Σε κάθε απόπειρα συζήτησης για τις σχέσεις κράτους- εκκλησίας, οι αντιδράσεις είναι δυο ειδών. Η ίδια η εκκλησία ενεργοποιεί το σύνδρομο του διωκόμενου. Άλλοι πάλι θυμίζουν πως δεν πρέπει να ανοίγονται νέα μέτωπα. «Η χώρα περνά δοκιμασίες, ας μην ανοίγουμε ζητήματα που προκαλούν εντάσεις». Ε, λοιπόν, οι θεσμικές τομές δεν μπορούν να περιμένουν. Και πάντως, δεν προβλέπεται στο προσεχές μέλλον ένα ανέφελο πρωινό να τεντωθούμε νωχελικά στο κρεβάτι και να πούμε «τα δύσκολα πέρασαν, ας διευθετήσουμε τις σχέσεις μας με τους ιεράρχες». Το αργότερα ισοδυναμεί με ποτέ.
Θρησκευόμενο κράτος
Το 2006 ανακοινώθηκε αγιασμός στο ΣτΕ. Ο Πρόεδρός του υποστήριξε πως επρόκειτο για εθιμοτυπία. Άθελά του έθεσε γλαφυρότατα το ερώτημα: δικαιούνται τα όργανα της πολιτείας να θρησκεύονται; Η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ τόνισε τότε πως το δικαστήριο επιβάλλεται να αποφεύγει τη διοργάνωση εκδηλώσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να εγείρουν εύλογες αμφιβολίες ως προς την θρησκευτική αμεροληψία του. Μάλιστα στο ΣτΕ εκκρεμούσαν υποθέσεις σχετικές με πρόσωπα της εκκλησίας. Η παρουσία του αρχιεπισκόπου στο δικαστήριο συμβόλιζε εν δυνάμει παρέκκλιση από τη θρησκευτική ουδετερότητα. Ήταν σαν εναγκαλισμός διαδίκου με το δικαστή λίγο πριν από την έκδοση απόφασης.
Η εκπαίδευση είναι άλλο κρίσιμο πεδίο. Ο σχετικός νόμος ορίζει ως σκοπό του σχολείου οι μαθητές «να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης», επιχειρώντας με τρόπο ακροβατικό να συγκεράσει στόχους αποκλίνοντες, όπως η πίστη και η ενδογμάτιση αφενός, η ανεκτικότητα και η κριτική σκέψη αφετέρου. Ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος ανάγει το ιδιωτικό σε δημόσιο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για αλλόδοξους και άθεους. Επίσης, στο σχολείο, χώρο κατ’ εξοχήν συνδεδεμένο με τη γνώση, προτάσσεται η πίστη και καθίσταται η γνώση συμπληρωματικό αγαθό.
Όταν τίθενται αυτά, όταν η πολιτεία επιχειρεί να ρυθμίσει θέματα αποκλειστικά δικά της όπως το περιεχόμενο των σπουδών, η εκκλησία αντιδρά με ιερό πόλεμο. Η αντικατάσταση Φίλη ήταν κακό σινιάλο. Αντιλαμβάνομαι φυσικά τη ρεάλ πολιτίκ και κάποιους τακτικούς ελιγμούς. Όμως κανείς από την κυβέρνηση δε λέει πια έστω ότι μακροπρόθεσμος στρατηγικός στόχος είναι ο χωρισμός κράτους και εκκλησίας. Επικρατεί αλαλία. Η μόνη σαφής κυβερνητική φωνή είναι του κ. Καμένου. Έχουμε έτσι εκχώρηση ζωτικού χώρου σε ακραία συντηρητικά στοιχεία.
Εκκλησία πολιτευόμενη
Υπάρχουν φυσικά οι πιο ακραίες εκφάνσεις. Ο Πειραιώς Σεραφείμ και τα γνωστά κείμενά του κατά ομοφυλόφιλων, Εβραίων, Έλτον Τζον και πολλών άλλων που τολμούν να αναπνέουν και να κινούνται. Ο Κονίτσης Ανδρέας που ευλόγησε στο Γράμμο τους χρυσαυγίτες, τα «καλά αυτά παιδιά, τα αγωνιστικά, με τις μαύρες μπλούζες». Ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος που έγραψε για τους ομοφυλόφιλους και όσους τους στηρίζουν «Ε, λοιπόν, αυτούς τους ξεφτυλισμένους, φτύστε τους! Δεν είναι άνθρωποι! Είναι εκτρώματα της φύσεως!». Οι τρεις δεν είναι γηραιοί γραφικοί στο καφενείο. Ενσταλάζουν μίσος ως δημόσιοι υπάλληλοι αμειβόμενοι από όλους, ακόμα και από όσους πλήττει η ρητορική τους.
