Ενώ η αξία της Βιώσιμης Ανάπτυξης, τόσο σε κρατικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται σημαντικά τα τελευταία χρόνια, στην Ελλάδα παρατηρείται μία καθυστέρηση όσον αφορά την πλήρη υιοθέτησή της. Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται, κυρίως, στη γενικότερη νοοτροπία της χώρας μας, βάσει της οποίας η καινοτομία μερικές φορές αντιμετωπίζεται ως πρόκληση. Φυσικά, η οικονομική κρίση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καθυστέρηση της υιοθέτησης, αλλά και το κράτος άργησε να επικοινωνήσει μεθοδικά στις εταιρείες και στους οργανισμούς τα οφέλη που μπορεί να προσφέρει. Τη μερίδα του λέοντος των ευθυνών, ωστόσο, φαίνεται να κατέχει ο άμεσα ενδιαφερόμενος, που δεν είναι άλλος από τον επιχειρηματικό κόσμο.
Αρχικά, οι ελληνικές επιχειρήσεις, μη κατανοώντας πλήρως την έννοια της Βιώσιμης Ανάπτυξης, δεν αντιλαμβάνονται την ανάγκη ενσωμάτωσης της στον πυρήνα της εταιρικής τους στρατηγικής. Δεν καταλαβαίνουν ότι η Εταιρική Υπευθυνότητα οφείλει να αποτελεί βασικό μέρος του επιχειρηματικού τους μοντέλου με άμεση επιρροή και σημαντικό αντίκτυπο σε όλες τις εταιρικές λειτουργίες κι έτσι είναι απαραίτητο να γίνεται ολοκληρωμένα και συστηματοποιημένα με ξεκάθαρους στόχους. Επιπλέον, η πλειονότητα αυτών δεν επενδύουν στην εκπαίδευση των στελεχών και των εργαζομένων τους πάνω σε αυτά τα θέματα και στον τρόπο που μπορούν να συμβάλλουν, ατομικά και συλλογικά, στη μεγιστοποίηση των θετικών επιπτώσεων και στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιδράσεων της επιχείρησης.
Παράλληλα, υπάρχει η λανθασμένη άποψη ότι η Βιώσιμη Ανάπτυξη αφορά πρώτον, συγκεκριμένο μέρος εταιρειών και δεύτερον, συγκεκριμένες δράσεις.
Ειδικότερα, υπάρχει η αντίληψη ότι η Εταιρική Υπευθυνότητα αφορά μόνο τις μεγάλες πολυεθνικές ή τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες κι ότι δεν αποτελεί μέρος του προληπτικού σχεδιασμού της εταιρικής στρατηγικής κάθε οργανισμού ανεξαρτήτως μεγέθους. Επίσης, για κάποιες επιχειρήσεις η Βιώσιμη Ανάπτυξη εξαντλείται σε μεμονωμένες περιβαλλοντικές ή ανθρωπιστικές δράσεις οι οποίες, παρά τη μεγάλη τους σημασία, δεν έχουν πραγματική σύνδεση με τις λειτουργικές επιχειρησιακές επιπτώσεις. Έτσι, καταλήγουμε λανθασμένα να συγχέουμε την έννοια με μεμονωμένες ενέργειες, όπως την ανακύκλωση, την αναδάσωση ή την κοινωνική ευαισθησία.
Ακόμα, όπως έχει προκύψει και από την Ετήσια Έρευνα του Κέντρου Αειφορίας, οι ελληνικές επιχειρήσεις έδιναν μέχρι τώρα έμφαση κυρίως στα κοινωνικά ζητήματα, αφήνοντας βασικά ουσιαστικά θέματα που αφορούν το περιβάλλον χωρίς την αρμόζουσα προσοχή. Έτσι, πολλές από αυτές δεν είχαν καμία εικόνα των επιπτώσεων που προκύπτουν από τη λειτουργία τους, όπως το ανθρακικό αποτύπωμα των κτηρίων και των παραγωγικών μονάδων τους, την κατανάλωσης ενέργειας και νερού ή τη διαχείρισης των αποβλήτων τους. Ωστόσο, καθώς η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής γίνεται πιο επιτακτική, ο πυλώνας αυτός της Βιώσιμης Ανάπτυξης σχετικά με το περιβάλλον γίνεται όλο και πιο σημαντικός.
Παρόλο που παρατηρούνται ορισμένα συνήθη λάθη στη χώρα μας όσον αφορά την υιοθέτηση στρατηγικής και πρακτικών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, η κατάσταση μοιάζει ευνοϊκή καθώς, ύστερα κι από κατάλληλη ενημέρωση, ο επιχειρηματικός κόσμος φαίνεται να αντιδρά θετικά. Σίγουρα όμως είναι απαραίτητο να ληφθούν περισσότερες πρωτοβουλίες ώστε έτσι να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε σε αυτήν την πρόκληση.