Την επιτυχία του προγράμματος «Ηρακλής», με αφορμή την συμπλήρωση 5 ετών από την εφαρμογή του, σχολιάζει με report της η DBRS (ένα 24ωρο πριν την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας), κάνοντας λόγο για μία σημαντική πρωτοβουλία που συνέβαλε καθοριστικά στη μείωση των κόκκινων δανείων και την σταθεροποίηση των τραπεζών.
Εξηγώντας πως το πρόγραμμα είναι εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία και ορμώμενο από τους 12 άθλους του Ηρακλή, διευκρινίζει πως ο 13ος άθλος για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία με τον οποίο επιφορτίστηκε ήταν η ενίσχυση του εργατικού δυναμικού, η τόνωση της ελληνικής οικονομίας και η θωράκιση των τραπεζών.
Από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, η Τράπεζα Πειραιώς είχε το υψηλότερο ποσό εγγυημένου χρέους από το ελληνικό δημόσιο με 6,2 δισ. ευρώ, ακολουθούμενη από την Alpha Bank με 5,5 δισ. ευρώ, ενώ τα εγγυημένα ποσά για τη Eurobank και την Εθνική ήταν 4 δισ. ευρώ και 3,5 ευρώ δισεκατομμύρια, αντίστοιχα.
«Από τον Δεκέμβριο του 2019, ο Ηρακλής διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στη σταθεροποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, επιτρέποντας στους δείκτες NPL (κόκκινων δανείων) των ελληνικών τραπεζών να φτάσουν σε μονοψήφια επίπεδα από τα ιστορικά υψηλά του 2017. Επειδή το πρόγραμμα εμπερικλείει το ενδιαφέρον διάφορων παικτών στην αγορά (τραπεζών, επενδυτών/κατόχων ομολογιών και ρυθμιστικών αρχών/δημοσίων αρχών), η ζήτηση ήταν υψηλή» υπογραμμίζει καναδικός οίκος, προσθέτοντας πως συνολικά, έχουν πραγματοποιηθεί 17 συναλλαγές από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες μεταξύ του 4ου τριμήνου 2019 και του δεύτερου τριμήνου 2024.
Συνολικά, 17 συναλλαγές είχαν το senior note τους εγγυημένο από το ελληνικό δημόσιο, με αυτές που παρουσίασαν την υψηλότερη απόσβεση να είναι η Cairo 3 (Eurobank) κατά 55,6% μετά από 16 τρίμηνα, η Galaxy IV (Alpha Bank) 33,4% μετά από 13 τρίμηνα, η Sunrise II NPL (Τράπεζα Πειραιώς) κατά 20,5% μετά από 11 τρίμηνα και η Frontier (NBG) κατά 20,1% μετά από 11 τρίμηνα.
Μέχρι τον Ιούνιο του 2024, από τις 17 συναλλαγές, οι 11 έχουν αποσβεστεί κατά λιγότερο από 10%, με μέσο χρόνο παρέλευσης τριών ετών. Από τις 17 συναλλαγές που αντιστοιχούν σε 19,2 δισ. ευρώ συνολικού εγγυημένου χρέους, δύο αφορούν τιτλοποιήσεις HAPS III (Sunrise III και Frontier II) με συνολικές κρατικές εγγυήσεις ύψους περίπου 0,5 δισ. ευρώ.
Ο «Ηρακλής» υπήρξε ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τις τράπεζες, για τη βελτίωση των ισολογισμών τους, καθώς ήταν ο κύριος μοχλός για την επιστροφή των δεικτών σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια σε μονοψήφια επίπεδα. «Με δεδομένο ότι ο βασικός στόχος του σχεδίου Ηρακλής ήταν η ενίσχυση των εγχώριων τραπεζών μέσω της μεταβίβασης κόκκινων δανείων, ο Ηρακλής ΙΙΙ θα μπορούσε να αποτελεί την τελευταία φάση του ελληνικού προγράμματος κρατικών εγγυήσεων», επισημαίνει ο αναλυτής του οίκου, Βασίλης Παναγούλης, συμπληρώνοντας ότι η προσοχή στρέφεται τώρα στους servicers και την ικανότητά τους να διευθετήσουν τα δάνεια.
«Τον Ιούνιο του 2024, το υπόλοιπο των εγγυημένων ομολόγων υψηλής εξασφάλισης ανέρχεται σε περίπου 17 δισ. ευρώ, μια απόσβεση περίπου 11,5%, γεγονός που υποδηλώνει ότι η πλειονότητα των επιχειρηματικών σχεδίων δεν έχει ακόμη εκπονηθεί. Το πρόγραμμα έχει παραταθεί πολλές φορές, η τρίτη ανανέωση του "Ηρακλή" θα μπορούσε να είναι η τελευταία δόση του προγράμματος» τονίζει ο οίκος.
Επίσης, προσθέτει πως από το ίδιο διάστημα, η μεγαλύτερη απόσβεση σημειώθηκε στις τιτλοποιήσεις από τις τράπεζες που είχαν το μικρότερο ποσό senior notes με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη και ο χρόνος που έχει παρέλθει, καθώς και τα επιμέρους χαρακτηριστικά κάθε χαρτοφυλακίου και οι διαρθρωτικές διαφορές (εντός του πλαισίου του Ηρακλή) για τις οποίες δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κύριος στόχος του προγράμματος «Ηρακλής» ήταν η ενίσχυση των εγχώριων τραπεζών μέσα από τη μείωση των NPEs, o «Ηρακλής ΙΙΙ» θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την τελευταία δόση του προγράμματος εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου. Δεδομένων των μεγάλων ποσών μη εξυπηρετούμενων δανείων που πρέπει να διευθετηθούν, τόσο από συστημικές τράπεζες όσο και από τις μικρότερες, η εστίαση μετατοπίζεται πλέον στην ικανότητα των servicers που έχουν τη διαχείριση να πετύχουν στον ρόλο τους.
Ενώ η ποιότητα ενεργητικού στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, τα χρέη που μεταβιβάστηκαν βρίσκονται ακόμα στην οικονομία, αφού τα διαχειρίζονται οι εταιρείες εξυπηρέτησης δανείων. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι servicers έχουν στα χέρια τους 70 δισ. ευρώ δανείων, από 87,7 δισ. ευρώ που ήταν το υψηλό, το πρώτο τρίμηνο του 2022, αναφέρει μεταξύ άλλων.