Πέρα από τις ακραίες περιπτώσεις, υπάρχει και το mainstream. Γενικότερα η ελλαδική εκκλησία δεν έχει φτάσει στη δική της μεταπολίτευση. Μέρος της ιεραρχίας διεκδικεί ρόλο προνομιακού βραχίονα μιας ιδεολογικά στρατευμένης κρατικής μηχανής, βασιζόμενη σε μια απλή αναγωγή: το ηθικό κεφάλαιο της εκκλησίας πρέπει ανά πάσα στιγμή να μετατρέπεται σε πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο. Προς τούτο απαιτούνται εισβολές σε αλλότρια πεδία: απειλές εκλογικού κόστους προς όσους πολιτικούς δεν συμπορεύονται σε εριζόμενα ζητήματα (ταυτότητες, σύμφωνο συμβίωσης, μάθημα θρησκευτικών). Πεισματική προσπάθεια επηρεασμού της εξωτερικής πολιτικής. Διεκδίκηση ιδιότυπης ασυλίας ή ευνοϊκής μεταχείρισης (θυμίζω το καινοφανές αίτημα για εναλλακτικό εγκλεισμό μητροπολίτη σε μοναστήρι αντί της φυλακής).
Διαπλοκή
Σε συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, ο κ. Βενιζέλος ως υπουργός οικονομικών καθησύχασε τους ιεράρχες: ούτε μείωση μισθοδοσίας του κλήρου ούτε ένταξη εκκλησιαστικής περιουσίας στο ταμείο δημόσιας περιουσίας. Το deal ήταν: η κυβέρνηση δεν θα θίξει καμιά παροχή, η εκκλησία θα κάνει φιλανθρωπίες. Σκανδαλιστικό σόφισμα. Οι υποχρεώσεις της εκκλησίας στο πλαίσιο κοσμικού κράτους δεν υποκαθίστανται από τη φιλανθρωπία. Ο φόρος ακίνητης περιουσίας δεν αναιρείται με τα συσσίτια. Οι φιλανθρωπικές δωρεές οποιουδήποτε εκπίπτουν από τη φορολογία χωρίς να απαλλάσσουν από τη φορολόγηση.
Η Εκκλησία θέλει να συναλλάσσεται. Όποτε βρίσκει εμπόδια, δείχνει τα δόντια της. Πρακτική παλιά όσο και οι σχέσεις της με το κράτος. Και όχι μόνο στη χώρα μας. Το οικονομικό έχει τη μερίδα του λέοντος στη διελκυστίνδα αυτή. Ακόμα και όταν η εκάστοτε διένεξη δεν αφορά το οικονομικό, με τρόπο μαγικό αυτό γίνεται πάντοτε βασικό μέρος της όποιας έκβασης.
Κατακλείδα: αργήσαμε τις θεσμικές μας τομές. Είναι κομβικής σημασίας να προχωρήσουν θέματα όπως η καύση των νεκρών, ο λατρευτικός χώρος των μουσουλμάνων στην Αθήνα, τα θρησκευτικά στο σχολείο. Αυτά, όπως και η πλήρης κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, δεν είναι θέματα συνταγματικής αναθεώρησης. Δεύτερον, θα είναι ιστορικό ατόπημα μια συνταγματική αναθεώρηση που ξεκινά με πρωτοβουλία αυτής της κυβέρνησης να μην έχει θαρραλέες τομές σε αυτά τα θεσμικά θέματα. Και τρίτον, μέχρι να μιλήσουμε ουσιαστικά και συντεταγμένα για χωρισμό κράτους και εκκλησίας, ας μιλήσουμε τουλάχιστον για αλληλοσεβασμό και διακριτούς ρόλους.