Υπάρχει μια πραγματική ιστορία από τον κόσμο των επιχειρήσεων, που έγινε γνωστή τον Απρίλη του 1954 μέσω της εφημερίδας «The Sarasota Journal» στη Φλόριδα των ΗΠΑ. Αναφέρονταν σε έναν νεαρό επιχειρηματία και στις συνθήκες λειτουργίας που ανακάλυψε μέσα στην οικογενειακή επιχείρηση που κλήθηκε να αναλάβει, διαδεχόμενος τον πατέρα του. Ήταν μια εταιρεία που είχε ξεκινήσει ο παππούς του, 50 χρόνια πριν, αρχικά ως μια μικρή βιοτεχνία χειροποίητων θηκών καπνού που στην πορεία μπόρεσε να εξελιχθεί σε έναν κολοσσό του είδους, που πλέον είχε υπό έλεγχο το 75% της αγοράς των ΗΠΑ σε σχέση με την παραγωγή και την εμπορία των προϊόντων του. Το ρεπορτάζ της εφημερίδας περιέγραφε τη μελέτη μιας ριζικής αναδιοργάνωσης της εταιρείας, που σχεδίαζε να υλοποιήσει ο νεαρός επιχειρηματίας, κυρίως για έναν λόγο. Ήταν έτοιμη να καταρρεύσει εξ αιτίας της αδιαφορίας των δεκάδων διευθυντών, προϊσταμένων και τμηματαρχών που είχαν προκύψει στο πέρασμα του χρόνου, οι οποίοι απολάμβαναν υψηλούς μισθούς και διάφορα bonus, ζούσαν όμως σε «μικρόκοσμο» εκτός πραγματικότητας, δεν γνώριζαν τίποτε για τα «παραέξω» της εταιρείας, της αγοράς και της κοινωνίας και ενδιαφέρονταν μόνο για τη διατήρηση της προσωπικής ματαιοδοξίας τους. Ήταν μια περίοδος που σύμφωνα με την μόδα της εποχής όλοι αυτοί αρέσκονταν να τους προσφωνούν ως… «chief» (κατά το «boss» των επιχειρηματιών). Αυτός ήταν ο λόγος που όταν ζητήθηκε από τον νεαρό επιχειρηματία να περιγράψει την κατάσταση που βρήκε στην οικογενειακή επιχείρηση κι έπρεπε να την αλλάξει άμεσα, η φράση που ανέφερε ως απάντηση ήταν: «Too many chiefs and not enough Indians»!
Θυμήθηκα τη φράση εκείνου του Αμερικανού επιχειρηματία, διαβάζοντας για το κόμμα των Δ. Καμμένου και Τ. Μπαλτάκου και «κατηγοριοποίησα» αμέσως τους ιδρυτές του. Θέλησαν να γίνουν κι αυτοί «chiefs» όπως και τόσοι άλλοι πριν από αυτούς, που πέρασαν αλλά δεν ακούμπησαν. Γεμίσαμε επίδοξους «chiefs» που εκμεταλλεύονται πλήρως την ανοχή μιας κοινωνίας στη χώρα του «είσαι ότι δηλώσεις». Γεμίσαμε επαγγελματίες αρχηγίσκους έμπλεους προσωπικής ματαιοδοξίας, έτοιμους να παραπλανήσουν ένα ελάχιστο και ελλιπώς πληροφορημένο ακροατήριο, με όσες απόπειρες κι αν χρειαστεί. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του συνιδρυτή του «νέου» κόμματος, του Τάκη Μπαλτάκου, που μέσα σε τρία χρόνια ίδρυσε τρία διαφορετικά (κόμματα) και τώρα ιδρύει κι ένα τέταρτο. Το οποίο εάν δεν «περπατήσει» σύντομα, όπως είναι βέβαιο ότι θα γίνει, ίσως προλάβει να ιδρύσει κι ένα πέμπτο. Δείχνει πως ξέρει την «τέχνη». Κι όλα αυτά για έναν και μόνο λόγο. Για τον τίτλο του... «chief», για την «ταμπέλα» και τίποτα περισσότερο. Έστω κι αν πρόκειται για κόμμα- σφραγίδα, έστω κι αν καταγράφουν ποσοστά εφάμιλλα πολικής θερμοκρασίας.
