Στόχο να φτάσει να διανέμει σταδιακά τα επόμενα χρόνια το 70% των κερδών της, κατά τα 2/3 υπό τη μορφή μερίσματος και κατά το υπόλοιπο 1/3 μέσω επαναγοράς μετοχών, θέτει η Εθνική Τράπεζα, λειτουργώντας όπως οι άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτό ανέφερε στους αναλυτές, κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων α΄ εξαμήνου της Εθνικής Τράπεζας, ο CEO της ΕΤΕ, Παύλος Μυλωνάς. Όπως είπε, ερωτώμενος σχετικά, η επαναγορά μετοχών επί του παρόντος, είναι θέμα που πρέπει να συζητηθεί με τον επόπτη, καθώς βρίσκεται μπροστά και η περαιτέρω διάθεση μετοχών της ΕΤΕ που κατέχει το ΤΧΣ. Ο κ. Μυλωνάς είπε επίσης ότι το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου δεν μπαίνει ως πρόβλημα στην εξίσωση και αν υπήρχε κάποιος τρόπος να λυθεί νωρίτερα από τον χρόνο της απόσβεσής του (17 χρόνια), η Εθνική Τράπεζα έχει την περίσσεια κεφαλαίων να το λύσει. Πάντως, το DTC στην Εθνική Τράπεζα, μέσω της κερδοφορίας το DTC έχει υποχωρήσει στο 51% των κεφαλαίων CET1 και θα υποχωρήσει περαιτέρω στο 37% μέχρι το 2026.
Ο κ. Μυλωνάς επεσήμανε ότι η ισχυρή κερδοφορία που σημείωσε η Εθνική Τράπεζα – και η οποία οδηγεί σε ανοδική αναθεώρηση των στόχων για το 2024 - ενίσχυσε περαιτέρω τα κεφαλαιακά της αποθέματα, τα οποία κυμαίνονται στα υψηλότερα επίπεδα του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, με αποτέλεσμα ο δείκτης CET1 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας να αυξηθούν περίπου κατά 50μ.β. και 70μ.β. από την αρχή του έτους, και να διαμορφωθούν στο 18,3% και 20,9% αντίστοιχα. Το πλεόνασμα κεφαλαίου, όπως είπε ο κ. Μυλωνάς, προσφέρει στην Εθνική Τράπεζα σημαντική στρατηγική ευελιξία, συμπεριλαμβανομένης της μελλοντικής διανομής κεφαλαίου στους μετόχους. Ως πρώτο δείγμα αυτής της πρόθεσης, μετά την επιστροφή της ΕΤΕ στη διανομή μερισμάτων, καταβάλλοντας 30% επί των καθαρών κερδών του 2023, η Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας έλαβε πρόβλεψη για μέρισμα ύψους 40% επί των κερδών του 2024, προς διανομή το 2025.
Ερωτώμενος σχετικά για τη χρήση του υπερβάλλοντος κεφαλαίου, ο κ. Μυλωνάς δεν απέκλεισε και μη οργανική χρήση, με εξαγορές. Ωστόσο, αυτό θα γίνει μόνο εφόσον οι κινήσεις αυτές προωθούν συνέργειες και προσδίδουν επιπλέον αξία στους μετόχους.
Με τα ισχυρά κεφάλαια που διαθέτει, η Εθνική Τράπεζα θα στηρίξει πρωταρχικά την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ήδη οι εκταμιεύσεις του β’ τριμήνου 2024 ανήλθαν στο πολυετές τριμηνιαίο υψηλό των 2,8 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,5 δις. εταιρικές εκταμιεύσεις. Στο πλαίσιο των αναθεωρημένων στόχων της για το σύνολο του 2024, η Εθνική Τράπεζα στοχεύει πλέον σε καθαρή πιστωτική επέκταση 1,5 δισ. ευρώ φέτος, από προηγούμενο στόχο για 1,2 δις. (και τρέχον επίπεδο 0,9 δις. ευρώ).
