Η διευκρίνιση ότι δικαιούχοι για τις αναδρομικές επιδοτήσεις ρεύματος θα είναι όσοι έχουν καθαρό εισόδημα έως 45.000 ευρώ και όχι μεικτό, ήταν μία κίνηση που έπρεπε να γίνει. Για τη μεσαία τάξη ή τέλος πάντων για όσους δεν φοροδιαφεύγουν και δημιουργούν με την εργασία τους μεν ένα σχετικά καλό οικογενειακό εισόδημα, αλλά πλέον αντιμετωπίζουν πολύ υψηλές υποχρεώσεις λόγω της νέας πληθωριστικής κρίσης.
Όσο για την πίεση περί επιπλέον παρεμβάσεων στήριξης, γίνεται καθημερινά και κατ' επανάληψη σαφές από τους εκπροσώπους του οικονομικού επιτελείου ότι δεν είναι εφικτό να αποφασιστούν και να ανακοινωθούν αυτή τη στιγμή. Διότι δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος και ο νέος «λογαριασμός» όπως λένε, θα γίνει μετά το τέλος Ιουνίου. Το χρονικό αυτό ορόσημο δεν σχετίζεται μόνο με τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και προς το παρόν, όλα δείχνουν ότι χρονοκαθυστερούν. Έχει σχέση και με το καλό πρόσωπο που πρέπει να δείχνει η Ελλάδα και έτσι να πάρει μέτρα όταν σιγουρευθεί πως έχει τα λεφτά να τα πληρώσει.
Ναι, είναι σαφές πως τα μέτρα είναι λίγα σχετικά με αυτά που ζητάει η αγορά και με όσα έχει ανάγκη η κοινωνία. Παρ όλα αυτά, στις «λίστες» των δανειστών η εικόνα είναι άλλη, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο Eurogroup η Ελλάδα είναι και φέτος, όπως και τον καιρό της πανδημίας, το κράτος που πήρε τα τρίτα υψηλότερα ως αναλογία του ΑΕΠ μέτρα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Προφανώς και η εν λόγω επίδοση, όσο και αν δείχνει πως η κυβέρνηση κάνει ότι μπορεί, δεν είναι δυνατό να χαροποιήσει όσους πιέζονται από τις συνεχείς ανατιμήσεις, πολίτες και επιχειρήσεις. Παρ όλα αυτά, είναι κατανοητό πως πρέπει να φανεί ο βαθμός της ανθεκτικότητας που θα έχουν τα φορολογικά έσοδα τους επόμενους μήνες. Γιατί ναι μεν παρουσιάζονται αυξημένα το πρώτο τετράμηνο αλλά τα πρώτα σημάδια πιέσεων στα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων εμφανίζονται. Τα στοιχεία του δείκτη τιμών στο χονδρικό εμπόριο δείχνουν αύξηση το τρίμηνο από πλευράς τζίρου, αλλά πιέσεις από πλευράς όγκου πωλήσεων. Αλλά και τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα ενεργειακά προϊόντα παρουσίασαν πτώση. Επίσης, πέρα από τα εν λόγω απολογιστικά στοιχεία υπάρχει και η εικόνα που μεταφέρουν οι εκπρόσωποι του λιανεμπορίου αλλά και του τουρισμού κάνοντας λόγο για μεγάλες πιέσεις από τα αυξημένα κόστη.
Για το τι θα γίνει, η εικόνα για την πορεία του πληθωρισμού δεν είναι ευοίωνη. Τα νέα μηνύματα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κάνουν λόγο για πρόσθετη επιδείνωση των προσδοκιών με αύξηση πληθωρισμού κοντά στο 7% φέτος, δηλαδή πιο κοντά στο «κακό» σενάριο. Στην Ελλάδα, την επόμενη εβδομάδα θα υπάρχει μία πρώτη επίσημη γεύση για την πορεία του δείκτη τιμών Καταναλωτή το Μάιο και για το πώς επηρεάζεται το οικονομικό κλίμα και η καταναλωτική εμπιστοσύνη. Όλα αυτά δείχνουν πόσο ευμετάβλητη είναι η κατάσταση και πόσο κρίσιμες είναι οι ισορροπίες που πρέπει να τηρήσει η ελληνική πλευρά. Ισορροπώντας ανάμεσα στις «υποχρεώσεις» της αλλά και στη διατήρηση της ψυχολογίας της αγοράς και της θωράκισης της κοινωνίας.
Να μην ξεχνάμε όμως πως υπάρχει πάντα και η άλλη πλευρά: αν δεν πάρεις μέτρα για να συγκρατήσεις τη μείωση της ζήτησης, τότε θα έρθει και η ώρα της μείωσης τζίρου παρά τις ανατιμήσεις, χτυπώντας και στα κρατικά έσοδα. Όπως έγινε ήδη με τα καύσιμα…
Όλα αυτά δείχνουν πως είναι η ώρα της ευθύνης για όλους. Το πρόβλημα πρέπει να το διαχειριστεί πρωτίστως το κράτος, αλλά ευθύνη έχει και το σύνολο της αγοράς, των πολιτών και του πολιτειακού συστήματος. Δεν είναι η ώρα ούτε για αισχροκέρδεια ούτε για απόπειρα κινήσεων για εύκολο κέρδος. Δεν είναι επίσης ένα πεδίο για πολιτική εκμετάλλευση. Είναι μία κρίσιμη ώρα, ώρα ευθύνης στην οποία όλοι κρίνονται, αλλά και προδιαγράφουν το μέλλον τους.
Στο πλαίσιο αυτής της ευθύνης πρέπει να γίνει σαφές και κάτι ακόμη. Παρά το ότι, πώς να το κάνουμε, ο πολιτικός κύκλος πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του, θα πρέπει να επιταχυνθούν και οι μεταρρυθμίσεις και οι κινήσεις που θα φέρουν πιο μπροστά την υλοποίηση των επενδύσεων και των στόχων που έχει θέσει η Ελλάδα. Χωρίς οπισθοχωρήσεις, αναβολές και αγωνία για το όποιο κόστος. Ούτως ώστε να συνεχίζει να παρουσιάζει η χώρα καλή εικόνα προς το εξωτερικό, να ισχυροποιεί τη θέση της και να μπορεί να ζητά μέτρα στήριξης αλλά και καλούς όρους δανεισμού.