Η τουρκική λίρα διανύει μέχρι στιγμής αδύναμη χρονιά στις αγορές συναλλάγματος. Τους πρώτους επτά μήνες του 2024, το δολάριο ενισχύθηκε κατά περισσότερο από 12% έναντι του τουρκικού νομίσματος και πλέον αλλάζει χέρια στις 34 λίρες ανά δολάριο.
Τα κορυφαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του κόσμου διχάζονται ως προς το αν η λίρα θα ανακάμψει στο υπόλοιπο του 2024. Ο οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας S&P προβλέπει ότι η λίρα θα αποδυναμωθεί περαιτέρω και θα διαπραγματεύεται στις 40 λίρες έναντι του δολαρίου έως τα τέλη του 2024, στις 42 έως τα τέλη του 2025 και στις 43 έως τα τέλη του 2026. Ωστόσο, έχουν διατυπωθεί και θετικές εκτιμήσεις αναφορικά με την πορεία της λίρας.
Η Citibank είπε πρόσφατα στους πελάτες της ότι έχει ανανεώσει την εμπιστοσύνη της στο τουρκικό νόμισμα, επισημαίνοντας ότι «τώρα πουλάμε προθεσμιακά συμβόλαια δολαρίου/λίρας διάρκειας έξι μηνών, καθώς πιστεύουμε ότι το νόμισμα μπορεί να διαγράψει καλύτερη πορεία τους επόμενους δύο μήνες». Η JP Morgan εξέφρασε παρόμοια αισιοδοξία για τη μελλοντική πορεία της τουρκικής λίρας: «Πιστεύουμε ότι η αναλογία κινδύνου/ανταμοιβής για τη λίρα σε μακροπρόθεσμη βάση έχει βελτιωθεί ξανά. Η διαρθρωτική βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, σε συνδυασμό με την πρόσθετη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής που επιτεύχθηκε και την υποσχόμενη δημοσιονομική σύσφιξη, δημιουργούν προοπτικές για πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι πιέσεις δολαριοποίησης του Μαρτίου μπορεί να αντιστραφούν, αντιδρώντας στη βελτίωση του προφίλ των πραγματικών αποδόσεων», ανέφερε η επενδυτική τράπεζα.
Αυτές οι αποκλίσεις είναι ίσως απόρροια της ταραγμένης τουρκικής πολιτικής σκηνής, η οποία καθιστά δύσκολη την πρόβλεψη των κινήσεων στις αγορές της λίρας με οποιονδήποτε πραγματικό βαθμό εμπιστοσύνης.
Η απότομη υποτίμηση της τουρκικής λίρας ξεκίνησε ιδιαίτερα με την πανδημία της Covid-19 και στη συνέχεια τον πόλεμο στην Ουκρανία, που έκανε τους επενδυτές να αναζητήσουν ασφαλή νομίσματα όπως το δολάριο. Τα υψηλότερα επιτόκια στις ΗΠΑ, αφότου η Fed άρχισε να συσφίγγει τη νομισματική πολιτική ως απάντηση στα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού μετά την πανδημία, ενθάρρυνε επίσης τους επενδυτές να έχουν μεγαλύτερη έκθεση στο δολάριο προκειμένου να επωφεληθούν από τις υψηλότερες αποδόσεις που προσφέρονται. Αυτό έπληξε την τουρκική λίρα και πολλά άλλα νομίσματα αναδυόμενων αγορών.
Ωστόσο, η λίρα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη λόγω της επιδίωξης ανορθόδοξων νομισματικών πολιτικών από τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επί πολλά χρόνια πριν από τις εκλογές του 2023. Ο Ερντογάν έχει εκφράσει εδώ και καιρό την άποψη ότι η απάντηση στον υψηλότερο πληθωρισμό είναι η μείωση των επιτοκίων, κάτι που έχει χρησιμεύσει σαν πετρέλαιο που αναζωπύρωσε τον πληθωρισμό, καθώς οι τιμές αυξάνονται επί του παρόντος στην Τουρκία με ποσοστό άνω του 75% σύμφωνα με τις επίσημες κρατικές ανακοινώσεις (οι ανεξάρτητοι οικονομολόγοι της οργάωσης ENAG που παρακολουθούν τον πληθωρισμό και τον υπολογίζουν βάσει των διεθνών κανόνων και όχι όπως τον υπολογίζει η στατιστική υπηρεσία της Τουρκίας TÜİK, ανακοίνωσαν τον ετήσιο πληθωρισμό στο 100% για τον Ιούλιο).