Οι λοιποί αναθεωρημένοι στόχοι της ΕΤΕ για το 2024 προβλέπουν αύξηση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου άνω των 300 μονάδων βάσης από 323 μ.β. στο τέλος του α΄ εξαμήνου και προηγούμενη πρόβλεψη για χαμηλότερο των 290 μ.β. Όπως ανέφερε η Διοίκηση της ΕΤΕ, η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ δείχνει ότι θα κινηθεί με χαμηλότερο ρυθμό από τις αρχικές προβλέψεις και αυτό λειτουργεί θετικά για το επιτοκιακό περιθώριο και τα έσοδα από τόκους. Τα έσοδα από τόκους συνέχισαν να επιδεικνύουν ανθεκτικότητα έναντι της αναμενόμενης τάσης ομαλοποίησής τους. Μειώθηκαν κατά -3% σε τριμηνιαία βάση, αλλά ενισχύθηκαν κατά +13% σε ετήσια βάση, αγγίζοντας τα 1,2 δισ. το α’ εξάμηνο 2024, απορροφώντας την πλήρη επίπτωση του κόστους αντιστάθμισης των καταθέσεων πελατών, τις υψηλότερες εκδόσεις MREL, καθώς και τα χαμηλότερα επιτόκια Euribor που απορροφήθηκαν μερικώς από την αύξηση στα καθαρά έσοδα από τόκους δανείων, ως αποτέλεσμα των ισχυρών εκταμιεύσεων στο β’ τρίμηνο 2024.
Οι παράγοντες που θα διατηρήσουν υψηλά τα επιτοκιακά έσοδα, όπως αναφέρθηκε, θα είναι: ο χαμηλότερος βηματισμός της ΕΚΤ στις μειώσεις επιτοκίων, το μίγμα καταθέσεων που διαμορφώνεται θετικότερα των αρχικών εκτιμήσεων, συγκεκριμένα οι προθεσμιακές καταθέσεις υπολογίζονταν στο 25% του συνόλου των καταθέσεων και κινούνται στο 21%, η ισχυρή πιστωτική επέκταση, οι καλύτεροι όροι επιτοκίου στις επόμενες εκδόσεις MREL και το αρνητικό carry effect από τις πράξεις hedging της ΕΤΕ.
Όπως αναφέρθηκε στην παρουσίαση, η ευαισθησία του ισολογισμού της ΕΤΕ στις κινήσεις της ΕΚΤ με τα επιτόκια, υπολογίζεται σε 30 – 35 εκατ. ευρώ ετησίως για κάθε μείωση επιτοκίων της τάξεως του 0,25 της μονάδος.
Οι νέοι στόχοι
Κατά τα λοιπά, οι αναθεωρημένοι στόχοι της ΕΤΕ για φέτος προβλέπουν: δείκτη κόστους προς έσοδα χαμηλότερο του 33% από 35% προηγούμενη πρόβλεψη, κόστος προβλέψεων χαμηλότερο των 60 μ.β. από 65 πριν, καθαρά λειτουργικά κέρδη μετά τους φόρους περίπου 1,3 δισ. ευρώ από προηγούμενη πρόβλεψη για 1,2 δισ. και 0,6 δισ. ευρώ στο τέλος του α΄ εξαμήνου, κέρδη ανά μετοχή 1,4 ευρώ από 1,2 ευρώ της προηγούμενης πρόβλεψης, δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων μεγαλύτερο του 16% από περίπου 15%, δείκτη ΝΡΕ περίπου 3% από 3,3% σήμερα και προηγούμενη πρόβλεψη για 3,5%, δείκτη κάλυψης από προβλέψεις μεγαλύτερο του 50% και δημιουργία οργανικών κεφαλαίων στον δείκτη CET1 κατά περισσότερο από 500 μονάδες βάσης στην τριετία μέχρι το τέλος 2026 από + 120 μ.β. στο τέλος του α΄ εξαμήνου 2024.
Ο κ. Μυλωνάς ερωτήθηκε για τις μειώσεις προσωπικού και είπε ότι η ΕΤΕ έχει μειώσει το προσωπικό της κατά περίπου 40% τα τελευταία 3 – 4 χρόνια. Πλέον βρίσκεται κοντά στον τελικό της στόχο και εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η ανανέωση του προσωπικού, με επανεκπαίδευση και νέες προσλήψεις σε καίριους τομείς όπως το digital και το ΙΤ.