Τις εξαιρετικές επιδόσεις των ελληνικών συστημικών τραπεζών, διαπιστώνει η εαρινή Έκθεση Μεταπρογραμματικής Εποπτείας για την Ελλάδα που δημοσίευσε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η Έκθεση επισημαίνει τα καθαρά κέρδη ρεκόρ, ύψους 3,6 δισ. ευρώ που σημείωσαν οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες το 2023, την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας που τροφοδοτήθηκε από την οργανική κερδοφορία, την πολύ ισχυρή ρευστότητα (μέσος δείκτης κάλυψης ρευστότητας στο 217% που υπερβαίνει σημαντικά το εποπτικό ελάχιστο του 100%), το χαμηλό κόστος προς έσοδα (35% το 2023) που «τις τοποθετεί μεταξύ των καλύτερων τραπεζών στη ζώνη του ευρώ» και την απόδοση ιδίων κεφαλαίων που διατηρείται σε διψήφιο ποσοστό, κλείνοντας το 2023 στο 12%. Ο δείκτης συνολικών ιδίων κεφαλαίων έφτασε στο 18,7% τον Δεκέμβριο του 2023, αυξημένος κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2022. Αναφέρεται επίσης ότι μετά τις επιτυχείς εκδόσεις τίτλων για την κάλυψη των υποχρεώσεων MREL το 2023, όλες οι συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα πέτυχαν τους μη δεσμευτικούς ενδιάμεσους στόχους του Ιανουαρίου 2024 και βρίσκονται σε καλή θέση για να επιτύχουν τους τελικούς δεσμευτικούς στόχους τους έως το τέλος του 2025. «Οι βελτιωμένες επιδόσεις και κεφαλαιακές θέσεις επέτρεψαν στον SSM να δώσει στις ελληνικές τράπεζες το πράσινο φως για την διανομή μερισμάτων, σηματοδοτώντας την επιστροφή στην κανονικότητα ύστερα από περίπου 15 χρόνια», αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σχετικά με την πιστωτική επέκταση, αναφέρεται ότι μετριάστηκε καθώς το υψηλότερο κόστος δανεισμού περιόρισε τη ζήτηση για νέα δάνεια. Υποτονική καθ' όλη τη διάρκεια του έτους ήταν η δραστηριότητα στη στεγαστική πίστη. Ωστόσο, ο καταναλωτικός δανεισμός είχε καλή απόδοση και σημείωσε αύξηση 3,8% σε ετήσια βάση. Επιπλέον, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αν και επιβραδύνθηκε στο 6,5% το 2023 έναντι 8,3% το 2022, παρέμεινε ισχυρός. Τα νέα δάνεια σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις διοχετεύθηκαν κυρίως στη βιομηχανία, την ενέργεια, το εμπόριο και τον τουρισμό. Η ισχυρή απορρόφηση των φθηνών δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η οποία επιταχύνθηκε το 2023, στήριξε επίσης την ανάπτυξη των δανείων σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και μεγάλες επιχειρήσεις.
Οι προκλήσεις
Σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες, η ΕΕ εντοπίζει τρεις:
• Ο πληθωρισμός που μπορεί να δυσκολέψει την ικανότητα εξυπηρέτησης δανείων, επιδεινώνοντας το ενεργητικό των τραπεζών. Ωστόσο, η αύξηση της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος, καθώς και το «πάγωμα» των κυμαινόμενων επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια που εφάρμοσαν οι ελληνικές τράπεζες και θα παρατείνουν μέχρι τον Απρίλιο – Μάιο του 2025, απομακρύνουν τον κίνδυνο επιδείνωσης της ποιότητας ενεργητικού.
• Η προοπτική παραγωγής υψηλών κερδών όταν αρχίσουν να πέφτουν τα επιτόκια. Εκτιμάται, ωστόσο, ότι οι τράπεζες θα αντισταθμίσουν τη μείωση των επιτοκιακών εσόδων μέσω άλλων πηγών, όπως π.χ. από αύξηση των δανείων και έσοδα από εργασίες που παράγουν προμήθειες.
