«Πονοκέφαλο» και «σπαζοκεφαλιά» αποτελεί για το αρμόδιο υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών η χρηματοδότηση υφιστάμενων αλλά και νέων έργων που είτε είναι στην… «σειρά» και περιμένουν την ώρα τους για να προχωρήσουν, συμβασιοποιηθούν και εκκινήσουν, είτε είναι σε κάποιο διαγωνιστικό στάδιο και αναμένουν την ωρίμανσή τους. Το insider.gr πολλές φορές έχει αναδείξει τα ανοιχτά ζητήματα σε υφιστάμενα έργα αλλά και στη νέα γενιά υποδομών, όπως η χρηματοδότηση, οι εγγυητικές, οι απαλλοτριώσεις, ο χρόνος πληρωμών κ.α., όπως και πρόσφατα ανέδειξε. Πλέον, η πραγματικότητα έχει αποκτήσει άλλη διάσταση καθώς οι περσινές καταστροφές στη Θεσσαλία έχουν αλλάξει την ατζέντα, τις προτεραιότητες και τις χρηματοδοτικές ανάγκες.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, όπως η ίδια έχει αναφέρει, επί της ουσίας έκανε μια στροφή προς τη νέα πραγματικότητα, τις νέες ανάγκες που προκύπτουν και επιβάλλουν αναθεωρήσεις σχεδιασμών και κυρίως προς τον ρεαλισμό, καθώς φαίνεται ότι οι διαθέσιμοι πόροι από τα διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία και τις πιστώσεις του προϋπολογισμού δεν επαρκούν για το σύνολο των έργων, όπως και παλιότερα είχαμε αναφέρει.
Αναμφίβολα το «στοίχημα» είναι μεγάλο, οι ανάγκες είναι επίσης μεγάλες, ενώ η ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών σε κάθε ευκαιρία διαμηνύει ότι δεν υπάρχουν απεριόριστοι πόροι, γι’ αυτό και γίνεται προτεραιοποίηση των έργων. Κατά συνέπεια, κάποια έργα προχωρούν και άλλα μένουν «εκτός κάδρου» και «στα συρτάρια».
Πέραν των ευρωπαϊκών κονδυλίων, των ιδιωτικών κεφαλαίων, των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ή του ΕΣΠΑ και άλλων «καλαθιών», στο υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών επεξεργάζονται την ενίσχυση του εθνικού προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για την υλοποίηση υφιστάμενων και νέων έργων καθώς και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης. Μάλιστα, προς την κατεύθυνση αυτή, όπως ανέφερε πρόσφατα σε συνέδριο του ΤΜΕΔΕ ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Χρ. Σταϊκούρας, αναμένεται η αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων από τα 320 εκατ. ευρώ που είναι σήμερα σε πάνω από 500 εκατ. ευρώ. Κατά πόσο αυτά τα νούμερα μπορούν να γίνουν καταλύτες για την επίτευξη του παραπάνω στόχου, είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί από την πορεία των πραγμάτων. Σύμφωνα με τον κ. Σταϊκούρα, ο τομέας των Υποδομών και των Μεταφορών για την αντιμετώπιση και την προσαρμογή στην κλιματική κρίση, έχει τεθεί ως κορυφαία προτεραιότητα από την κυβέρνηση. Έτσι, το εθνικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων φθάνει πλέον στα 500 εκατομμύρια, προκειμένου να προωθηθούν υφιστάμενα έργα του ιδιωτικού τομέα, αλλά και για την κατασκευή νέων, πέρα από την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων.
«Με την καλή εκτέλεση του προϋπολογισμού, το εθνικό πρόγραμμα αυξάνεται σημαντικά και αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να εκτελέσουμε τα υφιστάμενα έργα και να σχεδιάσουμε καινούρια. Αυτό προκύπτει από τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας», ανέφερε πρόσφατα ο κ. Σταϊκούρας μιλώντας σε συνέδριο. Για να συμπληρώσει: «εξαντλούμε εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους για να είμαστε συνεπείς, απαιτούνται συνολικά περί τα 3,5 δισεκατομμύρια για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης, στην κεντρική Ελλάδα, εξαιτίας των πρόσφατων καταστροφών. «Οι πόροι από το ΕΣΠΑ, από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και τον εθνικό προϋπολογισμό, πρέπει να κατανέμονται ορθολογικά», ανέφερε και πρόσθεσε ότι «πρέπει πάντα με σύνεση να επιδιώκουμε το καλύτερο, ενώ πάντα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης τόσο από την πολιτική ηγεσία όσο και από τον ιδιωτικό τομέα».
Πάντως, από το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών αναγνωρίζουν και το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις των πληρωμών του Δημοσίου προς τις κατασκευαστικές εταιρείες που επανέρχεται διαχρονικά και προκαλεί τριβές. «Αυτό σημαίνει πληρέστερη εκτέλεση των υφιστάμενων έργων, καλύτερος προγραμματισμός και ότι θα είμαστε πιο συνεπείς απέναντι στον ιδιωτικό τομέα», σημείωσε πρόσφατα ο υπουργός κ. Χρήστος Σταϊκούρας, δείχνοντας και προς την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης χρειάζεται μεγάλες χρηματοδοτήσεις. Όπως πρόσφατα ανέφερε ο πρόεδρος του ΤΕΕ, Γ. Στασινός, μόνο το ετήσιο κόστος για τη διάβρωση των ακτών της χώρας μας, ανέρχεται στο ποσό των 2,6 δισ. ευρώ, που βαραίνει την ελληνική οικονομία. Μάλιστα, το ΤΕΕ αναλαμβάνει πρωτοβουλία να καταρτίσει το απαιτούμενο θεσμικό πλαίσιο και τις τεχνικές λύσεις για προστασία από τη διάβρωση των ελληνικών ακτών. Προφανώς, αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Η εμπειρία των τελευταίων ετών με τις καταστροφικές ζημίες από τις κακοκαιρίες στην Κεντρική Ελλάδα και σε άλλες περιοχές ή τα μεγάλα προβλήματα σε γηρασμένες υποδομές (γέφυρες, σιδηρόδρομο, δρόμους κ.α.) καταδεικνύουν την ανάγκη για στροφή σε πιο βιώσιμες και ανθεκτικές υποδομές.
