Με τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη να έχει εκτιναχθεί στο 9,1% και να πυροδοτεί μια κρίση κόστους ζωής σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής, προσπαθούν να προστατεύσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τη φαινομενικά ατελείωτη άνοδο των τιμών της ενέργειας.
Για πολλά νοικοκυριά οι μισθοί δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, ενώ οι τιμές καυσίμων οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας συνεχίζουν να εκτινάσσονται στα ύψη. Οι κυβερνήσεις υιοθετούν δέσμη μέτρων για την ελάφρυνση των καταναλωτών αρχής γενομένης από την επιδότηση ρεύματος και καυσίμων, ενώ σε μια πιο ολιστική προσέγγιση εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην αύξηση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και των κατοικιών.
Τα κτίρια σε όλη την Ευρώπη καταναλώνουν το 40% της ενέργειας της ηπείρου και παράγουν το 36% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ευρωπαϊκή πολιτική στηρίζεται στον εκσυγχρονισμό του κτιριακού αποθέματος των κρατών-μελών της ως τρόπο καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής αλλά και του αυξημένου ενεργειακού κόστους.
Τον Οκτώβριο του 2020, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωσαν ένα «κύμα ανακαίνισης» για να συμβάλουν σε ένα κλιματικά ουδέτερο μέλλον. Αυτός ο σαρωτικός μετασχηματισμός των ευρωπαϊκών πόλεων θα συνεπαγόταν ανακαινίσεις έως και 2% του κτιριακού αποθέματος της ηπείρου σε ετήσια βάση.
Αν και αυτή τη στιγμή, η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης δεν βρίσκεται στα επιθυμητά επίπεδα, με τον COVID να έχει δημιουργήσει κωλύματα στη γοργή και απρόσκοπτη διείσδυση σχετικών προγραμμάτων, η αλήθεια είναι ότι πολλά ευρωπαϊκά κράτη έχουν κινητοποιηθεί, εφαρμόζοντας γενναιόδωρα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας.
Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο κατατάσσεται μεταξύ των χειρότερων στην Ευρώπη για την ενεργειακή απόδοση των σπιτιών, προσανατολίζεται προς την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών καθώς η πολιτική ηγεσία έχει συνειδητοποιήσει ότι για να περιοριστούν οι λογαριασμοί της ενέργειας απαιτούνται μεγάλα κεφάλαια και συχνά μη βιώσιμη προγράμματα. Και αυτό επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ιδιαίτερα ευάλωτο στις αυξήσεις της τιμής του φυσικού αερίου.
Περισσότερα από τα τέσσερα πέμπτα των κατοικιών στο Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθούν να θερμαίνονται από λέβητες αερίου, ενώ το απόθεμα κατοικιών του Ηνωμένου Βασιλείου είναι επίσης το παλαιότερο και λιγότερο ενεργειακά αποδοτικό στην Ευρώπη. Πάνω από το 52% των σπιτιών στην Αγγλία χτίστηκαν πριν από το 1965 και σχεδόν το 20% χτίστηκαν πριν από το 1919.
Οι ειδικοί πιστεύουν ότι ένα σοβαρό πρόγραμμα ενεργειακής απόδοσης θα μπορούσε να έχει πραγματικό αντίκτυπο μέσα σε ένα χρόνο. Έρευνα από το Ινστιτούτο για την Κυβέρνηση (IfG) διαπίστωσε ότι η Μεγάλη Βρετανία σημείωσε τη χειρότερη βαθμολογία σε σχέση με ολόκληρη την Ευρώπη ως προς την ενεργειακή απόδοση των σπιτιών.
Η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της χώρας «είναι πιθανό να εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υψηλούς λογαριασμούς ενέργειας τον χειμώνα του 2023» και προσθέτει ότι «εάν η κυβέρνηση επικεντρωθεί μόνο στη βραχυπρόθεσμη οικονομική στήριξη και λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι τα μακροπρόθεσμα μέτρα που είναι απίθανο να έχουν σημαντικό αντίκτυπο, θα βρεθεί σε ακόμη πιο δύσκολη θέση μέσα σε ένα χρόνο».
Μια ακόμη χώρα όπου η ενεργειακή απόδοση των κτιρίων θεωρείται προβληματική είναι η Ισπανία. Η χώρα είναι μια από τις χειρότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την ανακαίνιση και βελτίωση των υφιστάμενων κτιρίων και απαιτούνται άμεσες αλλαγές για την επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας. Όπως σμειώνει ο Bruno Sauer, γενικός διευθυντής του Συμβουλίου Πράσινων Κτιρίων της Ισπανίας, «Πρέπει να ανανεώσουμε τα κτίρια, πρέπει να τα βελτιώσουμε γιατί χτίστηκαν σε μια εποχή, από τη δεκαετία του '50, του '60 μέχρι τη δεκαετία του '80 ή του '90, όταν δεν υπήρχε πολύ προηγμένη τεχνολογία και ποιότητα.»
