Οι μισθολογικές απαιτήσεις προκαλούν ενδεχομένως ανησυχία στους εργοδότες. Το συνδικάτο Verdi απαιτεί 10,5% αύξηση στον ωριαίο μισθό για τους δημοσίους υπαλλήλους και τουλάχιστον 500 ευρώ αύξηση στον μηνιαίο, ενώ το συνδικάτο εργαζομένων στους σιδηροδρόμους EVG, 12,5% και 650 ευρώ αντιστοίχως. Με αυτόν τον τρόπο, τα συνδικάτα θέλουν να αντισταθμίσουν τις απώλειες αγοραστικής δύναμης λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Ενόψει των υψηλών απαιτήσεων, ορισμένοι οικονομολόγοι προειδοποιούν για επικείμενο ανοδικό «σπιράλ» μισθών-τιμών. Οι μισθοί και οι τιμές αλληλεξαρτώνται, γεγονός που μπορεί να έχει δυνητικά οικονομικά επιζήμιες συνέπειες.
Τι σχέση έχουν οι υψηλοί μισθοί με τον πληθωρισμό;
Πριν από λίγες ημέρες, η πρόεδρος της Ε.Κ.Τ. Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι οι εργαζόμενοι και οι εταιρείες θα πρέπει να επωμιστούν εξίσου τα αυξημένα βάρη. «Εάν, αντιθέτως, κάθε πλευρά προσπαθήσει να ελαχιστοποιήσει τις απώλειές της, τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους, οι μισθοί και οι τιμές θα μπορούσαν να οδηγήσουν το ένα σε αύξηση του άλλου».
Τα συνδικάτα φυσικά δεν αντιλαμβάνονται έτσι το πρόβλημα, τουλάχιστον όχι ως απόρροια των αιτημάτων τους. «Το να μιλάμε για ένα ενδεχόμενο ανοδικό σπιράλ είναι ανοησία», λέει ο επικεφαλής του συνδικάτου του κλάδου παροχής υπηρεσιών Verdi, Φρανκ Βερνέκε: «Αν συναθροίσω όλα τα αιτήματά μας μαζί, τότε απαιτούμε λιγότερα από τον πραγματικό πληθωρισμό».
Πρόκειται για ένα βάσιμο επιχείρημα - εάν οι απαιτήσεις παραμείνουν πραγματικά κάτω από τον πληθωρισμό. Διότι, εάν οι τιμές αυξηθούν ταχύτερα από τους μισθούς, οι εργαζόμενοι έχουν απώλειες στον πραγματικό τους μισθό. Έτσι η αγοραστική τους δύναμη εν συνεχεία μειώνεται, η ζήτηση εξασθενεί. Και αυτό συνεπάγεται πτώση παρά αύξηση των τιμών. Ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), Μαρσέλ Φράτσερ, δεν πιστεύει επί του παρόντος σε ένα επικείμενο ανοδικό σπιράλ μισθών-τιμών. «Είναι μύθος». Επειδή οι εργαζόμενοι είχαν μια μέση πραγματική απώλεια μισθού 3% το 2022 και για το 2023 επιπλέον 2% και περισσότερο.
Οι εμπειρογνώμονες θεωρούν εφικτή μία αποδεκτή συμφωνία
Παρόμοια άποψη έχει και η οικονομολόγος Μόνικα Σνίτσερ. Και φέτος, αναμένεται πληθωρισμός άνω του 6%. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υψηλές μισθολογικές απαιτήσεις είναι κατανοητές, σύμφωνα με την πρόεδρο του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων («Wirtschaftsweisen»). Από την άλλη, ωστόσο, πρέπει να αποφευχθεί και ένα ανοδικό σπιράλ.
