Ο δημοσιονομικός δρόμος που πρέπει να διαβεί η ελληνική οικονομία φέτος είναι τελικά πολύ πιο… σύντομος. Τούτο με τη σειρά του δίδει μεγαλύτερα περιθώρια για μέτρα στήριξης (αν χρειαστούν, ανάλογα και με την πορεία των κρίσεων), αλλά και για μόνιμες κινήσεις ελάφρυνσης.
Αυτό είναι το πιο εμφανές όφελος από το - πολύ καλύτερο του αναμενόμενου = δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2022. Ανακοινώθηκε από το αρμόδιο Υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα στην εκδήλωση που έλαβε χώρα παρουσία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά και του Προέδρου του Eurogroup Πασκάλ Ντόναχιου ο οποίος με τις δηλώσεις στήριξης που διατύπωσε, ουσιαστικά πιστοποίησε σε πολιτικό επίπεδο την εικόνα της Ελληνικής οικονομίας.
Εδώ ξεκίνα το δεύτερο όφελος, το οποίο συνδέεται με την προσπάθεια επιστροφής της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023 αλλά και προσέλκυσης ώριμων κεφαλαίων που θα βοηθήσουν να κλείσει το (πολύ μεγάλο) επενδυτικό κενό και γενικότερα να διατηρηθεί και να ενισχυθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Γιατί, είναι πλέον σαφές πως, οι επενδύσεις θα είναι η μόνη βιώσιμη διέξοδος σε καθεστώς περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής και συγκράτησης της ζήτησης.
Ας δούμε που είμασταν και που βρισκόμαστε τώρα. Τελικά η κυβέρνηση πέτυχε να μηδενίσει το πρωτογενές έλλειμμα ένα χρόνο νωρίτερα, από το 2022. Δεν αποκλείεται μάλιστα να κλείσει το 2022 και με πρωτογενές πλεόνασμα 0,2% του ΑΕΠ στα στοιχεία που θα πιστοποιηθούν από την Eurostat μετά το Πάσχα, όταν αρχικά ο στόχος ήταν για έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ.
Φέτος, ο στόχος επισήμως είναι πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ αν και το ΥΠΟΙΚ δεν αποκλείει να φτάσει στο 1% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, πρέπει να «διανυθεί» φέτος μία διαδρομή «προσαρμογής» πολύ μικρότερη: της τάξης του 1% του ΑΕΠ ή των 2,23 δις ευρώ, αντί για 2,3% του ΑΕΠ ή 5,15 δις….
Υπάρχουν και άλλες «παράμετροι» που βελτιώθηκαν. Η ανεργία πλέον υπολογίζεται χαμηλότερη του 12%. Όχι πως αυτή η επίδοση προκαλεί πανηγυρισμούς αλλά είναι χαμηλότερη από ότι αναμενόταν. Και τούτο φαίνεται στο «ταμείο» των ασφαλιστικών εισφορών που βοήθησαν και στη δημοσιονομική επίδοση. Αλλά και το ίδιο το ΑΕΠ αναμένεται σε τουλάχιστο 2,3% φέτος από 1,8% που πριν αναμενόταν.
Αυτοί λοιπόν οι αναθεωρημένοι στόχοι για τα δημοσιονομικά και για την οικονομία γενικότερα, δημιουργούν μία πορεία, έναν δρόμο, που πρέπει να διαφυλαχθεί και να προστατευθεί. Να μην ξεχνάμε άλλωστε πως οι στόχοι θα δυσκολέψουν και άλλο στην πορεία: τα πλεονάσματα θα ανέβουν προς το 2% του ΑΕΠ στη συνέχεια ή και πιο ψηλά αν στυλώσει τα πόδια ο «Βορράς», ενώ η μείωση του χρέους θα βασίζεται όλο και πιο λίγο στις (ευτυχώς φθίνουσες) πληθωριστικές πιέσεις. Θα πρέπει λοιπόν η πολιτική που τώρα χαράσσεται να είναι τέτοια που να διασφαλίζει πως θα συνεχίσει η χώρα να λαμβάνει εύσημα και όχι «εντολές» για προσαρμογή, αλλά και που να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να ξεδιπλωθεί μία πορεία στήριξης της αγοράς και της κοινωνίας.