«Αναπόφευκτα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία, τον κοινωνικό ιστό και την αγροτική παραγωγή μας, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια του εφοδιασμού τροφίμων» αναφέρει η ελληνική πλευρά στη δισέλιδη επιστολή προς τις Βρυξέλλες με την οποία αιτιολογεί το αίτημά της όχι μόνο για την «ορατή» μέχρι στιγμής συνδρομή της ΕΕ για την αντιμετώπιση των καταστροφών στη Θεσσαλία και στον Έβρο στο αγροτικό πεδίο, αλλά και για το αίτημα επιπλέον βοήθειας. «Δεδομένου ότι, δυστυχώς, η επανάληψη τέτοιων φαινομένων είναι αναμενόμενη, μια εις βάθος συζήτηση σχετικά με τα σχετικά μέσα της ΕΕ θα πρέπει να θεωρείται ως προτεραιότητα» επισημαίνει.
Εξηγεί πως ακόμη δεν υπάρχει τελικός απολογισμός για τι διπλό πλήγμα που δέχθηκε η Ελλάδα. «Βρέθηκε στο επίκεντρο της κλιματικής κρίσης, βιώνοντας από τις πιο ακραίες πυρκαγιές και πλημμύρες που έχουν καταγραφεί ποτέ στη χώρα και την ευρωπαϊκή ήπειρο». Αλλά δίνει μία πρώτη εικόνα που είναι πράγματι ενδεικτική του μεγέθους του πλήγματος που πρέπει να επουλωθεί με έμφαση στη γεωργία (αφού η επιστολή αφορούσε στο αρμόδιο Συμβούλιο Υπουργών με στόχο επιπλέον αποζημίωση, αλλά και ειδικούς όρους διευκόλυνσης της ροής των διαθέσιμων αγροτικών κονδυλίων από την ΚΑΠ).
Στην Περιφέρεια Θεσσαλίας λοιπόν όπως αναφέρεται, η αγροτική παραγωγή αντιπροσωπεύει το 5,5% του συνολικού ΑΕΠ. Πιο αναλυτικά, αναφέρεται πως αντιπροσωπεύει το 57% των αροτραίων καλλιεργειών της χώρας (βαμβάκι, δημητριακά, όσπρια κλπ), το 40% των δενδροκαλλιεργειών, το 24% των βοοειδών, το 11% των αιγοπροβάτων, το 16% της παραγωγής γάλακτος, το 40% της παραγωγής μαλακών τυριών και το 25% της παραγωγής σκληρού τυριού.
Αλλά και στην περιοχή του Έβρου, πέραν των υπολοίπων καταστροφών στη φύση, δέχθηκε πλήγμα το 23% των ενεργειακών καλλιεργειών, το 6,5% του ζωικού κεφαλαίου της χώρας αλλά και το 3% της γαλακτοπαραγωγής.
Έχουμε λοιπόν - πέραν των υπολοίπων πληγών σε όρους ανθρώπινων ζωών, καταστροφής του περιβάλλοντος, απώλειας υποδομών και περιουσιών - μόνο από το πεδίο της αγροτικής παραγωγής μία απώλεια που μπορεί να αγγίξει (με βάση τα παραπάνω δεδομένα) πολλά δις ευρώ. Ανάλογα με τον τελικό απολογισμό και με το πόσο μεγάλο κομμάτι της παραγωγής και του αγροτικού κεφαλαίου έχει καταστραφεί.
«Μεμονωμένοι αγρότες και επιχειρήσεις έχουν υποστεί σημαντικές ζημιές στις εκμεταλλεύσεις, τις αποθήκες, τις καλλιέργειες και τις κτηνοτροφικές μονάδες τους, ενώ ολόκληρες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη γεωργική παραγωγή και οι σχετικές υποδομές έχουν καταστραφεί» αναφέρεται στην επιστολή. Εξηγώντας πως δεδομένου του μεγέθους της ζημίας, θα χρειαστούν σημαντικά κεφάλαια για την αποζημίωση για την απώλεια φυτικής και ζωικής παραγωγής και την αποκατάσταση των κατεστραμμένων υποδομών…
Η επιστολή λοιπόν μετέφερε «έξω» μία πολύ ζοφερή πρώτη εικόνα για το μέγεθος του πλήγματος στις δύο περιφέρειες. Να προσθέσουμε όμως και το εξής: το θέμα δεν είναι μόνο τοπικό, ούτε μόνο αγροδιατροφικό (αν και εκεί εντοπίζεται σαφέστατα το πιο μεγάλο οικονομικό πλήγμα). Και μόνο το γεγονός πως δεν θα έχουμε σιδηροδρομική γραμμή όπως την ξέραμε για 2 χρόνια συνιστά ζήτημα με πολλές παρενέργειες. Και επειδή τώρα γίνεται ο τελικός απολογισμός, τώρα χαράσσονται οι επόμενες κινήσεις για τα μέτρα αποκατάστασης και θωράκισης, είναι κρίσιμο να ληφθούν οι σωστές αποφάσεις. Να γίνουν οι σωστές επιλογές και από τη κρατική μηχανή (μιλάμε και για το ευρύτερο δημόσιο), αλλά και από τον ιδιωτικό τομέα.
Το φετινό κόστος, να θυμίσουμε, θα το καλύψουν με 400 εκατ. ευρώ οι Βρυξέλλες (από το πακέτο των 2,2 δισ. ευρώ) και με 600 εκατ ευρώ οι φορολογούμενοι από τον κρατικό προϋπολογισμό. Πρόκειται για λεφτά που θα «λείψουν» από άλλα επιδόματα ή από ελαφρύνσεις (όπως για παράδειγμα από το market pass ή από ένα πιο πλουσιοπάροχο επίδομα θέρμανσης). Πρέπει λοιπόν να λεφτά να πιάσουν τόπο, με αρχή βεβαίως από τις αποζημιώσεις όσων επλήγησαν, αλλά και με σχέδιο για την μεγαλύτερη δυνατή θωράκιση της χώρας από τις φυσικές καταστροφές και από όσα δεινά τις συνοδεύουν.