Οι θετικές εκτιμήσεις για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, το άνοιγμα του Τουρισμού και η κινητικότητα που παρατηρείται στην αγορά αναθέρμαναν τον κλάδο των καυσίμων κατά το τελευταίο δίμηνο, ωστόσο η πορεία της πανδημίας και τα νέα περιοριστικά μέτρα που υιοθετούνται σε ευρωπαϊκές πόλεις υπό τη σκιά της μετάλλαξης «Δέλτα» κρατούν «μουδιασμένη» την ελληνική αγορά. Παρά τα σημάδια ανάκαμψης και το γεγονός ότι κάθε μήνας είναι καλύτερος από τον προηγούμενο (το Μάιο του 2021 οι βενζίνες κατέγραψαν άνοδο κατά 17%, το diesel κίνησης κατά 5,7% ενώ στο πρώτο πεντάμηνο οι βενζίνες, όπως ήταν αναμενόμενο, κατέγραψαν πτώση κατά 2,3% και το diesel κατά 0,7%), πιθανοί περαιτέρω περιορισμοί που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συρρίκνωση της τουριστικής περιόδου απειλούν τη ζήτηση.
Ο Επικεφαλής Δημοσίων Σχέσεων Ομίλου ΕΛΙΝΟΙΛ, Γιώργος Βερούλης, μιλώντας στο Insider.gr αναλύει την παρούσα κατάσταση σημειώνοντας ότι «η αγορά δείχνει σημεία ανάκαμψης. Ο Μάιος ήταν καλύτερος από τον Απρίλιο και κάλυψε το 50% των ποσοτήτων του αντίστοιχου μήνα του 2019. Ο Ιούνιος ήταν πολύ καλύτερος από τον Μάιο. Όσον αφορά τον μήνα που διανύουμε, αν και βρισκόμαστε στην αρχή, οι πρώτες εκτιμήσεις είναι πως θα κινηθεί στην ίδια θετική εξέλιξη που είχε ο Ιούνιος. Υπάρχουν περιοχές, όπως οι Σποράδες και το Ιόνιο, στις οποίες η κίνηση είναι περιορισμένη και δύσκολα να πλησιάσουν τις καταναλώσεις του 2019. Από την άλλη πλευρά, περιοχές όπως είναι οι Κυκλάδες, η Κρήτη, η Πελοπόννησος, η Ρόδος κινούνται στα επίπεδα του 2019. Επομένως, η οποιαδήποτε πρόβλεψη αλλάζει αλλά παραμένουμε αισιόδοξοι. Το πόσο θα πλησιάσουμε τις καταναλώσεις του 2019, διότι αυτό είναι το «στοίχημα» του κλάδου, θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις γύρω από τον τουρισμό και φυσικά από την πορεία της πανδημίας».
Η Ελλάδα ακολουθεί τις διεθνείς τάσεις
Η ανοδική πορεία της διεθνούς τιμής του πετρελαίου έχει οδηγήσει σε αύξηση των τιμών στην Ελλάδα η οποία εισάγει σχεδόν όλο το πετρέλαιο που χρησιμοποιεί. Μια αύξηση στη διεθνή τιμή του μπρεντ γίνεται αισθητή στη χώρα μας σε διάστημα τριών έως πέντε ημερών αλλά δεν πρέπει να αγνοείται ότι το 65% της τελικής τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής αποτελείται από φόρους, δασμούς και άλλες επιβαρύνσεις . Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σε σχέση με πέρυσι το καλοκαίρι η αύξηση της τιμής της βενζίνης ανέρχεται σε 20% αλλά για την ώρα δεν φαίνεται να συντρέχει λόγος ανησυχίας για ανατιμήσεις (ως απόρροια μιας περαιτέρω σημαντική άνοδο της διεθνούς τιμής). Έτσι, σύμφωνα με τελευταία στοιχεία οι τιμές παραμένουν αυξημένες στις παραδοσιακά ακριβές περιοχές όπως είναι τα Δωδεκάνησα (1,8 ευρώ), οι Κυκλάδες (1,9 ευρώ), η Κρήτη (1,75 ευρώ), η Κεφαλονιά (1,73 ευρώ), η Λέσβος (1,73 ευρώ), η Λευκάδα (1,74 ευρώ) ή η Ευρυτανία (1,75 ευρώ).