Για τον λόγο αυτό, η γερμανική κυβέρνηση κατέστησε δυνατές τις αφορολόγητες εφάπαξ πληρωμές από τους εργοδότες στους εργαζομένους και υιοθέτησε μέτρα για τον περιορισμό του υψηλού ενεργειακού κόστους. Η Σνίτσερ φαίνεται πεπεισμένη ότι οι δύο πλευρές θα καταλήξουν σε μία αποδεκτή συμφωνία. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι ένα εξίσου κρίσιμο σημείο: η εμπειρία έχει δείξει ότι οι απαιτήσεις των συνδικάτων μεταβάλλονται στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για τις συλλογικές συμβάσεις και οι πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις είναι συνήθως χαμηλότερες από τις αρχικά υψηλές απαιτήσεις.
Ο Κλέμενς Φουστ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo, αναμένει επίσης μια συμφωνία: «Όπως πάντα, νομίζω ότι θα υπάρξει κάποιου είδους συμβιβασμός. Θεωρώ ότι οι εργοδότες θα υποχωρήσουν σε κάποιο βαθμό. Αλλά φυσικά υπάρχουν όρια και εδώ. Αναμένω λοιπόν μισθολογική αύξηση της τάξης του 7%, που θα εξακολουθούσε να είναι κάτω από το ποσοστό πληθωρισμού, θα ανακούφιζε όμως τα νοικοκυριά και τους εργαζομένους», δηλώνει ο Φουστ στην DW.
Ο Μαρσέλ Φράτσερ είναι βαθιά πεπεισμένος ότι η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων έχει αυξηθεί - και επομένως οι απεργίες είναι πιθανό να ενταθούν. «Αυτή τη στιγμή βιώνουμε μια καμπή στην αγορά εργασίας. Οι εποχές που οι εργοδότες μπορούσαν λίγο-πολύ να υπαγορεύουν τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας φαίνεται να έχουν τελειώσει», λέει ο επικεφαλής του DIW.
Τι θα γίνει με την έλλειψη εργατικού δυναμικού;
Από την άλλη το προσκείμενο στους εργοδότες Ινστιτούτο Γερμανικής Οικονομίας (IW) υποστηρίζει ότι οι υψηλότεροι μισθοί από μόνοι τους δεν θα μείωναν την έλλειψη ειδικευμένων εργαζόμενων. Δεν θα μπορούσαν ούτε να καλύψουν την απουσία δεξιοτήτων βραχυπρόθεσμα, ούτε να μεταβάλουν τις συνθήκες στην αγορά εργασίας μεσοπρόθεσμα, προς τη δημιουργία επαρκούς κινητικότητας. «Αντιθέτως, οι υψηλότεροι μισθοί σε τομείς όπου η έλλειψη εξειδικευμένων εργαζόμενων είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, θα αύξαναν τις τιμές στις υπηρεσίες και τα αγαθά βραχυπρόθεσμα», γράφει ο ειδικός στην αγορά εργασίας του IW Αλεξάντερ Μπούρστεντε σε μια μελέτη.
Αναμφισβήτητα, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει γενική έλλειψη εργαζομένων και ειδικευμένων εργαζόμενων στο μέλλον. Αυτό υποστηρίζουν και οι τελευταίες προβλέψεις του Ινστιτούτου Ερευνών για την Απασχόληση (IAB). Για το 2023, η IAB αναμένει αύξηση 340.000 θέσεων εργασίας που υπόκεινται σε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Ο αριθμός των απασχολουμένων θα φθάσει επίσης σε νέο υψηλό, λίγο κάτω από τα 46 εκατομμύρια. «Η έλλειψη εργατικού δυναμικού είναι μεγαλύτερη απ’ όσο ήταν εδώ και δεκαετίες. Ως εκ τούτου, οι εταιρείες προσπαθούν να κρατήσουν τους υπαλλήλους τους ακόμη και σε ένα δύσκολο περιβάλλον», λέει ο Έντσο Βέμπερ, επικεφαλής του Τμήματος Έρευνας Προβλέψεων και Μακροοικονομικών Αναλύσεων του IAB. Η θετική ανάπτυξη της απασχόλησης στηρίζει τα εισοδήματα και, ως εκ τούτου, αποτελεί σημαντική βάση σταθερότητας για την οικονομία.
Πηγή: Deutsche Welle