Μετά από τις εκλογές, ωστόσο, ο Ερντογάν στράφηκε σε πιο ορθόδοξες πολιτικές. Διόρισε τραπεζίτες και συμβατικούς οικονομολόγους που τάσσονται υπέρ τον πρακτικών της Wall Street και δεν ακολουθούν τις οικονομικές επιταγές του σε βασικές οικονομικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένου του υπουργείου Οικονομικών, του οποίου επί του παρόντος ηγείται ο Μεχμέτ Σιμσέκ. Οι μεταρρυθμίσεις του Σιμσέκ έχουν ήδη αρχίσει να αποφέρουν αποτελέσματα – οι εισροές κεφαλαίων αυξάνονται, η συναλλαγματική ισοτιμία έχει σταθεροποιηθεί και τα συναλλαγματικά αποθέματα συσσωρεύονται σταθερά.
Σε αυτό το πλαίσιο τράπεζες όπως η Citi και η JPMorgan εκφράουν μεγαλύτερη αισιοδοξία ότι η λίρα θα μπορούσε να αρχίσει να σημειώνει κέρδη. Πιστεύουν ξεκάθαρα ότι η Τουρκία βρίσκεται στον σωστό οικονομικό δρόμο και ως εκ τούτου είναι σε πορεία εξασφάλισης μεγαλύτερων ροών ξένων επενδύσεων, πράγμα που θα ενισχύσει τη λίρα.
Με το ένα πόδι εκτός
Τα υψηλά επιτόκια που έχουν εισαχθεί για να επιβραδυνθεί ο πληθωρισμός και να στρέψει την Τουρκία σε συμβατικές νομισματικές πολιτικές – τα επιτόκια είναι επί του παρόντος στο 50% – δίνουν περαιτέρω κίνητρα στους επενδυτές να εμπιστεύονται τη λίρα αλλά και τα περιουσιακά στοιχεία που εκφράζονται σε λίρες. Πράγματι, από τον περασμένο Οκτώβριο, περίπου 24 δισ. δολάρια έχουν διοχετευθεί σε συναλλαγές που έχουν σχεδιαστεί για να επωφεληθούν από τα υψηλά επιτόκια. Από τον περασμένο Ιούνιο, ξένοι επενδυτές έχουν επίσης αγοράσει ομόλογα αξίας περίπου 12,5 δισ. δολαρίων με τιμή σε τουρκικές λίρες.
Ωστόσο, σημαντικό μέρος αυτής της έκθεσης είναι με τη μορφή ροών «γρήγορου χρήματος», που σημαίνει ότι επενδυτές, όπως τα hedge fund, μπορούν να αποχωρήσουν γρήγορα εάν χρειαστεί. Με άλλα λόγια, οι επενδυτές παραμένουν μετέωροι και δεν είναι απαραίτητα απολύτως πεπεισμένοι για το μέλλον της τουρκικής οικονομίας. Ακόμη και η Oxford Economics, η οποία επένδυσε προσφάτως σε μεγάλα νούμερα σε τουρκική λίρα, δέχεται ότι υπάρχουν «υψηλοί κίνδυνοι στην κίνησή μας, δεδομένης της αδύναμης εξωτερικής θέσης της Τουρκίας».
Αν και υπάρχουν λόγοι για αισιοδοξία ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Τουρκίας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανατίμηση της λίρας, δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Ο Ερντογάν έχει αλλάξει πορεία στο παρελθόν και θα μπορούσε να το κάνει ξανά. Ακόμα κι αν δεν το κάνει, τα χαμηλά συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας, η συνεχιζόμενη παγκόσμια ισχύς του δολαρίου ΗΠΑ και οι γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή είναι μάνι μάνι τρεις παράγοντες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν συνεχή αστάθεια και αδυναμία στις αγορές της λίρας.
Η θέση της λίρας δεν είναι καθόλου σαφής – εξ ου και οι αντιφατικές εκκλήσεις που έρχονται από τις παγκόσμιες τράπεζες για το νόμισμα.