Όχι πως δεν το περιμέναμε, αλλά επιβεβαιώθηκε και κατά τη διήμερη σύνοδο των υπουργών Οικονομίας. Συζήτησαν για το μέλλον των δημοσιονομικών κανόνων για πρώτη φορά μετά την επίσημη πρόταση κανονισμού από την Κομισιόν και οι αποστάσεις παρέμειναν πολύ μεγάλες.
Εδώ που τα λέμε η Ισπανική προεδρία, παραμονές των εκλογών στη χώρα, δεν θα μπορούσε να έχει τέτοια ισχύ που να φέρει μία ευχάριστη έκπληξη. Ραντεβού τον Σεπτέμβριο λοιπόν, με την Επιτροπή να καλεί σε συμφωνία εντός του 2023 και το «ποντάρισμα» για μία νέα παράταση για το 2024 να εντείνεται. Να θυμίσουμε πως το θέμα ξεκίνησαν να το συζητούν στις Βρυξέλλες λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία…
Τι έχουμε λοιπόν δεδομένο για τους επόμενους μήνες; Μία ασαφή συμφωνία περί σταδιακής απόσυρσης των μέτρων στήριξης φέτος και το 2024, μαζί με ένα νέο ραντεβού τον Δεκέμβριο στο οποίο θα ξαναδούν τι θα γίνει «μεταβατικά», δηλαδή μόνο για το 2024 .
Όσο για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, δηλαδή για τους νέους δημοσιονομικοί κανόνες που θα ισχύουν εφεξής, αποτέλεσμα μηδέν. Να θυμίσουμε πως όσο δεν υπάρχει συμφωνία ισχύει ο (εκτός πραγματικότητας πλέον) όρος μείωσης του χρέους κατά ένα εικοστό ετησίως στο «κομμάτι» που περνά το 60% του ΑΕΠ.
Τα καλά νέα για την Ελλάδα εν προκειμένω είναι πως εκπληρώνει – και με το παραπάνω – φέτος και το 2024 ακόμη και τον εν λόγω πολύ δύσκολο όρο: το χρέος ως αναλογία του ΑΕΠ εκτιμάται πως θα μειωθεί κατά 21% λέει η Κομισιόν, πιο πολύ από ότι σε κάθε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ. Μάλιστα, αν συνεχίσει έτσι, μπορεί σε λίγα χρόνια το ελληνικό χρέος να μην είναι το υψηλότερο πανευρωπαϊκά, να είναι το δεύτερο υψηλότερο μετά από αυτό της Ιταλίας.
Βεβαίως, η πολύ εντυπωσιακή αυτή μείωση του χρέους δεν σημαίνει πως λύσαμε το πρόβλημα, ούτε σημαίνει πως είμαστε «καλυμμένοι» ως χώρα μακροχρόνια. Η ορμή που υπάρχει σε αυτόν το δείκτη τα τελευταία χρόνια συνδέεται προφανώς με τη σημαντική και σταθερή δημοσιονομική προσαρμογή (που έχει θέσει ως πρώτο στόχο η κυβέρνηση και λόγω και της προσπάθειας επιστροφής σε επενδυτική βαθμίδα), αλλά και από την ονομαστική ανάπτυξη. Δηλαδή προκύπτει από την πραγματική ανάπτυξη, αλλά και από την συνεισφορά του πληθωρισμού στο ονομαστικό ΑΕΠ (που είναι ο παρονομαστής του δείκτη χρέους).
Άρα, έχει μεγάλη σημασία τα επόμενα χρόνια το σχέδιο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων να πετύχει, για να στηρίξει το πραγματικό ΑΕΠ. Γιατί, αν οι τιμές καταναλωτή σταθεροποιηθούν (ή διορθώσουν), τότε και η απομείωση του χρέους θα είναι πιο δύσκολη.
Σε κάθε περίπτωση οι νέοι αυτοί κανόνες φτιάχνονται όχι μόνο για τις καλές εποχές, αλλά και για τις κακές εποχές. Επιπλέον η Ελλάδα είναι το κράτος με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες και έχει πολλές ανάγκες φύλαξης συνόρων πχ για το μεταναστευτικό. Επίσης, κακά τα ψέματα, υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερη δυνατότητα αύξησης των δαπανών π.χ. για υγεία, για παιδεία, ακόμη και για δημόσιες επενδύσεις όταν τελειώσουν (μετά το 2026) αυτά τα υπέρογκα κοινοτικά κονδύλια.
Προς το παρόν λοιπόν είμαστε καλά, ότι και αν γίνει στα κέντρα αποφάσεων. Αλλά, το τι θα γίνει τελικά σε αυτή τη Βαβέλ απόψεων στις Βρυξέλλες για το μέλλον των δημοσιονομικών κανόνων έχει πολύ μεγάλη σημασία για το «αύριο» της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η Ελλάδα πλέον δεν είναι στο μάτι του κυκλώνα, περιγράφεται ως ιστορία επιτυχίας, αλλά προφανώς δεν ανήκει στους ισχυρούς της ΕΕ. Έτσι θα μετέχει μεν πιο ενεργά στις συζητήσεις που γίνονται, αλλά δεν θα είναι αυτή που θα καθορίσει τις αποφάσεις για τους κανόνες που θα της επιβληθούν για πολλά χρόνια, έως το χρέος της να «πέσει» κάτω από το 60% του ΑΕΠ…