Μια από τις πιο «παράδοξες» συμμαχίες ενός ακροαριστερού κι ενός ακροδεξιού κόμματος ολοκληρώνουν μια τριετία διακυβέρνησης και πλέον τα δεδομένα είναι επαρκή για την αποτίμησή της. Δεν μπορεί να κάνει κανείς να αξιολογήσει αυτή τη διακυβέρνηση με τους παραδοσιακούς όρους αξιολόγησης των πεπραγμένων ενός κυβερνητικού σχηματισμού. Ένα απ’ αυτά είναι η συνέπεια μεταξύ (ιδεολογικών) λόγων και έργων. Είναι οφθαλμοφανές ότι τα πεπραγμένα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βρίσκονται, στον αντίποδα των διακηρυγμένων ιδεολογικών τους θέσεων. Είναι, κατά συρροήν, ασυνεπείς ακόμη και απέναντι στο κοινό αφήγημα που τους έφερε στην εξουσία, εκείνο του «αντι-μνημονίου».
Παρ’ όλα αυτά, η ασυνέπεια λόγων και έργων δεν φαίνεται να αξιολογείται από τους ψηφοφόρους ως στοιχείο απο-νομιμοποίησής τους. Μετά από τρία χρόνια συνεχών υποχωρήσεων και παλινωδιών, η διάψευση όσων το «αντι-μνημόνιο» επαγγέλθηκε δεν έχει οδηγήσει στη μαζική απώλεια των υποστηρικτών του, αλλά εκφράζεται περισσότερο ως κριτική στην ικανότητα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να πετύχουν όσα ουτοπικά και τερατώδη περιελάμβανε. Το ίδιο το αφήγημα έχει αποκτήσει χαρακηριστικά μιας «δεοντικής» προσδοκίας: Δεν καταπίπτει ακόμη κι όταν διαψεύδεται.
Εάν ευσταθεί αυτή η υπόθεση, τότε η επόμενη σκέψη οδηγεί σε μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση για την μετριοπάθεια και τον ορθολογισμό: Ο λαϊκισμός και η post truth πολιτική που εγκαινίασαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήρθαν για να μείνουν. Η αμφισβήτηση στην ικανότητά τους να διαχειριστούν τους πομφόλυγες που καλλιέργησαν, θα οδηγήσει στους επόμενους, εξίσου ή χειρότερους, λαϊκιστές. Αυτή τη φορά μπορεί οι περισσότεροι να προέρχονται από τα δεξιά κι όχι από τα αριστερά. Αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό. Σημαντικό είναι ότι η πολιτική κληρονομιά που καταλείπουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι το αυγό του φιδιού που εκκόλαψαν.
Ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας ήταν το επόμενο λογικό επακόλουθο της πολιτικής των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αρνούμενοι πεισματικά να θίξουν τα πάγια κακώς κέιμενα της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής τάξης της χώρας μας, προτίμησαν συνειδητά να δημιουργήσουν μια συσπείρωση στην πλευρά του φαντασιακού εχθρού, του «μνημονίου» και των «γερμανοτσολιάδων». Η κατασκευή εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών παράγει, όμως, πραγματικά αποτελέσματα. Οι Έλληνες διχαζόμαστε στα θέματα εκείνα στα οποία θα έπρεπε να είμαστε ενωμένοι. Προφανείς αλήθειες, όπως «χρέη και ελλείμματα οδηγούν σε χρεωκοπία», «χώρα χωρίς αξιοκρατική διοίκηση δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε καμία πρόκληση και να υλοποιήσει καμία πολιτική», «καλή εξωτερική πολιτική είναι εκείνη που δεν απομειώνει την ισχύ της χώρας» διαστρεβλώθηκαν, έτσι ώστε αντί συναίνεσης να παράγεται και να ανατροφοδοτείται διχασμός: Τη θέση της πολιτικής κατέλαβαν «οι κακοί Ευρωπαίοι», οι «τοκογλύφοι δανειστές», η «εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας» και λοιπά τέρατα. Μόνο που μετά από 3 χρόνια συστηματικής κυβερνητικής καλλιέργειάς τους, τα τέρατα δείχνουν να στρέφονται εναντίον των δημιουργών τους.
Η διοικητική ανικανότητα, ο φαβοριτισμός και η κομματική διάβρωση της δημόσιας διοίκησης που επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σημείωσαν νέα ρεκόρ είναι μερικά ακόμη δυσάρεστα αποτελέσματα της διακυβέρνησής τους. Γονατογραφήματα, παράνομα, παντελώς αστήρικτα και ευτελή κείμενα παρουσιάζονται ως νομοθετήματα και ψηφίζονται από τον λόχο των 153 απνευστί. Προφανώς, η απαξία του κοινοβουλίου και της ποιότητας της ίδιας της δημόσιας διοίκησης δεν αξιολογούνται από τους εθνολαϊκιστές ως πεδία σημαντικά για να αφιερώσουν μεγαλύτερη προσπάθεια.
Τελευταίο αλλ’ όχι έσχατο: Η άτακτη υποχώρηση του κ. Τσίπρα, μετά την εγκατάλειψη της επαναστατικής του λεοντής, στις απαιτήσεις και τα κελεύσματα των δανειστών έχει προκαλέσει μια σοβαρή βλάβη στην εθνική ανεξαρτησία και την αυτοπεποίθησή μας. Η δυσκολία μας να συμφιλιωθούμε με τα όρια της «πολιτικής» που οριοθετείται στο πλαίσιο του προτεκτοράτου που εγκαταλείπει ο κ. Τσίπρας είναι πρόδηλη.
Την έξοδο από το σπιράλ της καθόδου που μας έχουν οδηγήσει οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εγγυώνται μόνον οι πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να λάβουν, σήμερα, ψύχραιμες, γενναίες και πατριωτικές αποφάσεις.