Ως υποψήφια ασφαλιστική δικλείδα για την επόμενη ενεργειακή κρίση «μεταφράζεται» από παράγοντες της αγοράς η πρόταση της Κομισιόν για την εφαρμογή ενός συστήματος κοινών προμηθειών φυσικού αερίου, με σκοπό τη δημιουργία στρατηγικών αποθεμάτων από κράτη-μέλη σε εθελοντική βάση.
Ένας σημαντικός λόγος είναι πως η πρόταση, όπως και οι υπόλοιπες θεσμικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που περιλαμβάνονται στο λεγόμενο «χειμερινό πακέτο», θα πρέπει να πάρουν το «πράσινο φως» από τις χώρες-μέλη και το Ευρωκοινοβούλιο, έπειτα από τις σχετικές διαπραγματεύσεις. Επομένως, η έγκριση του μέτρου δεν αναμένεται πριν από το τέλος του χειμώνα, όταν σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται η τρέχουσα ενεργειακή κρίση.
Παράλληλα, οι χώρες που θα συμμετάσχουν εθελοντικά στο σχήμα αυτό (μέσα στις οποίες αναμένεται να είναι και η Ελλάδα, με δεδομένο ότι συγκαταλέγεται στις χώρες που εισηγήθηκαν το μέτρο) θα πρέπει να συμφωνήσουν σε μία σειρά παραμέτρους για το πώς ακριβώς θα λειτουργεί ο μηχανισμός των κοινών αγορών αερίου. Έτσι, για παράδειγμα, σημαντικά ερωτήματα είναι πώς θα γίνεται η επιλογή των προμηθευτών για την εξασφάλιση του καυσίμου, αλλά και με ποιον τρόπο θα προσδιορίζονται οι απαιτούμενες ποσότητες για τα στρατηγικά αποθέματα.
Μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ
Βασικές επίσης παράμετροι του μηχανισμού είναι πώς θα αποδεσμεύονται τα στρατηγικά αποθέματα σε επείγουσες περιπτώσεις, αλλά και σε ποιες τιμές θα διατίθενται οι ποσότητες αερίου προς κατανάλωση. Κατά συνέπεια, τα κράτη-μέλη που θα θελήσουν να αξιοποιήσουν το σχήμα, θα χρειαστούν αρκετό χρόνο για να καταλήξουν σε μία κοινά αποδεκτή φόρμουλα, ώστε να τη γνωστοποιήσουν στην Κομισιόν, για να διασφαλισθεί η ευθυγράμμισή της με τους κανόνες της ΕΕ περί ανταγωνισμού.
Υπενθυμίζεται ότι η πρόταση προβλέπει ότι οι κοινές προμήθειες θα γίνονται από τους Διαχειριστές των συστημάτων μεταφοράς αερίου (TSO) των κρατών, με τα στρατηγικά αποθέματα να αξιοποιούνται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, είτε σε πανευρωπαϊκό είτε σε περιφερειακό επίπεδο. Με βάση την Κομισιόν, ως τέτοιες χαρακτηρίζονται οι περιπτώσεις εξαιρετικά υψηλής ζήτησης αερίου καθώς και διαταραχές στην αλυσίδα προμήθειας, που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με βάση τους μηχανισμούς της αγοράς.
Σύμφωνα με τα στελέχη της αγοράς, η προοπτική κοινών προμηθειών αερίου μπορεί όντως να δώσει μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ στα κράτη-μέλη που θα συμμετάσχουν στον μηχανισμό, ώστε να εξασφαλίσουν καλύτερους όρους. Ωστόσο, το αν αυτή η προοπτική θα γίνει πραγματικότητα, θα εξαρτηθεί ακριβώς από τους όρους που θα συμφωνηθούν για την εφαρμογή του μέτρου.
Όπως συμπληρώνουν, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, ένα ακόμη μειονέκτημα είναι ότι τουλάχιστον προς το παρόν δεν διαθέτει κάποια εγχώρια υποδομή για την αποθήκευση στρατηγικού αποθέματος. Επομένως, με τα υφιστάμενα δεδομένα, θα πρέπει επίσης να έρθει σε συμφωνία με κάποια από τις όμορες χώρες, με τις οποίες διαθέτει διασυνδετήριους αγωγούς αερίου, για τη δέσμευση δυναμικότητας σε κάποια υποδομή εκτός συνόρων.
Στα ύψη αέριο και χονδρική ρεύματος
Την ίδια στιγμή, η οικονομική κρίση κάθε άλλο παρά σημάδια ύφεσης δείχνει, με το φυσικό αέριο να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, έπειτα από τις δηλώσεις στελεχών της γερμανικής κυβέρνησης σχετικά με την αδειοδότηση του αγωγού Nord Stream 2. Έτσι, το προθεσμιακό συμβόλαιο Ιανουαρίου διαμορφώθηκε χθες στα 124 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, «βάζοντας φωτιά» και στις τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας, με δεδομένο ότι αυτές είναι άμεσα συναρτημένες με το κόστος του καυσίμου.
Η συνέπεια είναι οι τιμές ρεύματος να εκτιναχθούν σήμερα σε ακόμη μεγαλύτερα, εντυπωσιακά υψηλά επίπεδα, φτάνοντας ή και ξεπερνώντας τα 350 ευρώ ανά Μεγαβατώρα σε αρκετές χώρες. Ενδεικτικά παραδείγματα του απόλυτου εκτροχιασμού των τιμών είναι η Γαλλία (353 €/MWh), η Γερμανία (344,3 €/MWh), η Ιταλία (347 €/MWh) και η Αυστρία (348 €/MWh).
Ισχυρό ανοδικό άλμα σημειώνει η τιμή και στην εγχώρια αγορά, με συνέπεια να καταγράψει ένα νέο ιστορικό ρεκόρ, αγγίζοντας τα 328,46 ευρώ/MWh, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 47,5% σε ένα μόλις 24ωρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τις δύο προηγούμενες ημέρες η Ελλάδα είχε τη φθηνότερη αγορά της Ευρώπης. Σημαντική αιτία της ανόδου ήταν η μείωση της συμμετοχής των ΑΠΕ (23%), με αύξηση του μεριδίου του ακριβού φυσικού αερίου (41,35%). Ακολούθησαν τα υδροηλεκτρικά (16,6%), ο λιγνίτης (10%) και οι εισαγωγές με ποσοστό 6,2%.