Ο Χρήστος Ροζάκης είχε χαρακτηρίσει τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν και ξέσπασε έντονα το Μακεδονικό ζήτημα, ως την περίοδο του Μακεδονισμού της Ελληνικής πολιτικής ζωής. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά η χώρα έχει μπει ξανά σε μία αντίστοιχη περίοδο με τον δημόσιο διάλογο να εκτραχύνεται καθημερινά και τις περισσότερες συνιστώσες του πολιτικού παιγνίου να κινούνται στη λογική άσπρο- μαύρο και καλό- κακό. Το Μακεδονικό ζήτημα έχει πάρα πολλές πτυχές, τις οποίες πρέπει να λάβει κάποιος υπόψη του, αν φυσικά θέλει να το προσεγγίσει σφαιρικά και ολοκληρωμένα.
Τα Βαλκάνια
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τα Βαλκάνια έχουν περάσει σε μία παρατεταμένη περίοδο αστάθειας. Οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι στρατιωτικές επεμβάσεις και η γέννηση νέων κρατών καλλιέργησαν το έδαφος για τη νέα έκφανση των εθνικισμών που αρκετές φορές οδηγούν σε βίαια ξεσπάσματα. Παράλληλα, τα Βαλκάνια αντιμετωπίζουν μία σειρά από προκλήσεις ασφάλειας, τόσο παραδοσιακές που σχετίζονται με την αλλαγή των συνόρων και των ισορροπιών, όσο και νέων. Τα Βαλκάνια αντιμετωπίζουν έντονα τις απειλές του εξτρεμισμού, της τρομοκρατίας, του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και της γενικότερης πολιτικής και οικονομικής αστάθειας. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως τόσο η π Γ.Δ.Μ., όσο και το Κόσσοβο είναι δύο εύθραυστα κράτη, τα οποία χρειάζονται τη στήριξη της διεθνούς κοινότητας για να σταθεροποιηθούν.
Οι Διεθνείς και Περιφερειακοί Δρώντες
Στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια έναν εντεινόμενο ανταγωνισμό επιρροής των δυνάμεων της Δύσης, κυρίως των Η.Π.Α. και της Γερμανίας, των οποίων η πολιτική στηρίζεται στην ένταξη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, με τη Ρωσία που προσπαθεί να διεισδύσει όσο το δυνατόν περισσότερο στην περιοχή, αλλά και την Τουρκία που χρησιμοποιεί περισσότερο το χαρτί του Ισλάμ. Επομένως, η επίλυση των διαφορών και η ένταξη προοπτική των χωρών της περιοχής έχει βαρύνουσα πολιτική και στρατηγική σημασία και για την παγκόσμια σφαίρα επιρροής.
Η αναγκαιότητα της Λύσης
Η χρονίζουσα αντιπαράθεση Ελλάδας και π. Γ.Δ.Μ. πρέπει να ολοκληρωθεί. Η εξεύρεση μίας συνολικής και βιώσιμης λύσης, βασισμένης στη λογική των αμοιβαίων συμβιβασμών πρέπει να κάποια στιγμή να ολοκληρωθεί. Η λύση είναι αναγκαία τόσο για την Ελλάδα, η οποία πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει να δαπανά σημαντικό διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο στην αντιπαράθεση με τη γειτονική χώρα, που αρκετές φορές την έχει φέρει σε δύσκολη θέση στους διεθνείς οργανισμούς, λόγω κυρίως της άσκησης του δικαιώματος της αρνησικυρίας έναντι της πιθανής ένταξης της π.Γ.Δ.Μ. στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Παράλληλα, η λύση είναι περισσότερο αναγκαία, έως και υπαρξιακή θα μπορούσαμε να πούμε, για την π. Γ.Δ.Μ. Η σταθερότητα και η συνοχή της μικρής αυτής Βαλκανικής χώρας, στην οποία συνυπάρχουν με δυσκολία Σλάβοι και Αλβανοί, περνά μέσα από την ένταξη της στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Τέλος, η λύση κρίνεται αναγκαία και για την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, οι οποίοι θέλουν να ολοκληρώσουν την πολιτική διεύρυνση τους προς της περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων.
Η Συμφωνία
Είναι η πρώτη φορά, από την εποχή της Ενδιάμεσης Συμφωνία, που οι δύο χώρες έχουν φτάσει τόσο κοντά στην υπογραφή μίας Συμφωνίας η οποία θα εγκαινιάσει τη διαδικασία επίλυσης των ζητημάτων. Είναι σύνηθες στις διμερείς συμφωνίες να υπάρχουν αμοιβαίοι συμβιβασμοί, κανένα από τα δύο μέρη δεν μπορεί να κερδίσει ή να χάσει απόλυτα. Άλλωστε, όπως μας έχει δείξει η ιστορία, δεν μπορεί να υπάρξει η απόλυτη συμφωνία μέσω διπλωματικών διαπραγματεύσεων. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η συμφωνία που κατέληξαν οι κυβερνήσεις των δύο χωρών. Υπάρχουν θετικά σημεία, σε αυτά συγκαταλέγεται ξεκάθαρα το ζήτημα της σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό (Βόρεια Μακεδονία) και η πρόθεση συνταγματικής αναθεώρησης, αλλά και αρνητικά όπως τα ζητήματα της γλώσσας και της ταυτότητας. Επίσης, υπάρχουν και μία σειρά θεμάτων, όπως της ονομασίας προέλευσης των προϊόντων, τα οποία δεν ξεκαθαρίζονται πλήρως και πιθανότατα στο μέλλον να δημιουργήσουν εντάσεις.
