Μπροστά σε «μπαράζ» αυξήσεων επιτοκίων βρίσκονται οι δανειολήπτες, φέρνοντας τις τράπεζες αντιμέτωπες με πραγματικούς κινδύνους για την συνέχιση της ομαλής εξυπηρέτησης των δανειακών χαρτοφυλακίων τους. Στο επίκεντρο των ανησυχιών που αναδύονται, βρίσκονται οι ρυθμίσεις δανείων, αλλά και η ζήτηση για νέα δάνεια.
Η πρώτη αύξηση των επιτοκίων στην οποία προχώρησε η ΕΚΤ τις προηγούμενες ημέρες, κλείνοντας έναν 11ετή κύκλο χαμηλών επιτοκίων, έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα. Η απόφαση της ΕΚΤ να κινηθεί επιθετικότερα και να αυξήσει τα επιτόκια κατά μισή ποσοστιαία μονάδα προετοιμάζει τις τράπεζες και για νέα ισόποση αύξηση τον Σεπτέμβριο. Το γεγονός αυτό, αν και θα έχει θετικό αντίκτυπο στην αύξηση των επιτοκιακών εσόδων των τραπεζών, εντείνει από την άλλη πλευρά τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις στο σκέλος της εξυπηρέτησης των δανείων που έχουν χορηγήσει ή θα χορηγήσουν οι τράπεζες. Οξύνεται, έτσι, η επιφυλακή των τραπεζών, με στενά, ωστόσο, περιθώρια παρεμβάσεων για να αποτρέψουν τη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων. Ο προβληματισμός των τραπεζών αναμένεται να αποτυπωθεί στις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων β΄ τριμήνου, αυτή και την ερχόμενη εβδομάδα.
Ήδη, μετά την πρώτη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ, το Euribor τριμήνου που αποτελεί τη βάση για τα κυμαινόμενα επιτόκια των δανείων έχει ενισχυθεί από αρνητικό, σε μηδενικό στις 14 Ιουλίου και θετικό στο 0,23% χθες. Παράλληλα, και τα σταθερά επιτόκια για τα εφεξής δάνεια αρχίζουν να προβληματίζουν τις τράπεζες, αφού αν και δεν συνδέονται με το Euribor αλλά με τα swap στα οποία οι τράπεζες προαγοράζουν το χρήμα που διοχετεύουν σε μακροχρόνια δάνεια στους πελάτες τους, έχουν ήδη γίνει έως και ζημιογόνα. Πράγμα που σημαίνει ότι μετά τις αυξήσεις που έκαναν οι τράπεζες μέσα στον Μάιο (εν αναμονή των αυξήσεων επιτοκίων κατά 0,25 μ.β. από την ΕΚΤ τον Ιούλιο), ανεβάζοντας τα σταθερά επιτόκια των στεγαστικών δανείων κατά 0,20% - 0,40%, πλέον εξετάζουν και νέα αύξηση στα μελλοντικά δάνεια σταθερού επιτοκίου. Αυτή θα κριθεί από την πορεία των swaps, τα οποία ακολουθούν πτωτική πορεία κατά τις τελευταίες πέντε εβδομάδες, κρατώντας επί του παρόντος σε απόσταση την προοπτική αυξήσεων στα σταθερά επιτόκια. Σημειώνεται ότι αυτή τη στιγμή, αναλόγως της διάρκειάς τους που φτάνει και τα 30 χρόνια, τα δάνεια σταθερού επιτοκίου κινούνται από 3,30% μέχρι 4,20%.
Άμεσα εκτεθειμένα στις αυξήσεις των επιτοκίων είναι τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, τα οποία, ωστόσο, αφορούν στην μειοψηφία των δανειοληπτών. Μετά το 2019 οι τράπεζες έστρεψαν τους δανειολήπτες στα σταθερά επιτόκια, τα οποία πλέον αφορούν σε άνω του 80% των νέων δανειοληπτών, φτάνοντας μάλιστα μέχρι και ποσοστά 97% - 98%. Για τους δανειολήπτες κυμαινόμενων επιτοκίων, τραπεζίτες αναφέρουν στο insider.gr ότι η αύξηση επιτοκίων κατά 0,50 μ.β. στην οποία προέβη η ΕΚΤ, έχει επίπτωση 20 – 25 ευρώ στη μηνιαία δόση των δανείων 70 – 100 χιλιάδων ευρώ, διάρκειας 25 ετών.
Η επιβάρυνση αυτή θα αυξηθεί αναλόγως σε επόμενες κινήσεις αύξησης επιτοκίων από την ΕΚΤ. Και όπως φαίνεται, οι τράπεζες αναμένουν μία επόμενη αύξηση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα τον Σεπτέμβριο και τρεις ακόμη αυξήσεις κατά 0,25 της μονάδας στις συνεδριάσεις της ΕΚΤ μέχρι το τέλος του έτους.
