Βασικά στηρίγματα στην συνέχιση της πολιτικής του πορείας χάνει ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είτε με τον ίδιο να «καρατομεί» τον ένα μετά τον άλλο τους κεντρικούς τραπεζίτες της χώρας, είτε με ηχηρές παραιτήσεις όπως αυτή του υπουργού Οικονομικών που γεννούν σενάρια για το τι θα επακολουθήσει, σε μια χώρα που πιέζεται από παντού.
Η παραίτηση του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γαμπρού του Ερντογάν και επί μια 5ετία στα ηνία της οικονομίας της χώρας, ήρθε λίγο μετά το «ξήλωμα» του Τούρκου κεντρικού τραπεζίτη Μουράτ Ουισάλ, με τον «έλεγχο» της κεντρικής τράπεζας της χώρας να περνάει από τον Τούρκο πρόεδρο, Ενδεικτικό είναι πως η Ουισάλ δεν είναι ο πρώτος που βλέπει την πόρτα της εξόδου καθώς ένα χρόνο πριν, το 2019 ο Μουράτ Τσετίνκαγια, είχε δείξει το δρόμο. Έτσι δημιουργείται η εικόνα της πλήρους απομόνωσης του Ερντογάν στο εσωτερικό του, κάτι που ο ίδιος γνωρίζει ότι θα επιφέρει ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων.
Οι πολιτικοί χειρισμοί και τα πολλαπλά μέτωπα που ανοίγει ο Ερντογάν, κλυδωνίζουν έντονα έδω και ένα χρόνο, την τουρκική οικονομία, με τη λίρα να εξελίσσεται στο μεγαλύτερο βαρίδι. Το φαινόμενο των συχνά επαναλαμβανόμενων νομισματικών κρίσεων στην Τουρκία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην «δολαριοποιημένη» οικονομική της δομή και στα προβλήματα που απορρέουν από αυτή, αλλά και στις πολιτικές παρεμβάσεις του Ερντογάν στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής. Το τουρκικό νόμισμα έχει καταγράψει απώλειες που ξεπερνούν το 40% από την αρχή του έτους φτάνοντας τις 8,41 λίρες ανά δολάριο, αγγίζοντας ενδοσυνεδριακά και τις 8,5 λίρες. Από το κραχ που καταγράφει η λίρα, μπορεί κανείς να ξετυλίξει το καλά μπερδεμένο κουβάρι της τουρκικής οικονομίας.
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί, τα βραχυπρόθεσμα εξωτερικά χρέη είναι τεράστια ξεπερνώτας το 20% του ΑΕΠ και τα συναλλαγματικά αποθέματα είναι σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα. Παράλληλα, η κρίση του κορονοϊού επέφερε ένα σημαντικό και μακροχρόνιο πλήγμα στον τουριστικό τομέα της χώρας και, συνεπώς, και στις εξαγωγές υπηρεσιών και στη θέση τρεχουσών συναλλαγών. Και κάπου εδώ, έρχεται ο αδύναμος ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας, με βασικές διαφορές από το 2018 όταν είχε καταφέρει να γλιτώσει την Τουρκία από το χείλος του γκρεμού, ενεργώντας με επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων, κάτι που δεν έγινε ούτε τον Αύγουστο ούτε πριν μερικές μέρες. Η εμπειρία του 2018 όπως τόνιζε πρόσφατα η Capital Economics δείχνει ότι η τουρκική λίρα θα μπορούσε να υποστεί ημερήσια «κραχ» έως και 10-12% έναντι του δολαρίου, με παράλληλη εκτόξευση των spreads των τουρκικών ομολόγων. Σε αυτό το πλαίσιο αναταραχής ο πληθωρισμός συνεχίζει να καλπάζει φτάνοντας το 11,9%, έναντι 11,8% τον Σεπτέμβριο. Αυτά, έχουν άμεσο αντίκτυπο στην τσέπη του Τούρκου καταναλωτή, που βλέπει τις τιμές βασικών αγαθών να αυξάνονται μέρα με τη μέρα, όσο η λίρα καταρρέει.
