Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ποτέ δεν έχει κρύψει πώς αντιμετωπίζει την Ουκρανία, το έθνος που απειλεί να εισβάλει. Στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ το 2008 στο Βουκουρέστι, ο Πούτιν είπε στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ότι το πρώην σοβιετικό κράτος «δεν είναι καν χώρα». Ο Ρώσος πρόεδρος πιστεύει ότι οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι είναι ένας λαός.
Ως εκ τούτου, οι Ουκρανοί δεν μπορούν να απορρίψουν ότι είναι μέρος της Ρωσίας και οποιοδήποτε «αντιρωσικό» αίσθημα στην Ουκρανία πρέπει να είναι αποτέλεσμα δυτικής ανάμειξης και όχι αντανάκλαση των προτιμήσεων των Ουκρανών. Ο Πούτιν χρησιμοποίησε αυτό το επιχείρημα για να χαρακτηρίσει την ειρηνική πολιτική κινητοποίηση στην Ουκρανία ως πραξικοπήματα ενορχηστρωμένα από ξένους. Απορρίπτει επίσης τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι οι Ουκρανοί πλέον ευνοούν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, έναντι της ένταξης σε πολιτικούς και οικονομικούς οργανισμούς υπό τη Ρωσία.
Όπως αναφέρει το Foreign Affairs, η άρνηση του Πούτιν να δει την Ουκρανία ως ανεξάρτητη χώρα υπονομεύει, αντί να προωθεί τους δήθεν στόχους του στην εξωτερική πολιτική. Αν είχε πάρει στα σοβαρά την εσωτερική πολιτική της Ουκρανίας, η τρέχουσα κρίση θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Ακόμη και μετά την εκδίωξη του φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς μετά την λαϊκή εξέγερση του 2014, ο Πούτιν θα μπορούσε να είχε διατηρήσει την επιρροή της Ρωσίας στη χώρα και να αποτρέψει την Ουκρανία να προσεγγίσει το ΝΑΤΟ - μόνο αν είχε επιτρέψει στις δημοκρατικές διαδικασίες στην γειτονική του χώρα να εξελιχθούν χωρίς παρεμβάσεις. Μετά από 30 χρόνια ανεξαρτησίας, το «τζίνι της ουκρανικής εθνικής ταυτότητας και κράτους δεν μπορεί να ξαναμπεί στο μπουκάλι, όσο κι αν προσπαθήσει ο Πούτιν.
Αλλά το Κρεμλίνο δεν είναι το μόνο που δίνει πολύ λίγη προσοχή στην πραγματικότητα της εσωτερικής πολιτικής της Ουκρανίας. Εάν η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της ελπίζουν να εκτονώσουν την τρέχουσα αντιπαράθεση και να αποφύγουν μια παρόμοια στο μέλλον, θα χρειαστούν επίσης να κατανοήσουν καταλύτρα τι θέλουν οι απλοί Ουκρανοί.
Ένα πρόβλημα που δημιουργεί ο Πούτιν
Μετά το 1991, όταν η Ουκρανία κήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Σοβιετική Ένωση, οι περιφερειακές διαιρέσεις δημιούργησαν ένα φιλορωσικό εκλογικό σώμα στο ανατολικό και νότιο τμήμα της χώρας. Από τότε, φιλορώσοι και φιλοδυτικοί πολιτικοί εναλλάσσονται στην εξουσία. Το 2010, ο φιλορώσος υποψήφιος, Γιανουκόβιτς, νίκησε τον φιλοδυτικό υποψήφιο σε δίκαιες εκλογές, αφού έχασε από τον ίδιο υποψήφιο πέντε χρόνια νωρίτερα.
Τρία χρόνια αργότερα και υπό την πίεση της Ρωσίας, ο Γιανουκόβιτς αρνήθηκε να υπογράψει μια εμπορική συμφωνία με την ΕΕ, ωθώντας τους Ουκρανούς που ευνοούσαν τους ισχυρότερους ευρωπαϊκούς δεσμούς να βγουν στους δρόμους. Μετά από συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των διαδηλωτών που άφησαν δεκάδες νεκρούς στην Πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου τον Φεβρουάριο του 2014, το κοινοβούλιο απομάκρυνε τον Γιανουκόβιτς από το αξίωμα και ανέλαβαν φιλοευρωπαίοι πολιτικοί.
Ωστόσο, η φιλορωσική ουκρανική ελίτ άρχισε γρήγορα να διαπραγματεύεται με τη νέα κυβέρνηση: Ήταν σε θέση να διατηρήσει επιρροή στις εθνικές πολιτικές, επειδή τα φιλικά προς τη Ρωσία εκλογικά σώματα στο νότο και την ανατολή ήταν σημαντικά και οι προτεραιότητές τους δεν μπορούσαν να αγνοηθούν. Όπως και το 2010, ένας άλλος φιλορώσος πολιτικός θα είχε καλές πιθανότητες να επιστρέψει στην εξουσία στις επόμενες εκλογές.
