Η «χαλάρωση» των capital controls προβλέπει μεταξύ άλλων ότι όσοι φέρουν «νέο χρήμα» στις τράπεζες δεν θα έχουν κανέναν περιορισμό στις αναλήψεις τους, για το εν λόγω ποσό. Εκ πρώτης όψεως, το μέτρο φαντάζει λογικό: αν σκεφτεί κανείς ότι σήμερα υπολογίζεται πως υπάρχουν περίπου 20 δισ. ευρώ «κάτω από το στρώμα», ενώ οι τράπεζες αναζητούν διακαώς ρευστότητα, είναι αναμενόμενο να δοθούν κίνητρα.
Από την άλλη όμως, το μέτρο αυτό δημιουργεί καταθέτες δύο ταχυτήτων, «τιμωρώντας» μάλιστα όσους έκαναν… το καθήκον τους. Δηλαδή, όσοι εμπιστεύθηκαν τις τράπεζες και κατ’ επέκταση την κυβέρνηση βγαίνουν χαμένοι, καθώς μπορούν να σηκώνουν μόνο συγκεκριμένο ποσό, πλέον 840 ευρώ ανά δύο εβδομάδες.
Αντίθετα, όσοι έσπευσαν να βγάλουν τα χρήματά τους, συντελώντας σε κάποιο βαθμό στην επιβολή των capital controls είναι οι κερδισμένοι της υπόθεσης. Όχι μόνο γιατί δεν θα έχουν κανένα περιορισμό στις αναλήψεις «νέου» χρήματος, αλλά και γιατί οι τράπεζες είναι έτοιμες να τους επιβραβεύσουν με υψηλά επιτόκια.
Με άλλα λόγια, όσοι επέλεξαν συνειδητά να «μείνουν» εντός τραπεζικού συστήματος αποδείχθηκαν και κερατάδες και δαρμένοι.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στην Ελλάδα. Το περιβόητο σύστημα των περαιώσεων ουσιαστικά επιβράβευε τους (ενδυνάμει) φοροφυγάδες έναντι εκείνων που επέλεγαν να δηλώσουν κανονικά τα εισοδήματά τους. Αρκούσε ένα μικρό (συγκριτικά) ποσό στην εφορία για να αποφύγουν κάθε κίνδυνο ελέγχου, καλύπτοντας έτσι τις όποιες παραλήψεις και ατασθαλείς.
Με τον τρόπο αυτό όμως, σταθερά δημιουργούνται πολίτες δύο ταχυτήτων. Εκείνοι που –είτε επειδή θέλουν είτε επειδή δεν μπορούν να το αποφύγουν- τηρούν τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις τους προς το κράτος ή προς όσα πρεσβεύει η οικονομική ηθική. Και εκείνοι που επιλέγουν συνειδητά να μην το κάνουν. Με τη διαφορά ότι στην Ελλάδα οι πρώτοι τιμωρούνται και οι δεύτεροι ανταμείβονται.
Και βέβαια, όσο αυτό επαναλαμβάνεται, τόσο η πρώτη κατηγορία συρρικνώνεται και η δεύτερη διευρύνεται. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργία του κράτους.