Οι εικόνες από τη διπλανή μας Ιταλία είναι τρομακτικές. Έρημες πόλεις, χιλιάδες νεκροί και καμία απολύτως εικόνα για την επόμενη ημέρα. Και εμείς τι κάνουμε; Βόλτα στις παραλίες, παίρνουμε τους δρόμους για τα χωριά μας.
Τόσα λίγα έχουμε καταλάβει και τόσο ανεύθυνα φερόμαστε.
Αντί να συμμορφωθούμε και επιτέλους να μείνουμε σπίτι, βάζοντας το δικό μας λιθαράκι στον περιορισμό του κορονοϊού, πηγαίνουμε βόλτα στα νησιά, κάνουμε ουρές στα διόδια και γενικά κάνουμε ότι μπορούμε για να διασπείρουμε τη νόσο.
Σε μια κρίση ανευθυνότητας, όχι μόνο βάζουμε σε κίνδυνο τη δική μας υγεία και των αγαπημένων μας προσώπων, αλλά και δυναμιτίζουμε το μέλλον ολόκληρης της χώρας.
Και εξηγούμαι: Όσο πιο γρήγορα και με τις λιγότερες απώλειες περάσουμε τη φάση της έξαρσης του ιού, τόσο μικρότερες θα είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες και για την οικονομία. Γιατί δεν έχει νόημα μόνο αν θα νοσήσουμε σήμερα, αλλά αν θα μπορούμε να δουλέψουμε αύριο.
Όσο μειώσουμε τις συνέπειες από το διάστημα που η οικονομία είναι ανενεργή, τόσο πιο γρήγορα θα επανακάμψουμε. Το 2020 είναι μια χαμένη χρονιά. Το θέμα είναι τι θα γίνει στη συνέχεια, και αν το 2021 θα έχουμε μια ανάκαμψη τύπου V ή τύπου U.
Προφανώς για να γίνει αυτό χρειάζεται συντεταγμένο σχέδιο ενίσχυσης της οικονομίας, με επιπλέον ρευστότητα, κρατικές εγγυήσεις και χρηματοδότηση και κίνητρα για τη διατήρηση θέσεων εργασίας.
Το απλό δίλημμα
Αλλά πριν από όλα αυτά πρέπει να μείνουμε ζωντανοί και όσο το δυνατόν αλώβητοι. Και για να γίνει αυτό οφείλουμε να συμμορφωθούμε στα νέα δεδομένα.
Και να καταλάβουμε ότι η νοοτροπία του «Ελληνάρα μάγκα» που δεν καταλαβαίνει από μέτρα και απαγορεύσεις σκοτώνει. Και σκοτώνει αδιακρίτως, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων ή οικονομικής κατάστασης.
Οι Ιταλοί το βιώνουν κάθε μέρα στο πετσί τους. Καιρός είναι να το καταλάβουμε και εμείς. Το δίλημμα είναι απλό: Συμμόρφωση ή φέρετρα. Και επειδή θέλουμε το πρώτο, όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος. Γιατί όπως πολύ εύστοχα σχολίασε ένας φίλος, «Δικαιώματα και ελευθερίες χωρίς προσωπικές ευθύνες δεν λέγεται φιλελευθερισμός καλά μου παιδιά. Καγκουριά λέγεται».