Την ανάγκη το ελληνικό ψάρι να κερδίσει τη θέση που του αξίζει στο τραπέζι των καταναλωτών εξέφρασαν θεσμικοί φορείς και παράγοντες της αγοράς, την ώρα μάλιστα που η πληθωριστική κρίση ρίχνει βαριά τη σκιά της στις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων, ροκανίζοντας το διαθέσιμο εισόδημά τους και περιορίζοντας αναπόφευκτα την αγοραστική τους δύναμη.
«Ζούμε μια πρωτοφανή κρίση κόστους ζωής» παραδέχθηκε ο Διευθύνων Σύμβουλος του Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας (ΟΚΑΑ), Απόστολος Αποστολάκος, μιλώντας στο Συμπόσιο Ιχθυοκαλλιέργειας 2022 που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή.
Έχοντας πλήρη επίγνωση της εικόνας που επικρατεί στην εμπορία και αγορά των ειδών διατροφής, ο κ. Αποστολάκος παραδέχθηκε πως οι τιμές των πρωτεϊνούχων τροφών έχουν αυξηθεί αρκετά τα τελευταία δύο χρόνια, ωστόσο έσπευσε να εξηγήσει πως «οι τιμές των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας έχουν αυξηθεί πολύ λιγότερο συγκριτικά με τις τιμές που καταγράφονται στο κοτόπουλο, το μοσχάρι και τα αμνοερίφια».
«Ο καταναλωτής πρέπει να καταλάβει ότι το ψάρι δεν είναι πανάκριβο»
Σύμφωνα με τον κ. Αποστολάκο, ο καταναλωτής έχει «δυστυχώς μια εσφαλμένη αντίληψη για την τιμή του ψαριού ως πρωτεΐνη και αυτό πρέπει να αλλάξει». «Ο καταναλωτής πρέπει να καταλάβει ότι το ψάρι δεν είναι πανάκριβο», πρόσθεσε, εξηγώντας μάλιστα πως οι Έλληνες θα πρέπει να «εκπαιδευτούν» ώστε να τρώνε ελληνική τσιπούρα και λαβράκι.
Αποφασίζοντας δε να διατυπώσει μια «αιρετική», όπως είπε, προσωπική του άποψη, ο Διευθύνων Σύμβουλος του Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας εξέφρασε την ανάγκη να φύγει η «ταμπέλα» ιχθυοκαλλιέργεια από το ψάρι καθ’ ότι αποδεικνύεται ότι περιορίζει κατά πολύ τις δυνατότητες του προϊόντος. «Θα πρέπει να μιλάμε για ελληνικό ψάρι και όχι για ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Αφού επιβεβαίωσε ότι ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας αποτελεί έναν από τους καλύτερους «πελάτες» του ΟΚΑΑ, ο κ. Αποστολάκος εξέφρασε την αναγκαιότητα να ενισχυθεί η κατανάλωση ελληνικού ψαριού εγχωρίως, αλλά και να τονωθούν έτι περαιτέρω οι πωλήσεις στο εξωτερικό.
Τα πλεονεκτήματα της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας
Μιλώντας στο ίδιο πάνελ ο αντιπρόεδρος του Τμήματος Αλιείας και Υδατοκαλλιεργειών στο Πανεπιστήμιο Πατρών, αναπληρωτής καθηγητής Ιωάννης Θεοδώρου, εξήγησε πως το μεγάλο πλεονέκτημα της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας έγκειται στο γεγονός ότι τα προϊόντα της παράγονται στην Ευρώπη, ακολουθώντας μια αυστηρή ευρωπαϊκή νομοθεσία και διεξοδικούς μηχανισμούς ελέγχου, λαμβάνοντας πιστοποιήσεις μέσα από κοινοτικά εργαλεία και διαδικασίες που επιβεβαιώνουν την ασφάλεια και ποιότητά τους για τους καταναλωτές. «Οι παραγωγικές διαδικασίες αναβαθμίζονται διαρκώς και ο αγώνας των παραγωγών είναι συνεχής», σημείωσε ο κ. Θεοδώρου, επιβεβαιώνοντας πως τα τελευταία χρόνια έχουν έρθει στις ελληνικές θάλασσες πολλά είδη ψαριών, αρκετά από τα οποία μπορούν να αποδειχθούν μέχρι και «success stories».
«Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια είναι ένας πολύ δυναμικός κλάδος που έχει "σύμμαχο"στις Βρυξέλλες» δεσμεύτηκε με την ιδιότητα της ευρωβουλευτού του ΕΛΚ η Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου, ενώ η Γενική Γραμματέας Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Χριστιάνα Καλογήρου, υποστήριξε πως πρέπει να «προστατευτεί το απόθεμα στις ελληνικές θάλασσες», καθώς πρόκειται για «ψάρια υψηλής διατροφικής αξίας και ποιότητας».
Ρεκόρ δεκαετίας κατέγραψαν οι πωλήσεις το 2021
Σύμφωνα με τα στοιχεία της 8ης Ετήσιας Έκθεσης Υδατοκαλλιέργειας που εκδόθηκε από την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) τους περασμένους μήνες, το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας κατέγραψε το 2021 πωλήσεις που σημείωσαν ρεκόρ δεκαετίας, με την κατανάλωση να επανέρχεται στα προ της υγειονομικής κρίσης επίπεδα, επιβεβαιώνοντας πως πρόκειται για έναν κλάδο με μεγάλη δυναμική και εξαιρετικές προοπτικές.
Το ρεκόρ πωλήσεων του 2021 αποδίδεται στη σταδιακή άρση των περιοριστικών υγειονομικών μέτρων και την αποκατάσταση της λειτουργίας της αγοράς, κυρίως στους τομείς της εστίασης και του τουρισμού - συνθήκες που δημιούργησαν αυξημένη ζήτηση ειδικά στην «κατανάλωση εκτός σπιτιού».
