Έντονος προβληματισμός επικρατεί στους κόλπους ΕΚΤ/SSM για τη διανομή μερισμάτων από τις τράπεζες, ένα χρόνο μετά την άρση του απαγορευτικού που είχαν θέσει οι εποπτικές Αρχές για τις επαναγορές μετοχών και τα μερίσματα.
Το θέμα φαίνεται να επαναξιολογείται από την ΕΚΤ, καθώς εν τω μεταξύ τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Αφενός ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή και πληθωριστική κρίση έχουν επιδεινώσει σημαντικά τις προηγούμενες προβλέψεις για την ανάπτυξη, αφετέρου επίκειται αύξηση επιτοκίων που φαίνεται να δημιουργεί και θέματα πολιτικής ορθότητας για παροχές προς τα στελέχη και τους μετόχους των τραπεζών. Ειδικότερα, όπως ανέφερε δημοσίευμα των Financial Times στις αρχές Ιουλίου, η ΕΚΤ έχει χορηγήσει επιδοτούμενα δάνεια 2,2 τρισ. ευρώ στις τράπεζες για να τις βοηθήσει να ξεπεράσουν την πανδημική κρίση (σ.σ. πρόκειται για τα δάνεια TLTRO που δόθηκαν στις τράπεζες για να ενισχύσουν την πιστωτική επέκταση και χορηγήθηκαν με αρνητικό επιτόκιο αρχικά -0,50% και αργότερα – 1%) και η άνοδος των επιτοκίων θα δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες ώστε αυτές να πραγματοποιήσουν έξτρα κέρδη έως 24 δισ. ευρώ, όπως υπολογίζουν αναλυτές. Αυτή η πηγή κερδοφορίας που οι τράπεζες θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν για διανομή κερδών σε μετόχους και στελέχη, τη στιγμή που η άνοδος των επιτοκίων θα πλήξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, θα ήταν «πολιτικώς απαράδεκτη για την ΕΚΤ», ανέφερε χαρακτηριστικά το δημοσίευμα των FT.
Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται στις εποπτικές Αρχές υποδεικνύει ότι ο διάλογος με τις τράπεζες για τη διανομή μερισμάτων και λοιπών παροχών θα είναι εξαντλητικός και όπως συνάγεται από τη νέα πραγματικότητα, το «πράσινο φως» θα δοθεί υπό προϋποθέσεις και με συντηρητικά πλαφόν. Και αυτό, χωρίς να αποκλείεται ακόμη και «μπλόκο» της ΕΚΤ στη διανομή μερισμάτων για ορισμένες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Το στίγμα του προβληματισμού των εποπτικών Αρχών για τη διανομή μερισμάτων και άλλων παροχών από τις τράπεζες σε στελέχη και μετόχους, έδωσε ο επικεφαλής του SSM Αντρέα Ένρια, μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ομοσπονδίας. Όπως είπε, η ισχυρή οικονομική ανάκαμψη που ήταν το βασικό σενάριο, με θετική μεγέθυνση της οικονομίας ακόμη και με δυσμενείς εξελίξεις, και οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό ότι θα κινούνταν παροδικά άνω του στόχου του 2% φέτος, δημιούργησε προσδοκίες για σταδιακή εξομάλυνση των επιτοκίων από τις αρχές του 2022 που ενίσχυε τις προοπτικές θετικής κερδοφορίας για τις τράπεζες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες προγραμμάτιζαν να κεφαλαιοποιήσουν διανομές, οι οποίες είχαν περιοριστεί κατά την πανδημία.
«Από την άποψη της κεφαλαιακής επάρκειας, ζητάμε από τις τράπεζες να αναθεωρήσουν τις κεφαλαιακές τους προοπτικές ώστε να συμπεριλάβουν επαρκώς συντηρητικά και ενημερωμένα δυσμενή μακροοικονομικά σενάρια, ιδίως συμπεριλαμβανομένων υποθέσεων ύφεσης που συνάδουν με καθοδικές επίσημες προβλέψεις. Σύμφωνα με τη συνήθη πολιτική μας για τις ειδικές διανομές τραπεζών, αυτές οι κεφαλαιακές προοπτικές θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από τις τράπεζες όταν ανακοινώνουν σχέδια διανομής, μετά από διάλογο με τις εποπτικές τους ομάδες», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Α. Ένρια.