Φυσικά, οι τουρκικές τράπεζες δεν μένουν αλώβητες σε αυτό το χαοτικό σκηνικό, καθώς η Capital Economics αναμένει νέα δεινά για την τουρκική οικονομία εντός Νοεμβρίου όταν πρόκειται να αποπληρωθεί χρέος ύψους 4,5 δισ. δολαρίων. Για να αποφευχθεί ωστόσο μια τραπεζική κατάρρευση όπως εκτιμά θα πρέπει οι τουρκικές τράπεζες να έχουν άμεση πρόσβαση σε ξένο νόμισμα μέσω της spot αγοράς. Παρ' όλα αυτά η επιλογή αυτή εγκυμονεί δύο κινδύνους. Πρώτον, θα ασκήσει περαιτέρω πίεση στη λίρα και δεύτερον οι τράπεζες θα πρέπει να πουλήσουν δικά τους assets, κάτι που θα συρρίκνωνε περισσότερο τους ισολογισμούς τους, αυστηροποιώντας τα credit conditions. Παράλληλα το μοντέλο οικονομικής επέκτασης που υιοθετήθηκε μέσω της αύξησης των πιστώσεων, σε συνδυασμό με το πλήγμα που επέφερε ο κορονοϊός στην αγορά εργασίας (αύξηση της ανεργίας, συρρίκνωση των εισοδημάτων και μέσω της υποτίμησης της λίρας) θα αυξήσουν περαιτέρω τον όγκο των NPLs για τις τουρκικές τράπεζες, καθώς σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της S&P Global Ratings τα NPLs αναμένεται να φτάσουν το 11% με 12% του συνολικού όγκου δανείων έως το 2021, ενώ τα NPEs, τα οποία περιλαμβάνουν NPLs και αναδιαρθρωμένα δάνεια, θα ξεπεράσουν το 20% των δανείων. Αξίζε να αναφέρουμε πως η Moody's είχε υποβαθμίσει το Σεπτέμβριο 13 τουρκικές τράπεζες, ενώ και η Scope προέβει σε υποβάθμιση της πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας την Παρασκευή σε Β από Β+, με αρνητικό outlook.
Παράλληλα, οι επενδυτές απομακρύνονται από την Τουρκία, όσο ο Ερντογάν κλιμακώνει τις εντάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, ξεκινώντας από την Ανατολική Μεσόγειο, συνεχίζοντας στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, και στη Συρία. Παράλληλα, οι σχέσεις με την ΕΕ βρίσκονται στο χειρότερο σημείο, με τους 27 να μην τραβούν ακόμη τη σκανδάλη των κυρώσεων, με τη Ρωσία αναλόγως τα μέτωπα που ανοίγουν, υπάρχει και η ανάλογη κλιμάκωση, ενώ με τις ΗΠΑ με τον Τζο Μπάιντεν να αναλαμβάνει την Προεδρία, αναμένεται να αλλάξουν πολλά, και αν ασκηθούν πιέσεις, ή ακόμη και να επιβληθούν κυρώσεις για τους S-400.
Έτσι η ψευδής αίσθηση σταθερότητας που δημιουργεί ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν οδηγούν τη χώρα στο απόλυτο κενό. Μια χώρα που έχει δομηθεί εξ' ολοκλήρου στο πολιτικό κεφάλαιο του Ερντογάν δείχνει σημάδια κατάρρευσης, με το ΔΝΤ να καιροφυλακτεί. Ωστόσο μια προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έστω και σε επίπεδο απλών διαπραγματεύσεων θα ανοίξει τον «Ασκό του Αιόλου» για την χώρα καθώς το πολιτικό μήνυμα τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά θα επιφέρει μια σειρά επιπτώσεων που θα ανατανακλούν στο πρόσωπο του Τούρκου ηγέτη. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, με δεδομένο το ύψους του εξωτερικού χρέους της χώρας το ΔΝΤ θα έπρεπε να προσφέρει στην Τουρκία ένα «πακέτο διάσωσης» που θα ξεπερνούσε τα 57 δισ. δολάρια και θα συνδυάζονταν από μια σειρά αυστηρών μεταρρυθμίσεων. Παρ΄ όλα αυτά δεν θα πρέπει να καλλιεργείται το κλίμα πως το ΔΝΤ θα σπεύσει να τραβήξει την Τουρκία από το χείλος του γκρεμού, καθώς η πολιτική αλαζονεία και το προφίλ του Τούρκου προέδρου δημιουργούν ισχυρές επιφυλάξεις και έντονο προβληματισμό στα κλιμάκια του Ταμείου γύρω από μια πιθανή σύναψη συμφωνίας δανεισμού.
Διαβάστε επίσης: Τι φέρνει για την οικονομία της Τουρκίας η «βουτιά» της λίρας