Ειδικότερα, οι πωλήσεις ψαριών ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθαν στους 131.250 τόνους, αξίας 636 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 7% ως προς τον όγκο και σχεδόν 10% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το 2020. Η τσιπούρα και το λαβράκι αντιπροσωπεύουν το 96% των πωλήσεων (125.550 τόνοι) του κλάδου και το υπόλοιπο 4% όλα τα υπόλοιπα είδη (5.700 τόνοι). Το 2022 εκτιμάται πως η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού θα παρουσιάσει αύξηση τουλάχιστον 2% και θα ξεπεράσει τους 127.000 τόνους.
H εξέλιξη των πωλήσεων διαχρονικά δείχνει πως ο κλάδος της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας είναι έντονα εξωστρεφής. Περίπου το 80% της παραγωγής διατίθεται σε αγορές εκτός Ελλάδας με μηνιαίες εξαγωγές που κυμαίνονται από 6.500 - 9.500 τόνους, ενώ το υπόλοιπο 20% διατίθεται στην εγχώρια αγορά. Η τάση αυτή διατηρήθηκε και το 2021 όπου το 20% των πωλήσεων διατέθηκε στην Ελλάδα (25.139 τόνοι), και το υπόλοιπο 80% (100.361 τόνοι) σε όλες τις υπόλοιπες αγορές. Το 2021 καταγράφηκαν εξαγωγές σε 40 χώρες διεθνώς, οι οποίες κυμαίνονται από 390 τόνους στην Λιβερία μέχρι 39.907 τόνους στην Ιταλία. Το 58% των εξαγωγών ήταν τσιπούρα (61.454 τόνοι) και το 42% λαβράκι (43.876 τόνοι), ενώ σχεδόν το σύνολο των πωλήσεων ήταν νωπά ψάρια και μόλις το 0,8% κατεψυγμένα (241 τόνοι κυρίως στις τρίτες χώρες).
Αναλυτικότερα, το 2021 εξήχθησαν συνολικά 100.361 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού αξίας σχεδόν 499 εκατ. ευρώ σημειώνοντας αύξηση 9,3% ως προς τον όγκο και 9% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το 2020, ενώ κυριότερες αγορές για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας παραμένουν η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, καθώς και οι τρεις μαζί απορρόφησαν το 58% της ελληνικής παραγωγής.
Παρά τον αυξημένο ανταγωνισμό με τις τρίτες χώρες και τη συνεχιζόμενη αύξηση της παραγωγής της Τουρκίας, οι μέσες τιμές και για τα δύο κύρια είδη εμπορίας παρουσιάζονται βελτιωμένες (+1,5% τσιπούρα, +6% λαβράκι), δημιουργώντας θετικά αποτελέσματα για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων του κλάδου. Οι μεγαλύτερες διακυμάνσεις παρατηρήθηκαν στο λαβράκι καθώς υπήρχε έλλειμμα στην αγορά. Ειδικότερα, η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας κυμάνθηκε στα 4,49 ευρώ/κιλό παρουσιάζοντας άνοδο κατά 1,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης ανήλθε στα 5,27 ευρώ/κιλό παρουσιάζοντας αύξηση σχεδόν 6%.
Στα δίχτυα των ανατιμήσεων…
Παρά την ισχυρή δυναμική του κλάδου, σταδιακά άρχισαν να γίνονται αισθητές μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις που αρχικά πυροδότησε η πανδημία του κορονοϊού και στη συνέχεια εντάθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η επανεκκίνηση της οικονομίας και των περισσότερων παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων μετά από μια σχεδόν διετή «χειμέρια νάρκη», δημιούργησε ανισορροπίες στη διαθεσιμότητα πρώτων υλών και αγαθών, προκαλώντας επιπτώσεις και στην κυκλοφορία των αγαθών. Το αποτέλεσμα ήταν υψηλός πληθωρισμός και ανατιμήσεις σε όλες τις εισροές της παραγωγικής διαδικασίας με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής. Στην ιχθυοκαλλιέργεια παρατηρήθηκαν ανατιμήσεις στις ιχθυοτροφές, στην ενέργεια, στο υγρό οξυγόνο, στα υλικά συσκευασίας καθώς και στο κόστος μεταφοράς.
Η σημαντικότερη επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής προέκυψε από την αύξηση της τιμής των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ιχθυοτροφών. Συγκεκριμένα μέχρι το τέλος του 2021 η αύξηση του κόστους της ιχθυοτροφής ανά τόνο ανατιμήθηκε δυο φορές από σχεδόν 5%. Οι ιχθυοτροφές αντιπροσωπεύουν το 57% - 59% του κόστους παραγωγής. Το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω της ενεργειακής κρίσης και των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ενώ δεν είναι σαφές πότε θα ισορροπήσει η αγορά. Οι επιπτώσεις στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια και την ένταση αυτής της κρίσης ενώ οι εταιρείες του κλάδου διερευνούν όλες τις πιθανές λύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης και τη συγκράτηση του κόστους παραγωγής.
Να σημειωθεί εδώ ότι το 65% της εγχώριας παραγωγής αλιευτικών προϊόντων προέρχεται από την υδατοκαλλιέργεια και το 35% από την αλιεία, ενώ τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας και τα μύδια αποτελούν τα κύρια είδη εκτροφής αντιπροσωπεύοντας το 87% και το 13% αντίστοιχα της συνολικής παραγωγής. Ο κλάδος δημιουργεί 12.000 θέσεις άμεσης και έμμεσης εργασίας κυρίως σε παράκτιες ή απομακρυσμένες περιοχές.