Αλλά ο Πούτιν δεν περίμενε να ολοκληρωθεί η δημοκρατική διαδικασία μέσω των επόμενων εκλογών. Αντίθετα, προσάρτησε την Κριμαία και άρχισε να υποστηρίζει μια εξέγερση στην περιοχή του Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας. Όμως, αντί να τροφοδοτεί τις διαιρέσεις της Ουκρανίας, η ρωσική επιθετικότητα αύξησε την υποστήριξη όχι μόνο στην ανεξαρτησία της Ουκρανίας, αλλά και για έναν φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό. Η ρωσική εισβολή άλλαξε θεμελιωδώς την εκλογική γεωγραφία της Ουκρανίας, αποκόπτοντας περίπου το 12% των (κυρίως) φιλορώσων ψηφοφόρων στην Κριμαία και του Ντονμπάς από το να ψηφίσουν στις εκλογές της Ουκρανίας. Όπως σύντομα έγινε εμφανές, η ρωσική στρατιωτική εμπλοκή υπονόμευσε τη θέση της Ρωσίας στην Ουκρανία: Πριν από το 2014, λιγότερο από το 25% του ουκρανικού πληθυσμού ήταν υπέρ της ένταξης στο ΝΑΤΟ. Τον Δεκέμβριο του 2021, το 58% ήταν υπέρ.
Οι επιθετικές πολιτικές του Πούτιν μείωσαν επίσης την προθυμία του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι να συμβιβαστεί με τη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκε ο πιο φιλορώσος κεντρώος υποψήφιος στις εκλογές του 2019. Ο Ζελένσκι αντίθετα, προσπάθησε να μειώσει την επιρροή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όταν αφαίρεσε τα φιλορωσικά τηλεοπτικά κανάλια που ανήκουν σε ολιγάρχες από τα ερτζιανά, κάτι που ο πιο εθνικιστής προκάτοχός του, Πέτρο Ποροσένκο, είχε σταματήσει να κάνει.
Η αποφασιστικότητα της Ρωσίας να περιορίσει την κυριαρχία της Ουκρανίας, ώθησε επίσης τον Ζελένσκι να σκληρύνει τη θέση του στις διαπραγματεύσεις που αποσκοπούσαν στον τερματισμό του πολέμου στο Ντονμπάς: Η Ρωσία επιμένει σε συνταγματικά κατοχυρωμένο «ειδικό καθεστώς» για αυτές τις περιοχές της Ουκρανίας, το οποίο θα έδινε στην ρωσική ηγεσία- μέσω «αντιπροσώπου»- de facto βέτο στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας. Κατά τη διάρκεια της προεδρικής προεκλογικής του εκστρατείας, ο Ζελένσκι είχε δηλώσει ότι ήλπιζε να καταλήξει σε συμφωνία με τον Πούτιν. Αλλά μόλις ο Ζελένσκι ανέλαβε την εξουσία, η αδιαλλαξία του Πούτιν τον ώθησε - σύμφωνα με τα λόγια του κορυφαίου διαπραγματευτή της Ρωσίας για το Ντονμπάς- να μην «δεν διαφέρει» από τον προηγούμενο «εθνικιστή» πρόεδρο, Πέτρο Ποροσένκο.
Η απροθυμία της Ρωσίας να αναγνωρίσει την ουκρανική εθνική ταυτότητα έχει τροφοδοτήσει φόβους στο πρώην σοβιετικό κράτος, ότι θα απορροφηθεί στην τροχιά της Ρωσίας. Οι Ουκρανοί γνωρίζουν ότι η διάσπαση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από τη Εκκλησία της Ρωσίας —η οποία ξεκίνησε το 2018 και προκάλεσε την οργή του Κρεμλίνου— θα μπορούσε να αναιρεθεί. Η γλωσσική πολιτική θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά προς την απομάκρυνση από τα ουκρανικά και την ενίσχυση των ρωσικών. Η Ρωσία θα μπορούσε να πιέσει την Ουκρανία να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο διδάσκει στους μαθητές της για το «Holodomor», τον λιμό που σχεδίασε η σοβιετική κυβέρνηση του Ιωσήφ Στάλιν και κόστισε τη ζωή σε εκατομμύρια Ουκρανούς.
Οι Ρώσοι θα μπορούσαν να εμποδίσουν τις προσπάθειες του Ουκρανού προέδρου να αποκαλύψει τα δίκτυα των ρωσόφιλων ολογαρχών. Ο Πούτιν θα μπορούσε επίσης να κινηθεί ώστε να περιορίσει τις προσπάθειες- που γίνονται με τη βοήθεια Ευρωπαίων συμμάχων- για τη δημιουργία ανεξάρτητου δικαστικού συστήματος στην Ουκρανία, δεδομένων των ανησυχιών του ότι η εγκαθίδρυση κράτους δικαίου στη γείτονα της Ρωσίας μπορεί να έχει απήχηση στη Ρωσία.