Το άγχος των τραπεζών για τα ρυθμισμένα δάνεια
Ενόψει των εκτιμήσεων αυτών, ο μεγάλος προβληματισμός των τραπεζών αφορά κυρίως τα δάνεια που έχουν ρυθμίσει, στα οποία ο γενικός κανόνας είναι τα κυμαινόμενα επιτόκια.
Οι ρυθμίσεις δανείων στις οποίες έχουν προχωρήσει οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης έχουν γίνει με κυμαινόμενα επιτόκια, τα οποία είναι χαμηλότερα από τα κυμαινόμενα επιτόκια νέων δανείων. Έτσι, ενώ τα κυμαινόμενα επιτόκια εξυπηρετούμενων δανείων κινούνται κατά μέσο όρο στο 3,10% - 3,30%, τα αντίστοιχα επιτόκια που έχουν δώσει οι τράπεζες στις ρυθμίσεις δανείων ώστε αυτά να μπορούν να εξυπηρετούνται, κινούνταν ακόμη και στο 2%. Το επιτόκιο αυτό μπορεί να έχει αυξηθεί ήδη μέχρι και 2,60% - 2,70% και θα αυξηθεί περαιτέρω αυτομάτως με τις επόμενες αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Επομένως, οι δανειολήπτες θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του δανείου τους, το οποίο δύσκολα θα μπορεί παράλληλα να τύχει νέας ρύθμισης με τις τράπεζες/εταιρείες διαχείρισης. Αυτό, διότι αφενός, οι δανειολήπτες με ρυθμισμένα δάνεια έχουν λάβει επίσης και μεγάλα «κουρέματα» (κατά μέσο όρο 25% στα στεγαστικά δάνεια και έως 50% στα καταναλωτικά). Αφετέρου, διότι άπαξ και το δάνειο καταστεί εκ νέου υπερήμερο άνω των 90 ημερών (δηλ. ο δανειολήπτης δεν πληρώσει τρεις δόσεις), ο δανειολήπτης χάνει τη ρύθμιση που έχει συμφωνήσει και η τυχόν νέα ρύθμιση θα γίνει σε νέα βάση δεδομένων. Ειδικότερα, η νέα ρύθμιση θα διαμορφωθεί με βάση την τρέχουσα αξία του ακινήτου του, η οποία θα είναι υψηλότερη λόγω της ανοδικής πορείας στις τιμές των ακινήτων, οδηγώντας τελικά σε δυσμενέστερη ρύθμιση για τον οφειλέτη.
Τα στενά περιθώρια χειρισμών που έχουν οι τράπεζες στα ρυθμισμένα δάνεια τις κρατούν σε «αναμμένα κάρβουνα», τα οποία «συντηρεί» το ενεργειακό κόστος. Οι τράπεζες παρακολουθούν πολύ στενά τις εξελίξεις που το αφορούν, αδυνατώντας να κάνουν προβλέψεις, με μόνη βεβαιότητα ότι το κόστος της ενέργειας επηρεάζει άμεσα το διαθέσιμο εισόδημα των δανειοληπτών. Τόσο των υφιστάμενων και δη αυτών με ρυθμισμένα δάνεια, όσο και των δυνητικών νέων δανειοληπτών, οι οποίοι θα αποθαρρυνθούν να ζητήσουν δάνεια αν το εισόδημά τους συρρικνώνεται, με αρνητικό αντίκτυπο στην πιστωτική επέκταση.
Επί του παρόντος, όπως αναμένεται να σημειωθεί κατά τις επικείμενες ανακοινώσεις αποτελεσμάτων των τραπεζών, δεν έχουν παρατηρηθεί προβλήματα στα δανειακά χαρτοφυλάκια, αφού σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το πρώτο τρίμηνο του 2022 αυξήθηκε κατά 3,8% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο και υψηλότερο από όλα τα αντίστοιχα πρώτα τρίμηνα της τελευταίας δεκαετίας. Σύμφωνα με δήλωση του Υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, η παραπάνω εξέλιξη είναι αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής που υλοποιεί η Κυβέρνηση, με κύριους άξονες τις μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών και τη συνακόλουθη αύξηση της απασχόλησης, σε συνδυασμό με το ευρύ πλέγμα μέτρων στήριξης που έχει λάβει κατά τη διάρκεια των παρατεταμένων κρίσεων, συμβάλλοντας σημαντικά στη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Η στήριξη αυτή αποτυπώνεται και στην αύξηση – κατά 42 δισ. ευρώ – που έχουν παρουσιάσει οι καταθέσεις των πολιτών τα τελευταία 3 έτη.