Η ισπανική κυβέρνηση έχει προτείνει την ανακαίνιση περισσότερων από μισό εκατομμύριο κατοικιών έως το 2026 σε σύνολο 25 εκατομμυρίων στη χώρα. Για το σκοπό αυτό έχει προϋπολογίσει 6,8 δισεκατομμύρια ευρώ από τα κονδύλια της επόμενης γενιάς της ΕΕ για την ανακαίνιση κτιρίων. «Αυτή τη στιγμή έχουμε ρυθμίσεις και πρότυπα, έχουμε χρηματοδότηση από την Ευρώπη, επομένως αυτά τα δύο μέτρα έχουν τεθεί σε ισχύ. Τώρα πρέπει να δημιουργήσουμε ζήτηση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους που θέλουν να βελτιώσουν τα σπίτια τους», επισημαίνει ο Sauer.
Στο ίδιο πλαίσιο, η Λιθουανία έχει αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη σε όλη την Ευρώπη όσον αφορά στην κινητοποίηση για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων, η οποία αποτελεί υψηλή προτεραιότητα σε όλη τη χώρα. Τα γηρασμένα σοβιετικά συγκροτήματα κατοικιών και άλλα κτίρια πολλαπλών οικογενειών, τα περισσότερα που χτίστηκαν πριν από το 1993, αποτελούν το 66% του οικιστικού αποθέματος της Λιθουανίας. Η κατανάλωση ενέργειας των νοικοκυριών στη Λιθουανία ξεπερνά σημαντικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον κυρίαρχο γείτονά της για τις ενεργειακές της ανάγκες. Για να επιτύχει το εθνικό σχέδιο μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής έως το 2030, η Λιθουανία έχει προσδιορίσει την αποδοτικότητα των κτιρίων ως κορυφαία προτεραιότητα.
Με συνδυασμό δημόσιων επιχορηγήσεων και ιδιωτικής χρηματοδότησης, η χώρα έχει πραγματοποιήσει ενεργειακά αποδοτικές αναβαθμίσεις κτιρίων αξίας 1 δισ. ευρώ.
Τέλος, η Γερμανία, όπου χρησιμοποιήθηκαν επιχορηγήσεις, δάνεια χαμηλού επιτοκίου, φορολογικές εκπτώσεις και δωρεάν συμβουλές ειδικών, με αποτέλεσμα υψηλά ποσοστά απορρόφησης, αποτελεί ένα success story για την ταχύτητα και τη συστηματική προσπάθεια στις ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων.
Το υψηλό κόστος των υλικών καθιστά λιγότερες ελκυστικές κάποιες παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας
Η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας μέσω της βελτίωσης της απόδοσης του κτιρίου είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της νέας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Ωστόσο, ο υψηλός πληθωρισμός και τα αυξανόμενα επιτόκια θα μπορούσαν να μειώσουν την ελκυστικότητα αυτής της προσέγγισης καθώς, σε σχέση με το παρελθόν, το κόστος είναι υψηλότερο για τους ιδιοκτήτες ακινήτων να επενδύουν σε αναβαθμίσεις έντασης κεφαλαίου όταν μάλιστα πρόκειται για δράσεις οι οποίες αποδίδουν μακροπρόθεσμα.
Παρ’ όλα αυτά τα χρηματοδοτικά εργαλεία υποστηρίζουν ευρέως την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων και των κατοικιών. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) — ο δανειοδοτικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που χρηματοδότησε περισσότερα από 96 δισεκατομμύρια ευρώ σε έργα αστικής ανάπτυξης μεταξύ 2017 και 2021 — επεκτείνει ένα πρότυπο προϊόν για τη χρηματοδότηση μετασκευών, ένα προϊόν που χορηγεί δάνεια σε ζευγάρια. Ο στόχος είναι να προωθηθούν διαφορετικά είδη συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που βασίζονται σε μακροπρόθεσμη, χαμηλού επιτοκίου και χαμηλού κόστους χρηματοδότηση. Η πλατφόρμα «fi-compass» της ΕΤΕπ στοχεύει να παράσχει ένα σχέδιο για τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ προκειμένου να αξιοποιήσουν επιχορηγήσεις για να δώσουν κίνητρα στους ιδιοκτήτες και τους κατοίκους να επενδύσουν οι ίδιοι σε αναβαθμίσεις.