• Η ποιότητα των κεφαλαίων, καθώς κατά μέσο όρο, το 44% του κεφαλαίου των τραπεζών αποτελείται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTC), αν και έχουν καταγράψει σημαντική μείωση τα τελευταία χρόνια. Οι τράπεζες, όπως αναφέρεται, έχουν σχέδια να μειώσουν το DTC στο συνολικό τους κεφάλαιο τα επόμενα χρόνια, αλλά τα σχέδιά τους εξαρτώνται από τη διατήρηση της μελλοντικής κερδοφορίας. Επομένως, συνιστάται το επίπεδο των διανομών μερισμάτων να είναι κατάλληλα ισορροπημένο με την ανάγκη μείωσης του τρέχοντος μεριδίου του αναβαλλόμενου φόρου.
• Οι τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να προβούν σε πρόσθετες προβλέψεις για τις κρατικές εγγυήσεις που έχουν κολλήσει σε δικαστικές διαδικασίες και δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, κάτι που θα επιβάρυνε επίσης την κερδοφορία τους.
• Ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει ουσιαστικούς δεσμούς με το ελληνικό κράτος μέσω διαφόρων διαύλων. Π.χ. εκτός από το μεγάλο απόθεμα DTC, μέσω της κατοχής κρατικών ομολόγων και ενός σημαντικού ποσού κρατικών εγγυήσεων που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο του «Ηρακλή». Επιπλέον, παρά τις σημαντικές αποεπενδύσεις, το κράτος –μέσω του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας– συνεχίζει να κατέχει ουσιώδες μερίδιο σε δύο τράπεζες, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) και την Attica Bank.
Τα κόκκινα δάνεια
Τον Δεκέμβριο του 2023 ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) του τραπεζικού συστήματος ανερχόταν σε 6,6%, από 8,7% τον Δεκέμβριο του 2022 και 8,4% τον Ιούνιο του 2023. Η βελτίωση ήταν αποτέλεσμα κυρίως μη οργανικών ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων χαρτοφυλακίου και της αναταξινόμησης ορισμένων χαρτοφυλακίων ΜΕΔ ως «διακρατούμενα προς πώληση». Ο δείκτης ΜΕΔ παραμένει ο υψηλότερος στην ΕΕ, σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ενώ οι συστημικές τράπεζες πλησιάζουν το επίπεδο των ΜΕΔ παρόμοιο με εκείνο των τραπεζών στη Νότια Ευρώπη, οι δείκτες ΜΕΔ των λιγότερο σημαντικών τραπεζών παραμένουν σημαντικά υψηλότεροι κατά μέσο όρο, αν και με σημαντική απόκλιση μεταξύ των τραπεζών.
Η Έκθεση της ΕΕ επισημαίνει την καταλυτική συμβολή του Ελληνικού Σχεδίου Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων («Ηρακλής») στη δραστική μείωση των ΜΕΔ τα τελευταία χρόνια. Το Σχέδιο ενεργοποιήθηκε εκ νέου τον Δεκέμβριο του 2023 από την κυβέρνηση και συνοδεύτηκε από πρόσθετες κρατικές εγγυήσεις 2 δισ. ευρώ, για τιτλοποιήσεις μέχρι το τέλος του 2024. Εκτός από την ολοκλήρωση των τριών εκκρεμών τιτλοποιήσεων, οι οποίες υποβλήθηκαν από συστημικές τράπεζες πριν από τη λήξη του προηγούμενου καθεστώτος τον Οκτώβριο του 2022, αναμένεται ότι ορισμένα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα θα το χρησιμοποιήσουν για να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους πιο γρήγορα. Με βάση τα τελευταία σχέδια μείωσης των ΜΕΔ, όπως αναφέρει η ΕΕ, φαίνεται ότι η ζήτηση για εγγυήσεις υπερβαίνει το προβλεπόμενο κονδύλι. Στο μέλλον, οι τράπεζες θα πρέπει επομένως να συνεχίσουν να επιλύουν τα ΜΕΔ τους χωρίς τη χρήση του «Ηρακλή».
Στην Έκθεση επισημαίνεται ότι παρά τα υψηλότερα επιτόκια και τη λήξη των κρατικών προγραμμάτων στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία, δεν παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της εισροής ΜΕΔ.