Περαιτέρω προσπάθειες της Ρωσίας να πιέσει την Ουκρανία, θα δημιουργήσουν περισσότερο αντιρωσικό αίσθημα στη χώρα. Όμως, αντί να παλεύει με τους δικούς της λανθασμένους υπολογισμούς και τις εσφαλμένες αντιλήψεις για την Ουκρανία, η Ρωσία συνεχίζει είτε να κατηγορεί τη Δύση, είτε να διαγράφει συμπεριφορές στην Ουκρανία. Εάν η Ρωσία εισβάλει, θα αντιμετωπίσει εκτεταμένη και διαρκή αντίσταση όχι μόνο από τον ουκρανικό στρατό, αλλά και από τους απλούς ανθρώπους σε όλες τις περιοχές της χώρας. Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση, το 50% των Ουκρανών δήλωσαν πρόθυμοι να αντισταθούν στη ρωσική επιθετικότητα. Το 33% δήλωσε ότι θα το έκανε με όπλα και ένα άλλο 22% με μη στρατιωτικά μέσα.
Όσο η Δύση καταδικάζει και θέτει κυρώσεις στη ρωσική επιθετικότητα και απορρίπτει τις διεκδικήσεις της Ρωσίας για την Ουκρανία, η σημερινή ηγεσία στο Κίεβο θα κερδίσει υποστήριξη καθώς ο κόσμος συσπειρώνεται γύρω από την κυβέρνηση λόγω των απειλών της Μόσχας. Και αν η κυβέρνηση Ζελένσκι καταρρεύσει μετά από μια στρατιωτική ήττα, η αντικαταστάτρια της, κατά πάσα πιθανότητα, θα ήταν ακόμη πιο ανυποχώρητη για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας. Μια ρωσική «κυβέρνηση ανδρείκελων», από την άλλη πλευρά, θα στερούνταν κάθε έννοια νομιμότητας. Και μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να κυβερνήσει μόνο με την πλήρη δύναμη των ρωσικών όπλων πίσω της, απαιτώντας την πλήρη και διαρκή κατοχή της Ουκρανίας από τη Ρωσία.
Ο Πούτιν δεν μιλά εξ ονόματος όλων των Ρώσων
Η Ρωσία δεν είναι καταδικασμένη να είναι μια... «και καλά» ιμπεριαλιστική δύναμη, που επιδιώκει να κυριαρχήσει στους γείτονές της. Είναι λάθος να ταυτίζουμε τις απόψεις του Πούτιν για τις σχέσεις της Ουκρανίας και της Ρωσίας με τη Δύση, με τις σταθερές προτιμήσεις της ρωσικής κοινωνίας. Σίγουρα, προς το παρόν, η αυταρχική διακυβέρνηση του Πούτιν έχει καταστρέψει την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, ενώ όσοι εντός της κοινωνίας αντιδρούν βρίσκονται στη φυλακή ή σε εξορία, δίνοντας στον Πούτιν περιθώρια να ενεργήσει μονομερώς. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό το άκρως κατασταλτικό κλίμα, χιλιάδες Ρώσοι, συμπεριλαμβανομένων πρώην στρατιωτικών αξιωματούχων, κάλεσαν τον Πούτιν να μην επιτεθεί στην Ουκρανία. Ο Ρώσος πρόεδρος θα πρέπει να τους ακούσει: Παραδόξως, ο καλύτερος τρόπος για να φέρεις την Ουκρανία πιο κοντά στη Ρωσία, θα ήταν να αφήσεις την Ουκρανία να φύγει.
Η ουκρανική ηγεσία από την πλευρά της, θα πρέπει να είναι προσεκτική και να κάνει διάκριση μεταξύ της προστασίας της ανεξαρτησίας της από μια επικείμενη στρατιωτική απειλή, από τον αποκλεισμό κάθε πιθανότητας σφυρηλάτησης μιας μελλοντικής σχέσης συνεργασίας με τη Ρωσία. Επίσης, τα δημοκρατικά δικαιώματα των Ουκρανών πολιτών που προτιμούν μια στενότερη σχέση με τη Μόσχα θα πρέπει να διασφαλίζονται σχολαστικά. Η δύναμη της Ουκρανίας έγκειται στο να είναι μια πλουραλιστική εναλλακτική, απέναντι στον ρωσικό αυταρχισμό. Ενισχύοντας και εμβαθύνοντας τη δημοκρατία, η Ουκρανία θα αρνηθεί στον Πούτιν τον στόχο του να μετατρέψει το πρώην σοβιετικό κράτος σε μια «μικρή Ρωσία».
Καθώς προχωρούν οι διπλωματικές προσπάθειες για την εκτόνωση των εντάσεων, η Ουκρανία και οι σύμμαχοί της θα πρέπει να προσπαθήσουν να απομακρύνουν την εστίαση από τις συζητήσεις για την επέκταση του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η διπλωματία θα πρέπει να επικεντρωθεί στο να βοηθήσει τη Ρωσία να καταλάβει ότι τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της εξυπηρετούνται καλύτερα με τη δημιουργία μιας σχέσης συνεργασίας με μια προσανατολισμένη στην Ευρώπη, ανεξάρτητη Ουκρανία. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί πόλεμος για να μάθει το Κρεμλίνο ότι, αν και μπορεί να επηρεάσει την Ουκρανία, δεν μπορεί να την ελέγξει ή να αντιστρέψει τον χρόνο μέσω της βίας.
Επιμέλεια: Tέρρυ Μαυρίδης