Ο επικεφαλής του SSM είπε ότι στο «γύρισμα» της χρονιάς οι τράπεζες είχαν τον momentum με τος μέρος τους, αλλά πλέον πρέπει να παλέψουν με τις μακροοικονομικές επιπτώσεις από την πολεμική επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όπως σημείωσε, στις αρχές του 2022 οι προοπτικές για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο ήταν λαμπρές, καθώς η χειρότερη φάση της πανδημίας είχε περάσει και οι περιορισμοί είχαν σταδιακά αρθεί.
Η αλλαγή των δεδομένων μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία
Στο τέλος του 2021, ο δείκτης κύριων βασικών εποπτικών κεφαλαίων Common Equity Tier 1 (CET1) διαμορφωνόταν στα επίπεδα του 15,5% και οι δείκτες κάλυψης από ρευστότητα στο 173,4%, και τα δύο κοντά στα υψηλότερα επίπεδα που είχαν καταγραφεί από την έναρξη της τραπεζικής ένωσης. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν στα ιστορικά χαμηλά του 2,1%, με τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων NPL να παραμένουν κλειδί για τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών με υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων. Παράλληλα, η κερδοφορία των τραπεζών επέστρεψε και η απόδοση ιδίων κεφαλαίων στο 6,7% που επέδειξαν ήταν πάνω από 5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη σε σχέση με ένα χρόνο πριν.
Ο Α. Ένρια σημείωσε επίσης ότι υπήρξαν ενθαρρυντικά σημάδια από ορισμένες τράπεζες για τη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους, ενώ θετικός ήταν και ο μετασχηματισμός του επιχειρηματικού μοντέλου τραπεζών που πρέπει, όμως, να γίνει ευρύτερα συστημικά. Κάποιες τράπεζες, μάλιστα, πέτυχαν οι προβλέψεις για τα κέρδη τους να προσεγγίζουν το κόστος των ιδίων κεφαλαίων τους.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ωστόσο, εξελίχθηκε γρήγορα σε ένα μακροοικονομικό σοκ. Οι προβλέψεις Ιουνίου από του Ευρωσυστήματος κάνουν πλέον λόγο για επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη στο 2,8% το 2022 και 2,1% το 2023, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει άνω του στόχου (σ.σ. 2%) και να μην επιστρέψει κοντά σε αυτόν νωρίτερα από το 2024. Και όπως σημειώνει ο Α. Ένρια, είναι η πρώτη φορά από το 2020, που οι προβλέψεις περιλαμβάνουν και ένα δυσμενές σενάριο ύφεσης, με την οικονομία να συρρικνώνεται κατά 1,7% το 2023.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανακοινώσει ότι θα προχωρήσουν στη διανομή μερισμάτων (αρχικά 20% των κερδών) από τα κέρδη της χρήσης 2022 οι Eurobank και Εθνική και από τα κέρδη της χρήσης 2023 Alpha και Πειραιώς. Ωστόσο, ο διάλογος με τον SSM παραμένει ακόμη σε εξέλιξη. Την προετοιμασία του εδάφους για τη διανομή κερδών θα κάνουν, πάντως, οι τράπεζες στις γενικές συνελεύσεις τους, θέτοντας ως θέμα προς έγκριση από τους μετόχους και τον συμψηφισμό ζημιών παρελθουσών χρήσεων με τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο. Η συγκεκριμένη δυνατότητα δόθηκε σε όλες τις επιχειρήσεις με διάταξη του Υπουργείου Οικονομικών, διευκολύνοντας την διανομή μερίσματος, καθώς τις απαλλάσσει από την υποχρέωση πρώτα να κεφαλαιοποιήσουν τα σχετικά ποσά, καταβάλλοντας φόρο συγκέντρωσης 5% και στη συνέχεια να τα συμψηφίσουν με ζημιές.