Τονίζεται, ωστόσο, ότι η επίλυση του κληροδοτημένου μη εξυπηρετούμενου χρέους εκτός του τραπεζικού τομέα παραμένει ένα δύσκολο και επίπονο έργο. Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τα ΜΕΔ έχουν μετατοπιστεί σε μεγάλο βαθμό στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα και μέχρι το τέλος του 2023, οι εταιρείες διαχείρισης στην Ελλάδα ήταν υπεύθυνες για την εξυπηρέτηση 69,5 δισ. ευρώ χρέους (εξαιρουμένων των απαιτήσεων εκτός ισολογισμού). Όπως αναφέρεται, η υποαπόδοση (σε σύγκριση με τα αρχικά business plans) διαφόρων χαρτοφυλακίων που τιτλοποιήθηκαν στο πλαίσιο του αρχικού σχήματος «Ηρακλής» συνεχίστηκε, καθώς η διαχείριση συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών εμποδίων. Ως αποτέλεσμα, ορισμένες από τις αμοιβές των servicers έχουν ανασταλεί.
«Αυτή η υποαπόδοση απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και είναι κυρίως αποτέλεσμα χαμηλών ανακτήσεων από παράπλευρες ρευστοποιήσεις λόγω της αναστολής των διαδικασιών εκτέλεσης κατά την πανδημία COVID-19. Ωστόσο, οι καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες, η υψηλή αναλογία ανεπιτυχών πλειστηριασμών και η μη ρευστοποιήσιμη δευτερογενής αγορά για τα ΜΕΔ επιβραδύνουν επίσης τη διαδικασία. Αυτό έχει ως εκ τούτου καθυστερήσει την επιστροφή πολλών δανειοληπτών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα», τονίζεται στην Έκθεση της ΕΕ.
Η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους
Στην Έκθεση της ΕΕ διαπιστώνεται η επιτάχυνση στις ρυθμίσεις του εξωδικαστικού μηχανισμού. Η υποβολή αιτήσεων αυξήθηκε, με περίπου 38.000 ολοκληρωμένες ή/και τελικά υποβληθείσες αιτήσεις από την έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας (που αντιστοιχεί σε 15,6 δισ. ευρώ χρέους, έναντι 7,7 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2023). Περίπου 15.400 αιτήματα οδήγησαν σε επιτυχή αναδιάρθρωση, που αντιπροσωπεύουν 5,5 δισ. ευρώ χρέους (έναντι 5,2 δισ. ευρώ στην προηγούμενη έκθεση). Το ποσοστό έγκρισης από τους πιστωτές αυξήθηκε το 2023 και είναι σταθερά πάνω από το 70% (έφθασε στο 79% των προτεινόμενων αναδιαρθρώσεων το α' τρίμηνο του 2024), που αντιστοιχεί στο 74% του αντίστοιχου χρέους. Ωστόσο, η ΕΕ εκτιμά ως απίθανο τα ποσοστά έγκρισης από την πλευρά των πιστωτών να αυξηθούν περαιτέρω χωρίς να επηρεαστεί η βιωσιμότητα των αναδιαρθρώσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνει ότι η βιωσιμότητα των αναδιαρθρώσεων πρέπει να παρακολουθείται στενά έως ότου τα αντίστοιχα δάνεια θεωρηθούν ως πλήρως εξυπηρετούμενα ομαλά.
Η Έκθεση διαπιστώνει ότι η υιοθέτηση των άλλων εργαλείων στο νέο πλαίσιο αφερεγγυότητας παραμένει στάσιμη. Το ενδιαφέρον για τον μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης παραμένει πρακτικά ανύπαρκτο, με μόλις 4 εφαρμογές από την έναρξή του. Επίσης οι αναδιαρθρώσεις εντός δικαστηρίου, με 127 υποθέσεις ρύθμισης να έχουν απευθυνθεί δικαστικά και 54 υποθέσεις να έχουν επικυρωθεί έως το τέλος Φεβρουαρίου 2024.
