «discount window» από τη Fed να έχει μειωθεί από τα υψηλά επίπεδα που βρέθηκε και τη φυγή καταθέσεων να έχει εξομαλυνθεί. Επιπλέον, η αβεβαιότητα αμερικανικού οίκου ότι οι αυστηρότεροι όροι δανεισμού θα αφαιρούσαν περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες από την αύξηση του ΑΕΠ το επόμενο έτος, φαίνεται να υποχωρεί ενώ σε γενικές γραμμές ευθυγραμμίζεται με τη σημαντική, αλλά όχι δραματική, αύξηση του ποσοστού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που ανέφεραν ότι «η λήψη δανείου ήταν αρκετά πιο δύσκολη» σύμφωνα με την έρευνα της NFIB το Μάρτιο.
Πελάτες της Goldman Sachs ρώτησαν επίσης το εάν οι τραπεζικές πιέσεις δεν σπρώξουν την οικονομία σε ύφεση βραχυπρόθεσμα, θα το κάνει η Fed; Να προκαλέσει δηλαδή μια ύφεση για να μειώσει επαρκώς τον πληθωρισμό. «Δεν νομίζουμε», είναι η απάντηση του Hatzius. «Αν και ο πληθωρισμός το Μάρτιο ήταν μόλις, ελαφρώς χαμηλότερος από τις προσδοκίες του consensus, η «τροχιά» του επιβεβαίωσε ότι εξακολουθεί έστω και σταδιακά να επιβραδύνεται. Αυτό αποτελεί μια καθησυχαστική εξέλιξη μετά τις ανοδικές εκπλήξεις του πρώτου τριμήνου», συμπλήρωσε ο έμπειρος οικονομολόγος.
Επιπλέον, η εικόνα στην αγορά εργασίας είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική, καθώς ο συνδυασμός της υψηλότερης συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και της υψηλότερης μετανάστευσης διατήρησε το ποσοστό ανεργίας στο 3,5% παρά τη συνεχιζόμενη ισχυρή αύξηση των μισθών. Το χάσμα θέσεων εργασίας - εργαζομένων έχει μειωθεί τουλάχιστον στο ήμισυ των προ πανδημικών επιπέδων, ανάλογα με το αν χρησιμοποιηθούν τα επίσημα δεδομένα JOLTS ή τα πιο ήπια του ιδιωτικού τομέα, ενώ το ποσοστό των παραιτήσεων έχει υποχωρήσει περισσότερο από τα μισά του προ πανδημικού επιπέδου.
Από την άλλη, υψηλές πιθανότητες συγκεντρώνονται στο σενάριο της αύξησης των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης από τη Fed στις 2 - 3 Μαΐου, τη στιγμή που η Goldman Sachs δεν αναμένει περαιτέρω κινήσεις σε αυτό το μέτωπο προς τη συνεδρίαση της 13ης - 14ης Ιουνίου, με τα επιτόκια να διατηρούνται στο 5% - 5,25% μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2024. «Οι κίνδυνοι γύρω από τη βασική μας εκτίμηση κλίνουν σαφώς προς τις μειώσεις των επιτοκίων, αλλά, κατά την άποψή μας, όχι σε τέτοιο βαθμό, όσο υπονοείται από το τι τιμολογούν τώρα οι αγορές», αναφέρει ο Hatzius.
Ως προς το κεφάλαιο της Ευρωζώνης και το εάν καταγράφεται μια σχετική πρόοδος στο κομμάτι του αποπληθωρισμού, ο αμερικανικός οίκος επισημαίνει πως είναι πολύ λιγότερο προφανές από ό,τι στις ΗΠΑ, καθώς ούτε ο δομικός πληθωρισμός ούτε η αύξηση των μισθών έχουν εμφανίσει σαφή σημάδια επιβράδυνσης μέχρι στιγμής. Με την υποχώρηση των πιέσεων στις ευρωπαϊκές τράπεζες και το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ να εξακολουθεί να βρίσκεται σχεδόν 200 μονάδες βάσης χαμηλότερα από τα επιτόκια της Fed, οι αναλυτές αισθάνονται σίγουροι πως η ΕΚΤ θα πραγματοποιήσει τουλάχιστον ένα εύρος αυξήσεων κατά 50 μονάδες βάσης. Ωστόσο, και για την Ευρωζώνη η Goldman Sachs αναμένει έναν πιο ουσιαστικό αποπληθωρισμό, αναφέροντας πως αποτελεί πιθανώς ένα ζήτημα «timing» σε σύγκριση με την εικόνα των ΗΠΑ (ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη απογειώθηκε τρεις έως έξι μήνες αργότερα και η πρόοδος στις ΗΠΑ άρχισε να γίνεται εμφανής μόλις το περασμένο φθινόπωρο).
Τέλος, στο ζήτημα του κατά πόσο η παγκόσμια οικονομία προσανατολίζεται προς μια ήπια προσγείωση (soft landing), ο Hatzius αναφέρει πως δεν ισχύει αυτό σε παγκόσμια κλίμακα. Από τη μία πλευρά, ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας έχει σπρώξει και τις δύο χώρες, καθώς και ορισμένους από τους γείτονές τους, σε ύφεση. Από την άλλη πλευρά, η Κίνα βρίσκεται σε ένα διαφορετικό σημείο του κύκλου συνολικά και η εκτίμηση των αναλυτών κάνουν λόγο για ανάπτυξη του ΑΕΠ 6% για το 2023 που σηματοδοτεί ένα αρκετά υψηλότερο επίπεδο από αυτό του consensus.
Ωστόσο, απαιτείται μια προσγείωση στις περισσότερες μεγάλες οικονομίες από την έκρηξη του πληθωρισμού μετά την πανδημία του κορονοϊού, που ως επί το πλείστον θα είναι ήπια. «Όπως σημειώσαμε στα τέλη του περασμένου έτους, αυτός ο κύκλος είναι διαφορετικός από προηγούμενες περιόδους υψηλού πληθωρισμού, καθώς υπάρχουν τρόπου που μπορούν να διευκολύνουν τη μείωση του πληθωρισμού χωρίς να υπάρξει μια ύφεση. Οι προσωρινοί παράγοντες ευθύνονται πολύ περισσότερο για την προγενέστερη εξέλιξη του πληθωρισμού των τιμών και οι αγορές εργασίας θα πρέπει να αποδειχθούν πολύ πιο εύκολο να εξισορροπηθούν μέσω των μειωμένων νέων θέσεων εργασίας και χωρίς μεγάλο - ή ίσως, κανένα - πλήγμα στην απασχόληση.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι αναλυτές στρατηγικής για τα επιτόκια και τις αγορές ομολόγων του αμερικανικού οίκου αναμένουν υψηλότερες αποδόσεις, τη στιγμή που οι αναλυτές στρατηγικής για τις αγορές μετοχών βλέπουν ελάχιστα ή μηδενικά περιθώρια ανόδου από τα τρέχοντα επίπεδα. Ωστόσο, η ομάδα στρατηγικής στα εμπορεύματα της Goldman Sachs εκτιμά ότι η ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου, εξαιτίας της μείωσης της παραγωγής του ΟΠΕΚ+, θα συνεχιστεί.