Σε υποτονικούς ρυθμούς κινήθηκε η αγορά την εορταστική περίοδο, σύμφωνα με την καθιερωμένη έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιώς για την κίνηση της πειραϊκής αγοράς κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Αποδείχτηκε, πως η όποια κινητικότητα στους δρόμους δεν αποτυπώθηκε στους τζίρους των καταστημάτων.
Οι πωλήσεις που παρουσίασαν φέτος στην πλειονότητά τους οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου ήταν σαφώς χαμηλότερες σε σύγκριση με το 2019, αλλά οπωσδήποτε καλύτερες από το αντίστοιχο περσινό διάστημα του 2020, όπου τα καταστήματα λειτούργησαν για λίγες μέρες με τη μέθοδο του click away. Αναλυτικότερα:
Για το 66,67% των επιχειρήσεων, οι πωλήσεις μειώθηκαν σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019, ενώ για το 27,45% παρέμειναν στα ίδια επίπεδα.
Από τις επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι οι πωλήσεις τους μειώθηκαν, το 32,35% είχε πτώση έως και 20%, το 26,47% κατέγραψε συρρίκνωση τζίρου 21-40%, το 20,59% είχε ιδιαίτερα ισχυρή μείωση 41%-60% και ένα 20,59% δήλωσε δεν γνωρίζω/δεν απαντώ.
Η καλύτερη περίοδος των εορτών από άποψη αγοραστικής κίνησης, σύμφωνα με τη γνώμη των επιχειρηματιών λιανικού εμπορίου, ήταν η εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα (72,55%), ενώ για ποσοστό 21,57%, η εβδομάδα μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.
Ο εμπορικός κόσμος σε υψηλό ποσοστό 90,20% είχε καλύτερες προσδοκίες για την χριστουγεννιάτικη εορταστική περίοδο και περίμενε μεγαλύτερη αγοραστική κίνηση σε σχέση με το 2019.
Το 56,86% των επιχειρηματιών πραγματοποίησαν προσφορές στα καταστήματά τους κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, ώστε να προσελκύσουν το καταναλωτικό κοινό, ενώ 43,14 δεν διάθεσε τα είδη του σε χαμηλότερες τιμές.
Τα παραπάνω ευρήματα της έρευνας που προήλθαν από επιχειρήσεις με είδη γυναικείας, ανδρικής και παιδικής ένδυσης, υπόδησης, αξεσουάρ, λευκών ειδών, ειδών δώρων σπιτιού, οπτικών, κοσμημάτων, καλλυντικών, αθλητικών ειδών κ.ά., σχετίζονται με τις επικρατούσες συνθήκες που τελικά καθορίζουν την αγοραστική συμπεριφορά, τόσο σε σχέση με τα επιδημιολογικά δεδομένα και τα μέτρα που επιβάλλονται, όσο και σε σχέση με την επίδραση που έχει η αύξηση του κόστους ενέργειας και των ανατιμήσεων στο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.