Που θα φθάσει το ράλι των τιμών
Το μπρεντ κατέγραψε άνοδο κατά 34% δημιουργώντας σε ένα τμήμα της διεθνούς αγοράς την προσδοκία ότι τα 100 δολάρια ίσως να μην είναι τελικά ένα «άπιαστο» όνειρο. Όμως, όπως παρατηρείται στην περίοδο της πανδημίας, ακόμη και η παραμικρή θετική είδηση επιφέρει μια σημαντική αντίδραση στην αγορά ενώ οι αρνητικές ειδήσεις συνήθως αγνοούνται. Αυτό οδηγεί σε «γενναιόδωρες» εκτιμήσεις τις οποίες έρχεται να ανακόψει η σημερινή πραγματικότητα. Ωστόσο, παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν πιο «παρασκηνιακά» φαίνεται φρενάρουν το ράλι των τιμών και τις πιθανές αυξήσεις τουλάχιστον για το επόμενο εξάμηνο.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο, παρά τις δύστοκες διαπραγματεύσεις, δεν αποκλείεται να επιτευχθεί συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν και να αρθούν οι κυρώσεις των ΗΠΑ, κάτι που θα οδηγούσε την επιστροφή του ιρανικού αργού στην παγκόσμια αγορά (και την επιστροφή του Ιράν σε επίπεδα παραγωγής που θα αξιοποιούσαν τα αποθέματα των 60 εκατομμυρίων βαρελιών).
Τα κινέζικα διυλιστήρια έχουν ήδη αρχίσει να αξιοποιούν τα αποθέματά τους, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των εισαγωγών και να πλήξει τη ζήτηση από την πλευρά του μεγαλύτερου εισαγωγέα πετρελαίου. Αλλά και οι εντάσεις μεταξύ Κίνας – ΗΠΑ θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν έναν εμπορικό πόλεμο ενώ η τελευταία θα μπορούσε, εκμεταλλευόμενη την άνοδο των τιμών να αυξήσει την παραγωγή σχιστόλιθου προσθέτοντας αποθέματα στην παγκόσμια αγορά.
Ο ΟΠΕΚ+, από την πλευρά του αναμένεται να αυξήσει την παραγωγή με πιο αργό ρυθμό από τον αναμενόμενο με την απόφαση σχετικά με τη στρατηγική που θα ακολουθήσει να εκκρεμεί λόγω εσωτερικών διαφωνιών αλλά ταυτόχρονα, αυτό υπογραμμίζει και το γεγονός ότι τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη εξακολουθούν να αμφιβάλουν για την πορεία της ζήτησης (ειδικά μετά την εξάπλωση της μετάλλαξης «Δέλτα») και η αβεβαιότητα του ΟΠΕΚ + έχει ήδη ασκήσει πτωτική πίεση στις τιμές του πετρελαίου.
Η τελευταία φορά που το πετρέλαιο «έπιασε» τα 100 δολάρια ήταν το 2014 και η πορεία της αγοράς και της οικονομίας (με τα νέα περιοριστικά μέτρα κατά του COVID-19 που επιβάλλονται εν μέσω καλοκαιριού σε πολλά κράτη όπως είναι η Γερμανία, η Ισπανία και η Πορτογαλία), δύσκολα θα δικαιολογούσε μια τέτοια άνοδο, η οποία τελικά θα μπορούσε να συμβεί μόνο εάν προέκυπτε κάποιο ξαφνικό γεωπολιτικό γεγονός όπως είναι για παράδειγμα μια πυραυλική επίθεση σε διυλιστήριο.