Ποιος όμως χρειάζεται όλους αυτούς τους εμμονικούς «chiefs» και τους εποχικούς αρχηγίσκους; Τι έχουν να μας προσφέρουν δύο ακόμη επιδειξίες του πολιτικού αμοραλισμού που κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας στο περιθώριο μιας ξεπερασμένης πολιτικής και ενός μιντιακού συστήματος που έντεχνα πολλαπλασιάζει την ακροδεξιά ρητορική τους; Σε τι ακριβώς τους χρειάζεται η κοινωνία; Τίποτα δεν έχουν να προσφέρουν, πουθενά δεν χρειάζονται. Και κυρίως δεν έχουν καμία απάντηση για τα κρίσιμα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες, παρά μόνο μένος, φοβίες και μίσος, έχουν να μεταδώσουν στον κόσμο. Δεν έχουν καμία απάντηση για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, για την υπερφορολόγηση των Ελλήνων, για την ανεργία και την απόγνωση της νεολαίας, για τα χάλια της εκπαίδευσης, για τα λουκέτα στην αγορά, για τη φτώχεια της κοινωνίας. Κρύβονται κάτω από τη θολούρα που παρουσιάζουν ως «πολιτικό λόγο» και με δακρύβρεχτους θεατρινισμούς και άλλες γελοιότητες επιχειρούν να απευθυνθούν στο θυμικό κάποιων ανθρώπων, με αποτέλεσμα να μετατρέπουν σε παρωδία ακόμη και ιδιαίτερα σοβαρά θέματα όπως το Μακεδονικό και η θλιβερή συμφωνία των Πρεσπών.
Κι εμείς είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύουμε, σεβόμαστε και κάνουμε το σταυρό μας, κι εμείς είμαστε πατριώτες και συγκινούμαστε όταν ακούμε τον Εθνικό Ύμνο μας, κι εμείς κρατάμε ψηλά τη σημαία του Έθνους και την ελληνικότητα της Μακεδονίας από ανέκαθεν, κι εμείς τιμούμε την ελληνική παράδοση του τόπου μας. Όμως δεν τα διαφημίζουμε, ούτε τα χρησιμοποιούμε για να κάνουμε πολιτική και δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να τα προβάλουμε για να «πουλήσουμε» πατριωτισμό και να τα εκμεταλλευτούμε. Τα θεωρούμε διαχρονικές αξίες που εκφράζουν την συντριπτική πλειοψηφία των συμπατριωτών μας, από τα «δεξιά» μέχρι τα «αριστερά» και δεν νιώθουμε ότι διαφέρουμε για να τα παρουσιάσουμε ως κάτι που μας ξεχωρίζει. Δεν γίνεται να λειτουργούμε με διαχωριστικές λογικές «άσπρου» και «μαύρου», δεν μπορούμε να εγκρίνουμε τέτοιους αφορισμούς, ούτε παρόμοιες περιχαρακώσεις, οφείλουμε να συνυπάρξουμε ο καθένας με την άποψή του και τη διαφορετικότητά του, μέσα στα πλαίσια της δημοκρατίας, καταδικάζοντας φανατισμούς και ακρότητες.
Εκείνο που νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε πραγματικά, είναι να συσπειρωθούμε όσο γίνεται περισσότερο και να πλαισιώσουμε σε κάθε γραμμή και από κάθε άποψη, τη μεγάλη παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς εμμονές, ενωτικά και μαχητικά, για να γίνει πράξη ο σύγχρονος και αναπτυξιακός λόγος του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μας κυβερνά μια καταστροφική κυβέρνηση κι ένας αποτυχημένος πρωθυπουργός. Χρειαζόμαστε μια νέα εθνική συστράτευση, μια δυναμική επανεκκίνηση που θα μας κάνει ξανά όλους υπερήφανους που είμαστε Έλληνες. Μπορούμε να πάμε επιτέλους την Ελλάδα μπροστά και η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να το κάνει, είναι η Νέα Δημοκρατία. Εκεί είναι η ανάγκη της συσπείρωσης, εκεί χρειάζεται να γίνουμε ακόμη περισσότεροι για να το πετύχουμε. Αυτό κάνουμε κι αυτό θα μας δώσει την τελική μεγάλη και ισχυρή νίκη.
ΥΓ: Ο νεαρός επιχειρηματίας της ιστορίας που προανέφερα, τελικά απαλλάχθηκε από τους «chiefs» και κατόρθωσε όχι μόνο να σώσει την επιχείρηση αλλά και να πολλαπλασιάσει τον κύκλο εργασιών της, στηριζόμενους σε… «Indians» και άλλους που συμπαρατάχθηκαν μαζί του, συμμεριζόμενοι το όραμα και τις αποφάσεις του.