Όσον αφορά στην πλατφόρμα «δεύτερης ευκαιρίας» (δηλαδή τη βασική διαδικασία αφερεγγυότητας), 2.827 αιτήσεις έχουν επικυρωθεί από τα δικαστήρια (έναντι 2.426 στην προηγούμενη έκθεση), για συνολικό χρέος περίπου 2,1 δισ. ευρώ (έναντι 1,6 δισ. ευρώ στην προηγούμενη έκθεση). Το ενδιαφέρον για την απόκτηση της ιδιότητας του ευάλωτου οφειλέτη παραμένει υψηλό, με 45.958 αιτήσεις στο αρχικό στάδιο και 4.058 πιστοποιήσεις (που αντιστοιχούν σε συνολικό χρέος 140 εκατ. ευρώ) έως το τέλος Φεβρουαρίου 2024.
Φορέας Ακινήτων
Όπως αναφέρει η Έκθεση, η διαδικασία παραχώρησης για τη δημιουργία Φορέα Απόκτησης & Επαναμίσθωσης Ακινήτων αναμένεται να ολοκληρωθεί το δεύτερο εξάμηνο του 2024. Η διαδικασία καθυστέρησε καθώς οι αρχές εισήγαγαν νομικές αλλαγές με στόχο να καταστήσουν το καθεστώς πιο ελκυστικό για τους επενδυτές και τους δικαιούχους. Οι σχετικές νομικές τροποποιήσεις ενσωματώθηκαν στον Ν. 5072/2023 τον Δεκέμβριο του 2023. Η όλη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της επικύρωσης της σύμβασης από τη Βουλή, αναμένεται να οριστικοποιηθεί το νωρίτερο μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2024.
Στο μεταξύ, το προσωρινό πρόγραμμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας ευάλωτων νοικοκυριών, που ξεκίνησε στα μέσα Σεπτεμβρίου 2022, παρατάθηκε τον Δεκέμβριο του 2023 για άλλους 15 μήνες ή μέχρι να λειτουργήσει ο Φορέας Ακινήτων. Η υιοθέτηση του προσωρινού καθεστώτος εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά περιορισμένη μέχρι στιγμής, με μόνο 151 οφειλέτες να έχουν εισέλθει στο σύστημα στα τέλη Φεβρουαρίου 2024.
Πλειστηριασμοί
Αναφορικά με τους πλειστηριασμούς, η Έκθεση επισημαίνει την φθίνουσα πορεία τους και ότι μεγάλο μέρος των πλειστηριασμών είτε αναστέλλονται για διαδικαστικούς λόγους είτε αποτυγχάνουν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Ο αριθμός των προγραμματισμένων πλειστηριασμών μεταξύ Νοεμβρίου 2023 και τέλους Φεβρουαρίου 2024 παρουσιάζει πτωτική τάση (7.910 τον Νοέμβριο του 2023, 5.529 τον Δεκέμβριο του 2023, 5.222 τον Ιανουάριο του 2024 και 4.312 τον Φεβρουάριο του 2024), ενώ οι αναστολές κυμαίνονται σε περίπου 50%.
Στους πλειστηριασμούς που διενεργήθηκαν, το ποσοστό των άγονων υπερβαίνει σταθερά και σημαντικά αυτό των επιτυχημένων (58% έναντι 42% τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο 2023 και τον Ιανουάριο 2024, 57% έναντι 43% τον Οκτώβριο 2023, 61% έναντι 39% το Δεκεμβρίου 2023 και 66% έναντι 34% τον Φεβρουάριο του 2024). Οι αρχές ανέθεσαν σε ομάδα εργασίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης να αναπτύξει νομοθετικές προτάσεις ως μέρος μιας επικείμενης σειράς τροποποιήσεων στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Θα αντιμετωπίσει ελλείψεις που αποθαρρύνουν τους υποψήφιους αγοραστές από τη συμμετοχή σε δημοπρασίες, όπως έλλειψη χρηματοδότησης, ληξιπρόθεσμοι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας που σχετίζονται με ακίνητα, αναποτελεσματικότητα έξωσης ενοικιαστών, έλλειψη πληροφοριών για την τρέχουσα κατάσταση των ακινήτων, μη διαθεσιμότητα στην πλατφόρμα των πιστοποιητικών, άδειες και σχέδια σχετικά με το ακίνητο που εκπλειστηριάζεται και υπερβολικές καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση διαφορών μετά τον πλειστηριασμό (συχνά ορίζονται ημερομηνίες εκδίκασης πέραν του 2030) και στην εγγραφή των συναλλαγών στο Κτηματολόγιο.