Ο Μηχανισμός Ελέγχου
Η αποτελεσματικότητα των συμφωνιών αρκετές φορές κρίνεται από το μηχανισμό ελέγχου της προόδου τους. Στην περίπτωση της Ελλάδας και της π. Γ.Δ.Μ. ο μηχανισμός ελέγχουν περιλαμβάνει τη δυνατότητα της Ελλάδας να καθορίσει την ένταξη ή μη της γειτονικής χώρας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ελλάδα στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι είχε κάνει χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας για να πιέσει την π. Γ.Δ.Μ. να προχωρήσει στις αλλαγές που απαιτούνται στο ονοματολογικό κτλ. Στην πρόσφατη Συμφωνία προβλέπεται η ύπαρξη του μηχανισμού ελέγχου της προόδου από την πλευρά της π.Γ.Δ.Μ.. με έμφαση ειδικότερα στην προοπτική ένταξης στην Ε.Ε., η οποία είναι μακροχρόνια και βασίζεται στην εκπλήρωση μίας σειράς προαπαιτούμενων. Ωστόσο, η περίπτωση της ένταξης στο ΝΑΤΟ είναι διαφορετική, όπου η διαδικασία είναι πιο απλοποιημένη και ενδεχομένως η π. Γ.Δ.Μ. να κερδίσει την ένταξή της πριν ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία επίλυσης.
Οι Κυβερνήσεις
Οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών- Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ- κατάφεραν να καταλήξουν σε μία συμφωνία, την οποία ο καθένας την παρουσιάζει στη χώρα του με διαφορετικό τρόπο. Το σημαντικότερο ζήτημα σχετίζεται με το αν οι δύο Πρωθυπουργοί θα καταφέρουν να επικυρώσουν τη Συμφωνία με τον τρόπο που τελικά θα επιλέξουν. Κοινοβούλιο και δημοψήφισμα στην π.Γ.Δ.Μ. και Κοινοβούλιο στην Ελλάδα. Στη γειτονική χώρα η Κυβέρνηση θα έρθει γρηγορότερα αντιμέτωπη με την ανάγκη να πείσει τις πολιτικές δυνάμεις και τους πολίτες για τα οφέλη της συμφωνίας. Όμως, η πρόβλεψη επικύρωσης με 2/3 στο κοινοβούλιο της π. Γ.Δ.Μ. δεν είναι τόσο εύκολο να επιτευχθεί. Παράλληλα, και στην Ελλάδα η κατάσταση είναι αρκετά δύσκολη, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη πως ο κυβερνητικός εταίρος- οι ΑΝΕΛ- είναι αρνητικοί ως προς τη συμφωνία.
Η Αντιπολίτευση και οι Πολίτες
Οι δύο κυβερνήσεις μπορούν να υπογράψουν τη Συμφωνία, όμως η ουσιαστική και βιώσιμη λύση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτή να υποστηρίζεται από τους πολίτες και από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις στις δύο χώρες, άλλωστε, η Συμφωνία θα ολοκληρωθεί κλιμακωτά και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το γεγονός την τελική εφαρμογή να τη διαχειριστεί διαφορετική κυβερνητική πλειοψηφία σε μία ή και στις δύο χώρες. Στην π.Γ.Δ.Μ. η αντιπολίτευση είναι εθνικιστικά διακείμενη και είναι ξεκάθαρα αρνητική προς τη συμφωνία. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα. Αρνητικά έναντι της συμφωνίας έχει τοποθετηθεί το σύνολο των πολιτικών κομμάτων, εκτός της εξαίρεσης του Ποταμιού. Η αντιπολίτευση αμφισβητεί τόσο την ίδια τη Συμφωνία, όσο και τον τρόπο που αυτή διαμορφώθηκε, χωρίς τη συμμετοχή και την ενημέρωση της αντιπολίτευσης, κάτι που καθιστά την πολιτική συμφωνία σχεδόν αδύνατη.
Είναι εμφανές από τις παραπάνω παραμέτρους πως η επίλυση του ζητήματος δεν είναι απλή και εύκολα υλοποιήσιμη διαδικασία. Πολιτικοί συσχετισμοί, οι πολίτες και ο ρόλος των διεθνών οργανισμών είναι σημαντικός, αλλά δεν οδηγεί πάντα προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης της επίλυσης. Το μόνο σίγουρο είναι πως πρέπει να είμαστε αρκετά σκεπτικοί για το τέλος της συγκεκριμένης προσπάθειας και για το πώς αυτή θα κινηθεί τους επόμενους μήνες. Για αυτό δεν χρειάζονται ούτε πανηγυρισμοί, ούτε και αφορισμοί.