Μόνο για τα έργα αποκατάστασης στη Θεσσαλία χρειάζονται 1,5 δισ. ευρώ, για οδικές και σιδηροδρομικές υποδομές. Συνολικά, απαιτούνται πάνω από 3,5 δις ευρώ παρεμβάσεων στην ευρύτερη περιοχή και μόνο. Στη θεματική ενότητα του Συνεδρίου «Υποδομές - αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Κλιματική Κρίση», ο κος Σταϊκούρας τόνισε ότι το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών διαχειρίζεται 2,5 δισ. ευρώ από το RRF, πόροι που διοχετεύονται ισορροπημένα σε υποδομές και βιώσιμες μεταφορές και συντήρηση έργων.
Αυτά και μόνο τα νούμερα καταδεικνύουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες και τα «κενά» που προβληματίζουν το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, το οποίο, πρέπει να αναφέρουμε και να το πιστώσουμε στην ηγεσία του, ότι κάνει αγώνα δρόμου για να εξασφαλίσει πόρους για την υλοποίηση υφιστάμενων και νέων έργων αλλά και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης, με όρους ανθεκτικότητας, καθώς η κλιματική κρίση αλλάζει τα δεδομένα. Έτσι, από το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών καταρτίζεται πλάνο αναγκαίων υποδομών αλλά και πηγών χρηματοδότησής τους για τα επόμενα χρόνια, αναζητώντας πόρους από το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), άλλα κοινοτικά κονδύλια – «πακέτα» (π.χ. τα προγράμματα CEF για τον σιδηρόδρομο) όπως και τον ιδιωτικό τομέα, με στόχο να διευρυνθεί το μείγμα των επενδύσεων σε έργα υποδομών και με ιδιωτικά κεφάλαια.
Τι λένε και τι προτείνουν οι Κατασκευαστές
Όσον αφορά στους κατασκευαστές, πρόσφατα μόλις ο σύνδεσμός των ανώτερων τάξεων (ΣΤΕΑΤ) για ακόμα μία φορά ανακοίνωσε τις απαραίτητες παρεμβάσεις, κατά τον ίδιον, για να γίνουν βιώσιμα τα έργα. Oπως αποτυπώθηκε στα συμπεράσματα της πρόσφατης γενικής συνέλευσης του ΣΤΕΑΤ, οι τεχνικές εταιρείες ζητούν λύση στο «αγκάθι» των καθυστερήσεων στις πληρωμές του δημοσίου, επικαιροποίηση προϋπολογισμών για όλα τα προς δημοπράτηση έργα και ενεργοποίηση των προτύπων προτάσεων.
Για τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας εκτιμούν ότι «είναι απολύτως απαραίτητη η επανεξέτασή τους, με διάθεσή τους σε έργα με περιβαλλοντικό χαρακτήρα, ειδικότερα μάλιστα λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και με την διασφάλιση παράλληλα και ισχυρή στήριξη της αναπτυξιακής δυναμικής, με κατάλληλη ανακατανομή τους όπου είναι αυτό δυνατόν και μεγιστοποίηση του εύρους χρήσης τους, χωρίς διάθεση σε τομείς που δεν είναι σίγουρη η απορρόφησή τους».
Σε σχέση με τις πηγές χρηματοδότησης και τις παραχωρήσεις, επαναφέρουν μια παλιά πρόταση. Ειδικότερα, προτείνουν τη διαμόρφωση ενός Ειδικού Ταμείου, στο οποίο θα μπαίνει το ποσό που προκαταβάλλει ο ανάδοχος μίας σύμβασης παραχώρησης, προκειμένου να διατίθεται για νέα έργα. Σημειώνουν, δε, ότι αυτό το Ταμείο, που θα μπορεί να χρηματοδοτείται και από άλλες πηγές, μπορεί να καλύψει το «κενό» χρηματοδότησης που έχει δημιουργήσει η κλιματική αλλαγή. Τέλος, κάνουν ειδική μνεία για το μοντέλο των Πρότυπων Προτάσεων που μπορεί, χωρίς κόστος για το δημόσιο αλλά με ανάληψη χρηματοδότησης από ιδιώτες, να αποτελέσει «όπλο» στο πλαίσιο αντιμετώπισης των μεγάλων προβλημάτων ειδικότερα σε αστικές και επιβαρυμένες περιοχές, όπως π.χ. η Αττική. «Η έλλειψη χρημάτων την τελευταία περίοδο λόγω της κλιματικής κρίσης, δημιούργησε προβλήματα στην ομαλή εξέλιξη εφαρμογής του θεσμού. Ωστόσο είναι δυνατή ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες η άμεση προώθησή τους, ειδικότερα μάλιστα σε έργα Παραχώρησης όπου είναι δυνατόν να διασφαλίζεται η πλήρης αποφυγή της διάθεσης πόρων από το Δημόσιο στην παρούσα περίοδο, αλλά και για μεγάλο χρονικό διάστημα», αναφέρει ο ΣΤΕΑΤ.