Εκκρεμείς υποθέσεις ν. Κατσέλη
Σχετικά με τις εκκρεμείς υποθέσεις αφερεγγυότητας νοικοκυριών (ν. Κατσέλη), επισημαίνεται ο υψηλός ρυθμός εκκαθάρισης. Από σύνολο 47.779 αιτήσεων, 47.770 (99,9%) έχουν επικυρωθεί από τα δικαστήρια και 47.563 (99,5%) έχουν λάβει ημερομηνία ακρόασης, αφήνοντας 207 χωρίς καμία από τις παραπάνω εξελίξεις. Το 99,3% των υποθέσεων με ημερομηνία ακρόασης αναμενόταν να είχε εκδικαστεί μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2024. Είναι πιθανό ότι σχεδόν το 99% των εκκρεμών υποθέσεων θα έχει επιλυθεί έως το τέλος του β' τριμήνου του 2024.
Στις αποφάσεις που εκδόθηκαν (86% του συνολικού αριθμού υποθέσεων έως το τέλος Φεβρουαρίου 2024), το 54,9% ήταν θετικές (παρείχαν προστασία στους αιτούντες), το 41% αρνητικό και το 4% ήταν μη καθορισμένης έκβασης (για διαδικαστικούς λόγους ή λόγω μη αναφοράς). Η αντιμετώπιση λιγότερο από το 1% των εκκρεμών υποθέσεων που παραμένει σε εκκρεμότητα αναμένεται να διαρκέσει περισσότερο, δεδομένου ότι ορισμένες επαναπρογραμματισμένες υποθέσεις εξακολουθούν να έχουν μακρινές ημερομηνίες εκδίκασης, έως το τέταρτο τρίμηνο του 2026, ή δεν έχουν λάβει ακόμη ημερομηνία ακρόασης.
Δάνεια με εγγύηση Δημοσίου
Η επεξεργασία των κρατικών εγγυήσεων πρόκειται να ολοκληρωθεί σχεδόν πλήρως μέχρι το τέλος του 2024, αλλά πολλές πληρωμές θα παραμείνουν σε εκκρεμότητα, εν αναμονή των δικαστικών αποφάσεων. Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, η αξία των απαιτήσεων που διεκπεραιώθηκαν έως τον Φεβρουάριο του 2024 έφτασε σχεδόν τα 2 δισ. ευρώ, από το σύνολο των εκκρεμοτήτων που εκτιμάται σε περίπου 2,3 δισ. ευρώ. Το ποσό των συνολικών πληρωμών (731 εκατ. ευρώ έως τον Φεβρουάριο του 2024) παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από το ποσό που υποβλήθηκε προς επεξεργασία. Ο λόγος πληρωμών έναντι διεκπεραιωμένων απαιτήσεων ήταν 68% στον τομέα των δανείων φυσικών προσώπων και μόνο 9% στον τομέα των εταιρικών δανείων (89 εκατ. ευρώ που πληρώθηκαν από 1.044 εκατ. ευρώ που είχαν υποβληθεί για επεξεργασία).
Οι αρχές σχεδιάζουν να ολοκληρώσουν την επεξεργασία όλων των υποθέσεων έως το τέλος του 2024. Για να επιταχύνουν και να απλοποιήσουν τη διαδικασία, οι αρχές ενέκριναν τροποποιήσεις νόμου για την αντιμετώπιση διαφόρων νομικών λόγων μη πληρωμής, οι οποίες αναμένεται να επιταχύνουν το ποσοστό διεκπεραίωσης και να αυξήσουν το ποσοστό των πληρωμών. Ωστόσο, στον τομέα των εταιρικών δανείων, μεγάλο μέρος των απαιτήσεων αναμένεται να παραμείνουν σε αναμονή, καθώς οι αρχές θα υποχρεωθούν να περιμένουν την αμετάκλητη επίλυση αυτών των υποθέσεων στα δικαστήρια, κάτι που μπορεί να διαρκέσει αρκετά χρόνια.